Ένα διήγημα της Ευτυχίας Κοσμαδοπούλου: Χιονοστιβάδα

Ένα διήγημα της Ευτυχίας Κοσμαδοπούλου

ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΑ

Κάθεται στο ναό και μετανιώνει. Μετανιώνει ακατάπαυτα κι ύστερα μετανιώνει που τόση ώρα μετάνιωνε. Ζητάει συγχώρεση. Ταπείνωση. Υπόσχεται να είναι η τελευταία φορά που μετανιώνει για τα εγκόσμια. Σκύβει το κεφάλι πολύ. Κοντεύει να το χώσει μέσα στο τσονγκιού του, που έχει το χρώμα του ήλιου και του φωτός. Αν είναι να τιμωρηθεί, καλύτερα να μη δει την τιμωρία του να ‘ρχεται. Να έρθει η τιμωρία από ψηλά και ξαφνικά. Κι αυτός να έχει σκυφτό το κεφάλι.

Τότε που μπήκε σαν Νέος Καντάμ-πα στο μοναστήρι, για δύο πράγματα ήταν σίγουρος: το ένα ότι δεν πρόκειται ξαναγυρίσει στη συμβατική ζωή και το άλλο ότι δεν πρόκειται να μετανιώσει γι’ αυτό που κάνει.

Το πρώτο το κατάφερε εύκολα. Το δεύτερο, τον τσακίζει. Είναι αυτό που τον κρατάει έξω από το μονοπάτι της φώτισης. Αυτή η αρνητική κατάσταση εμποδίζει την απόλυτη ειρήνη να εγκατασταθεί μέσα του. Κανένας από τους υπόλοιπους μοναχούς δεν ξέρει ποιες σκέψεις καταχωνιάζει στο βασανισμένο μυαλό του. Ο μοναδικός άνθρωπος που είχε κάποτε μιλήσει ήταν ο πρώτος του δάσκαλος, κι αυτός, αποχώρησε από τούτον τον κόσμο πριν δώδεκα χρόνια, οδεύοντας ειρηνικά από το  βαθύ σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού στη φωτισμένη επαναγέννησή του. Και τον άφησε μόνο του. Να μετανιώνει.

Κάποτε τον λέγανε Γρηγόρη κι έγραφε ποιήματα. Προοδευτικός ποιητής. Μοντέρνος. Καταγγελτικός. Σε ποιον αρέσει ο κόσμος που ζούμε; Ούτε εκείνου του άρεσε. Συμβατικές καταστάσεις: γνωριμίες, γάμοι, παιδιά, επαγγέλματα, τι θα φάμε σήμερα, πού χρωστάμε, γιατί έκλαψε το παιδί, η πάλη του κεφαλαίου και της δουλειάς, τέτοια.

Άνοιξε βιβλιοπωλείο δικό του σε κάποιον δεύτερο όροφο. Να μην έχει την κίνηση του δρόμου μπροστά του και όποιος κάνει τον κόπο να ανέβει, να το επιθυμεί πραγματικά. Η ανάγνωση είναι σοβαρή υπόθεση. «Ζερμινάλ» το ονόμασε, από το ομώνυμο βιβλίο του Ζολά.  Το βιβλίο ήταν μια  «σπρωξιά στην κοινωνία που τρίζει», είχε πει ο  Ζολά εξηγώντας το λόγο που είχε γράψει το βιβλίο.

Σ’ εκείνον τον δεύτερο όροφο, συχνά τσακωνόταν με τους εκδότες. Του έφερναν ό, τι κυκλοφορούσε. Αυτός, ανένδοτος:  όχι χαζομυθιστορήματα του συρμού, όχι ανόητες ιστορίες. Είχε την ίδια επιθυμία με τον Ζολά: να καταφέρει να ξυπνήσει τους εξαθλιωμένους, να συνεφέρει αυτούς που ασφυκτιούν.

Στην πραγματικότητα, ένα βιβλιοπωλείο σε όροφο έμενε ακίνητο σαν χαλασμένο λεωφορείο και το ταμείο τις περισσότερες φορές δεν ανέβαινε πάνω από το μηδέν. Ευτυχώς που δούλευε η γυναίκα του. Εκείνον, σιγά μην τον ένοιαζε για πελάτες. Είχε την ησυχία του εκεί πάνω: διάβαζε με ασυδοσία κι έγραφε ποιήματα.

Η πραγματική δυσκολία ήρθε με τα δίδυμα. Πατέρας. Πόσο να είναι τώρα τα παιδιά του; Τριάντα πέντε χρόνια λείπει. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, μετανιώνει: δεν τα χάρηκε.

Μα το μυαλό του εκείνη την εποχή είχε μπουχτίσει. Μπουχτίσει. Μπουκώσει. Γκώσει.

Αποφάσισε – όπως οι άντρες πηγαίνουν μόνοι στο Άγιο Όρος – να πάει – μόνος – μια εκδρομή στο Θιβέτ. Η γυναίκα του, εκτός από το επιχείρημα της κούρασης που θα τραβούσε μένοντας μόνη με τα δίδυμα, δεν έφερε άλλες αντιρρήσεις. Πήγε. Το γκρουπ τους πήγε επίσκεψη στην κοιλάδα της Κατμαντού. Τους βολτάρισαν στην Πλατεία Ντουρμπάρ, στη Λαϊκή αγορά του Ταμέλ, στο ναό Ποτάλα, στους λόφους και τις χαράδρες όπου νιώθεις πως είσαι ένα βήμα από την αγκαλιά του Θεού, όποιος και να ‘ναι ο Θεός  που κατοικεί μέσα σου.

Μετά τους πήγαν στο ιερό βουνό Καϊλάς. Ο ξεναγός τούς μίλησε για τη Μαχαγιάνα, το Μεγάλο Όχημα του Βουδισμού, που σε παίρνει και σε οδηγεί στη φώτιση.  Η Μαχαγιάνα λέει ότι κάθε άνθρωπος έχει δυνατότητα να φωτιστεί, όχι μονάχα οι εκλεκτοί. Εκεί πήρε την απόφασηνα εξαφανιστεί.  Μέρες τον έψαχναν τα σωστικά συνεργεία. Βγήκε πόρισμα από τις Θιβετιανές αρχές πως κάποια χιονοστιβάδα τον σκέπασε. Κηδείες, κλάματα, μνημόσυνα στην Ελλάδα. Τα δίδυμα ορφανά στα έξι τους χρόνια.

Ο ήλιος γίνεται πολύ καυτός το καλοκαίρι. Ο ουρανός το πρωί παίρνει ένα απίστευτο μπλε χρώμα και κάθε απόγευμα το  μοναστήρι πάνω  στο Κόκκινο Βουνό κολυμπάει στα σύννεφα.

Τα φυτίλια που καίγονται μέσα στο καθαρισμένο βούτυρο γιακ, απλώνουν την ευωδιά τους παντού, ενώ κάτω από τα μανουάλια ακουμπούν οι πιστοί τις προσφορές τους: ρύζι, φρούτα και ζαχαρωτά, άνθη λωτού. Τις πρωινές ώρες φτάνει από μακριά ο ήχος από τα μοναχικά φορτηγά που διασχίζουν την παγωμένη τούνδρα ενώ  ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, αμέτρητα χρωματιστά σημαιάκια ανεμίζουν περασμένα σε σχοινιά, στερεωμένα στις σικάρα για να ανεβάζουν στον ουρανό τα μαγικά λόγια των μάντρας που είναι γραμμένα πάνω τους.

Ευτυχία Κοσμαδοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας