Ένα διήγημα της Μαίρης Μπαχτσετζή: Μικροί Νικητές

610
Ένα διήγημα της Μαίρης Μπαχτσετζή

    Μικροί νικητές

Μάρτης του 1971. Η χώρα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 150 χρόνια από την μεγάλη επανάσταση του έθνους, όμως οι Έλληνες για ακόμα μια φορά δεν ήταν λεύτεροι. Από την αρχή του μήνα τα εμβατήρια έπαιζαν στα σχολεία και στα στρατόπεδα, πρόβες για τις παρελάσεις, ποιήματα, αυστηρές συστάσεις για τους γιορτασμούς, απόλυτος έλεγχος και αστυνόμευση σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Η Ρηνιώ μαθήτρια της Έκτης Δημοτικού,  με την φρεσκοσιδερωμένη της μπλε ποδιά και το κάτασπρο γιακαδάκι, τα πιασμένα σε δυο πλεξούδες μαλλιά της ετοιμάζεται για το σχολείο. Σήμερα έχει μια βιασύνη αλλιώτικη, δεν είναι σαν κάθε μέρα που την παρακαλάει η μαμά της να σηκωθεί από το κρεβάτι κι όταν της έφτιαξε τα μαλλιά, ούτε που γκρίνιαξε, ούτε που πέταξε κάτω την άσπρη-μπλε κορδέλα, όπως άλλες φορές. Μόνο έκατσε ήσυχη σαν μικρή δεσποινίδα και δέχθηκε αγόγγυστα τις φροντίδες της μαμάς της. Μετά τρέχοντας έφυγε για το σχολείο.

Η αίθουσα της Έκτης γεμάτη από μαθητές, περιμένουν το δάσκαλο που έχει καθυστερήσει για το μάθημα και φυσικά δεν χάνουν ευκαιρία για λίγο παιχνίδι ακόμα. Μιλούν δυνατά, γελούν, πετάνε σβήστρες και μολύβια ο ένας στον άλλο, ένα χαρούμενο βουητό που ακούγεται μέχρι  την απέναντι πλευρά στο γραφείο του Διευθυντή. Εκεί αντίθετα,  η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Ο δάσκαλός τους με το Διευθυντή προσπαθούν να λύσουν τα θέματα του εορτασμού της 25ης Μαρτίου.

– Πηγαίνετε κύριε Παπαργυρίου,  λέει στο τέλος, με αυστηρό ύφος ο Διευθυντής και κάνετε όπως σας είπα.

– Μα …. είναι άδικο…. πώς θα το πω στα παιδιά;

– Δεν θα δεχθώ άλλες αντιρρήσεις, αρκετά. Αυτή είναι η εντολή μου και η εντολή των Προϊσταμένων μας. Πηγαίνετε, δεν ακούτε το χαμό που γίνεται στην τάξη σας;

Ο δάσκαλος  σκυθρωπός, με κατεβασμένο το κεφάλι μπαίνει στην τάξη του. Κάθε ομιλία διακόπτεται απότομα και οι μαθητές σηκώνονται όρθιοι σε ένδειξη σεβασμού.

– Καθίστε παιδιά, τους λέει, χωρίς να τα κοιτάζει. Το βλέμμα του  αναζητά πέρα μακριά, το καθαρό μπλε τ’ ουρανού. Πρώτη του φορά ένιωσε την αίθουσα κελί και τα παράθυρα φεγγίτες. Με τρόπο ανοίγει το τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου του και ξεροβήχει. Λοιπόν, συνεχίζει, όπως σας έχω πει, σήμερα θα σας ανακοινώσω το όνομα  του σημαιοφόρου για την παρέλαση.

Απόλυτη ησυχία στην αίθουσα. Η αγωνία ανάμεσα στους καλούς μαθητές κορυφώνεται. Η Ρηνιώ νοιώθει το στόμα της στεγνό, τα χεράκια της παγωμένα. Ο Γιώργος με καρφωμένα τα μάτια του στα χείλη του δασκάλου, περιμένει ν’ ακούσει το όνομά του, γιατί πέρσι έβαλε τα δυνατά του και πήρε στον έλεγχο ένα τεράστιο δεκάρι, όπως  κι ο Θανάσης που τώρα έχει τεντώσει τα αυτιά του ν’ ακούσει, μα δεν τολμά να κοιτάξει το δάσκαλο, έχει στυλώσει τα μάτια του χαμηλά  στο βιβλίο που έχει πάνω στο θρανίο του.

Λοιπόν, ξαναλέει ο δάσκαλος κι αφού κοντοστάθηκε λίγο, παίρνει φόρα  με μια βαθιά αναπνοή και  ανακοινώνει γρήγορα το όνομα.

  • Σημαιοφόρος θα είναι ο Στάθης Παπαδόπουλος.

Το όνομα έσκασε σαν βόμβα στην τάξη. Τα παιδιά κοίταζαν εμβρόντητα το ένα το άλλο.

Ο Στάθης ήταν ένας καλός μαθητής, αλλά  όχι  κι άριστος. Έβρισκε όμως πάντα τρόπο ο Διευθυντής και τον κατέτασσε στους άριστους, γιατί ήταν ο γιος του αξιωματικού της χωροφυλακής και δεν έστεκε να μην είναι πρώτος σε όλα. Από την τετάρτη τάξη ακόμα, ο Στάθης θα έλεγε την καθημερινή προσευχή στο προαύλιο, ο Στάθης στην έπαρση και την υποστολή της σημαίας, ο Στάθης και στο απουσιολόγιο. Χωρίς να το θέλει ο Στάθης είχε γίνει το μισητό παιδί του σχολείου. Έγινε ο  λόγος που μιλούσαν στην προσευχή, ο λόγος που δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τη σημαία. Στα διαλείμματα τον απέφευγαν και στις ημερήσιες εκδρομές μέχρι και ξύλο έπαιζαν με τον Στάθη γιατί κι αυτός είχε συνηθίσει την πρωτιά και δεν ήθελε να χάνει ούτε στα παιχνίδια. Τώρα που φοιτούσε στην Έκτη, τα πράγματα ζόρισαν γι’ αυτόν. Σταμάτησαν τα άδικα μπράβο και οι έπαινοι, γιατί ο κ. Παπαργυρίου ήταν δίκαιος άνθρωπος και αγαπούσε τους μαθητές του σαν παιδιά του. Όλους τους επιβράβευε σε κάθε ευκαιρία, τους βοηθούσε να γίνουν καλύτεροι, τους έδινε θάρρος να λένε τη γνώμη τους. Τα παιδιά βρήκαν τη δικαίωση που χρειάζονταν, τη ψυχική τους γαλήνη, την όρεξη για διάβασμα, όλα, εκτός από τον Στάθη που γυρνούσε στο σπίτι μουτρωμένος κι έκανε τα παράπονα στον πατέρα του. Τα παιδιά πίστεψαν πως με τον καινούριο δάσκαλο τα βάσανά τους τέλειωσαν. Γελάστηκαν, όπως φαίνεται. Αυτή η αδικία δεν είχε τέλος.

Τα μάτια της Ρηνιώς βούρκωσαν. Τράβηξε  τα λάστιχα από τα κοτσιδάκια της πέταξε κάτω και την κορδέλα της και με τα καστανά μαλλιά της που χύθηκαν στο πρόσωπο σκέπασε τα δάκρυά της. Ο Γιώργος γεμάτος θυμό, πετάχτηκε  όρθιος σαν ελατήριο, φωνάζοντας «γιατί κύριε; Είναι άδικο» κι αμέσως, πρώτη φορά χωρίς να ζητήσει άδεια,  τράβηξε για την αυλή. Ο Θανάσης μη θέλοντας να πει λέξη, γιατί έτσι του μάθανε οι δικοί του να υποτάσσεται και να μην αντιδρά, σαν καλό παιδί, κατά λάθος έριξε κάτω το βιβλίο της γραμματικής που κοιτούσε όλη αυτή την ώρα στο θρανίο του. Οι υπόλοιποι σχολίαζαν κοροϊδευτικά τον Στάθη κι εκείνος απαντούσε αναλόγως.

Βλέποντας την κατάσταση ο δάσκαλος, αποφάσισε πως έπρεπε να αφήσει κατά μέρος τη δική του πικρία και να κάνει κάτι να βοηθήσει τους μαθητές του. Ήξερε πως αν δεν αντιδρούσε γρήγορα, η δική τους πίκρα θα τους συντρόφευε σε όλη τους τη ζωή και η αδικία θα ήταν η μεγάλη νικήτρια στις αθώες ψυχές τους. Την απόφαση δεν μπορούσε να την αλλάξει, μπορούσε όμως να τους κάνει όλους πρωταγωνιστές σ’ αυτή τη μεγάλη γιορτή, όλους νικητές και δικαιωμένους.  Πήρε λοιπόν από το χέρι τον απογοητευμένο Θανάση, τον ξανάβαλε στο θρανίο του και  στη συνέχεια άρχισε να μοιράζει ρόλους.

– Αύριο το πρωί, την προσευχή του σχολείου θα την πει ο Γιώργος. Στην έπαρση της σημαίας θα είναι η Ρηνιώ και στην υποστολή ο Θανάσης. Κι αυτή η σειρά κάθε μέρα θα αλλάζει διαδοχικά από όλους σας. Ποιήματα στη γιορτή θα έχουν η Ελένη, ο Κώστας, η Κατερίνα κι ο Νίκος. Οι υπόλοιποι στη χορωδία.

Σημαιοφόρος όπως είπαμε θα είναι ο Στάθης και παραστάτες, τα περσινά δεκάρια, ο Γιώργος, η Ρηνιώ, ο Θανάσης και από την πέμπτη τάξη, η Αντωνοπούλου και ο Δημητριάδης. Θέλω παιδιά μου στην παρέλαση να περάσετε όλοι περήφανα  με ψηλά το κεφάλι. Εκείνη την ώρα τιμάμε τους ήρωες. Εκείνη την ώρα, όλοι σας κρατάτε την ελληνική σημαία ψηλά, όπως ψηλά κράτησαν και οι αγωνιστές τα λάβαρα της επανάστασης. Η λευτεριά παιδιά μου δεν χαρίστηκε στους Έλληνες, την κατέκτησαν  με αγώνες και αίμα. Και νίκησαν γιατί ήταν αποφασισμένοι να ζήσουν λεύτεροι. Να θυμάστε ότι νικητής δεν είναι πάντα ο πιο δυνατός, νικημένος όμως είναι σίγουρα αυτός που παραιτήθηκε, που επέτρεψε στον εαυτό του να νικηθεί.

 Μαίρη Μπαχτσετζή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας