Ένα διήγημα της Ευτυχίας Κοσμαδοπούλου: Σκοτεινή Καντέντσα

Σκοτεινή Καντέντσα

Με φωνάζουν Νάνι. Ολόκληρο το όνομά μου είναι Νάνι Ταμαρίτζε. Η μάνα μου με ξέβρασε από την κοιλιά της στο χωριό Χαντίκ, ένα μικρό χωριό στην επαρχία Τσάλκας, κάπου στα νότια της Γεωργίας όπου οι κάτοικοί του, όσο κι αν γεννούσαν, δεν κατόρθωσαν ποτέ να ξεπεράσουν τον αριθμό 200. Στο χωριό μου οι κότες είναι περισσότερες από τους κατοίκους και τα κοκόρια είναι η μόνη μουσική που ακούγεται κατά τη διάρκεια της βδομάδας,  με εξαίρεση τις καμπάνες της μισογκρεμισμένης μας εκκλησιάς  όταν καλούν τον κόσμο τις Κυριακές να μετανοήσει, ακόμα και για αμαρτήματα που δεν έκανε.

Τα αδέλφια μου με έπαιρναν μαζί τους σε όλες τις δουλειές. Με εντολή της μάνας μας με πρόσεχαν να μη χτυπήσω και να μην τρυπηθώ όταν πηγαίναμε να μαζέψουμε τα αυγά που σκόρπιζαν οι κότες μας κάτω από τους θάμνους. Στη σειρά ταΐζαμε τις δυο κατσίκες κι αρμέγαμε το πρωινό γάλα που έπεφτε χλιαρό στον γαλβανισμένο ντενεκέ. Το χερούλι που τον κρατάγαμε είχε κοπεί από τα χρόνια και το βάρος. Έτσι, ο πατέρας, είχε καρφώσει ένα ξύλο από τη μιαν άκρη στην άλλη για να  μπορούν να τον κουβαλάνε τα αδέλφια μου.

Τα αδέλφια μου δε με αγαπούσαν. Ό, τι έκαναν για μένα το έκαναν υποχρεωτικά γιατί αυτό τους είχαν διατάξει να κάνουν ο πατέρας κι η μάνα. Νομίζω κιόλας ότι τους φόβιζε η εμφάνισή μου. Ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να τους αδικήσει. Από τότε που γεννήθηκα και μέχρι να φτάσω εφτά χρονών, το σώμα μου δεν έλεγε να πάρει σωστή ανάπτυξη. Ήμουνα ένα παιδί καχεκτικό και καμπουριασμένο σαν απολειφάδι σαπουνιού, με κόκκαλα που πετούσαν στα πλευρά μου, με κιτρινιάρικο δέρμα και κοιλιά ανύπαρκτη. Έμοιαζα ετοιμοθάνατη από ασιτία, παρότι έτρωγα κι έπινα ό, τι μου δίνανε κι επιπλέον – με τα ζορίσματα της μάνας – δυο κατσαρόλες γάλα την ημέρα. Τα μαλλιά μου φύτρωναν ξασπρουλιάρικα με λεπτές ηλεκτρισμένες τρίχες και τόσο αραιά, που τα καλοκαίρια αναγκαζόμουν να κυκλοφορώ κουκουλωμένη με μια ξεφτισμένη μαντήλα μιας και το ροζ δέρμα του κεφαλιού μου καιγόταν εύκολα από τον ήλιο γεμίζοντας μικρές φουσκάλες με διάφανο υγρό. Τα πρώτα δόντια μου είχαν φυτρώσει τόσο αδύνατα και χαλασμένα που τ’ αδέλφια μου, όταν ήμουν μπροστά, αποφεύγανε να λένε αστεία  για να μη γελάω και φαίνονται πόσο κιτρινόμαυρα και αρρωστιάρικα ήταν.

Ωστόσο, μόλις όμως έκλεισα τα οχτώ μου χρόνια άρχισα να αλλάζω. Τα μαλλιά μου άρχισαν να σκουραίνουν και να πυκνώνουν τόσο πολύ, λες και είχε πέσει επάνω τους λίπασμα. Τα παιδικά μου δόντια έπεσαν και τα καινούργια που φύτρωναν έβγαιναν ως εκ θαύματος ολόγερα και λευκά – νομίζω από το γάλα κατσίκας που με ανάγκαζε να κατεβάζω με τα κιλά η μάνα μας – ενώ το καχεκτικό μου κορμάκι άρχισε να δένει και να μοσχοβολάει σα ζουμερό πορτοκάλι πάνω στο δέντρο.

Η περπατησιά μου καθάρισε. Τα χέρια μου – αν και μικρή – μαθημένα από δουλειές, μπορούσαν να σηκώσουν άνετα  τον κουβά με το γάλα αλλά, αν χρειαζότανε, και την κατσίκα μαζί. Διάβαινα τα χωράφια μεταμορφωμένη και πολύ συχνά έκανα πρόβες όταν ήμουνα μοναχή, προσπαθώντας να μάθω να γελάω από την αρχή, χωρίς να κρύβω το στόμα με την παλάμη, περήφανη πια για τα γερά δόντια μου. Η μάνα μου καμάρωνε που το χωριό είχε πάψει να την συμπονάει για το «αρρωστιάρικο» που έλεγαν πως είχε ξεπηδήσει από την κουρασμένη της μήτρα.

Αυτή την καθαρή και χαρούμενη περπατησιά μου πρόσεξε ο Γκιόργκι μια μέρα που γύριζα ολομόναχη από το μαντρί με τον γαλβανισμένο ντενεκέ στο ένα χέρι και στο άλλο το καλάθι με τα πλαγιασμένα αυγά πάνω σε στρώση άχυρα. Στάθηκε στην άκρη του δρόμου και με κοίταξε. Τον καλημέρισα με ένα κούνημα του κεφαλιού αδιάφορη αλλά ευτυχισμένη που οι συχωριανοί είχαν αρχίσει να με κοιτάζουν χωρίς να με λυπούνται.

Την άλλη μέρα ο Γκιόργκι – που εκείνη την εποχή πατούσε τα εικοσιπέντε – έβαλε τα καλά του κι ήρθε να με ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα μου. Ο πατέρας γέλασε μέχρι τα μουστάκια και είπε αμέσως το «ναι», χωρίς το να σκεφτεί δεύτερη φορά, μιας κι οι γαμπροί ήτανε τόσο δυσεύρετοι στο χωριό μας, όσο εύκολα εύρισκες αυγά κάτω από τους θάμνους.

Ο Γκιόργκι έμεινε μοναχοπαίδι από τότε που η μάνα του έχασε όχι μόνο ένα παιδί αλλά και όλα τα γεννητικά της όργανα, κι αυτή την ιστορία την ξέρει όλο το χωριό. Ένα απόγεμα που γύριζε από το χωράφι καβάλα στο μουλάρι, έγκυος στο δεύτερο παιδί, το αδελφάκι του Γκιόργκι, ένας ποντικός πετάχτηκε ξαφνικά από τα στάρια. Το μουλάρι τρόμαξε κι αναπηδώντας ξαφνιασμένο πέταξε τη γυναίκα στο χώμα. Σαν να μην της έφτανε αυτό της κακομοίρας, πάτησε κιόλας απάνω στη φουσκωμένη κοιλιά. Το κόκκαλο του ποδιού του μωρού μέσα στην κοιλιά, καθώς πατήθηκε από το ζώο, της τρύπησε τη μήτρα, με αποτέλεσμα η γυναίκα να αφήσει στα θερισμένα σταροχώραφα όσο αίμα κυλούσε στις φλέβες της.

Η γιατρέσσα κατάφερε να καθαρίσει από την κοιλιά της γυναίκας το θρυψαλιασμένο μωρό αλλά  δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο. Ανακοίνωσε στον πατέρα του Γκιόργκι πως η κυρά του κόντευε να πεθάνει από την αιμορραγία κι ότι έπρεπε να πάρει την πιο γρήγορη απόφαση της ζωής του. Αφού το μωρό το είχαν χάσει, για να σωθεί τουλάχιστον η γυναίκα του, έπρεπε να αφαιρέσει τη μήτρα της. Ο μελλοντικός πεθερός μου δεν είχε χρόνο για μέτρημα. Η γιατρέσσα αφαίρεσε τη μήτρα και μαζί την προοπτική να αποκτήσει ο Γκιόργκι αδελφό. Έτσι, απόμεινε ο άντρας μου το πρώτο και μοναδικό παιδί στην οικογένεια. Ο Γκιόργκι ήταν ήσυχος και υπάκουος. Είχε καλό όνομα στο χωριό κι ήταν δουλευταράς. Η μάνα μου τη στιγμή που άκουσε την πρόταση του γάμου και τον πατέρα να απαντάει θετικά, τόλμησε να πει πως ήμουνα μικρή, πως ακόμα δεν είχα καν τα έμμηνά μου, αλλά μετά σκέφτηκε πως ένα στόμα λιγότερο θα βοηθούσε την κατάσταση μέσα στο σπίτι μας και δεν επέμεινε. Ένα στόμα πιο λίγο.

Την άλλη κιόλας μέρα, το σόι του γαμπρού κατέφτασε με μερικά μουλάρια φορτωμένα  προικιά και τα ξεκουβάλησε  στο σπίτι μας. Του πατέρα γελούσαν και τα μουστάκια. Η προσφορά του γαμπρού ήταν τόσο μεγάλη που δεν χρειάστηκε καθόλου παζάρεμα.

Εγώ δεν καταλάβαινα τι γινότανε. Η μάνα μου, κάθε λίγο, με ξεμονάχιαζε και μου εξηγούσε πως τον άλλο μήνα θα πήγαινα να ζήσω με τον Γκιόργκι και θα κοιμάμαι σπίτι του και μάλιστα στο ίδιο κρεβάτι κι εγώ έκλαιγα γιατί τον Γκιόργκι δεν τον ήξερα καθόλου και προτιμούσα να παίζω και να κοιμάμαι με τα αδέλφια μου.

Ο Γκιόργκι από την άλλη, δεν κρατιότανε από τη χαρά του. Η μια άκρη του χωριού με όλα τα χωράφια, ήταν δικά του. Μέσα σε ένα μήνα έστησε με κορμούς ένα δωμάτιο που θα ήταν το σπίτι μας, με μεγάλα παράθυρα και φαρδιά βεράντα και τη διακόσμησε με δυο πλαστικές καρέκλες. Δίπλα μας μένανε κάτι Έλληνες. Απέναντί μας Αζεριανοί.

Με παντρέψανε στα εννιά. Μετά το μυστήριο και το γαμήλιο τραπέζι, ο Γκιόργκι με πήγε στο ξύλινο σπίτι. Ακολούθησα κλαίγοντας. Είχε στην άκρη του δωμάτιου μια ξυλόσομπα που φούντωνε αναμμένη. Τα ξύλα έτριζαν από χαρά. Το σπίτι ήταν ζεστό, σε αντίθεση με το δικό μας που πάντα ρίχναμε κουβέρτες στις πλάτες ακόμα κι όταν τρώγαμε στο τραπέζι το βραδινό μας φαΐ. Μου άρεσε η ζέστη. Ο Γκιόργκι ήταν μαζί μου καλός και μαλακός. Μου σκούπιζε τα δάκρυα όλη την ώρα. Μου έφερε ζεστή σούπα και μου έδειξε τον σκύλο του που μόλις είχε γεννήσει τρία κακομοιριασμένα κουτάβια που όλη την ώρα βυζαίνανε.

Τα βράδια κοιμόμασταν μαζί και ήταν ζεστά και ωραία. Ο Γκιόργκι σε τίποτα δε με πίεσε. Έδειχνε πολλή αγάπη. Το πρώτο φιλί μας, μου το έδωσε μετά από μήνες. Εγώ ακόμα δεν είχα δει αίμα. Είχε αρχίσει να περνάει καιρός. Οι γονείς του Γκιόργκι που θέλανε εγγόνια, περιμένανε να γίνω γυναίκα με περισσότερη αγωνία από μένα. Η περίοδός μου ήρθε στα δέκα και οι συμπέθεροι σφάξανε ένα μεγάλο κόκορα καθώς τους το μαρτύρησε η μάνα μου κι εγώ δεν καταλάβαινα γιατί η τόση χαρά τους.

Στα δώδεκα, έκανα το πρώτο μου αγόρι. Στα δεκατέσσερα το δεύτερο και στα δεκαπέντε το τρίτο. Γερά παιδιά. Έμαθα να ταΐζω, να θηλάζω από το άγουρο ακόμα στήθος μου, να νανουρίζω, να μετράω τον πυρετό με τα χείλια, να φτιάχνω καταπλάσματα και να κάνω εντριβές με βότκα στα ούλα τους όταν άρχισαν να βγάζουν τα πρώτα δόντια. Για κάμποσο καιρό και μέχρι να ξετσουμίσουνε, ο Γκιόργκι δε με άφηνε να κάνω τίποτα. Έμενα σπίτι με τα τρία μωρά. Καλός και άγιος ο άντρας μου. Ήμουνα τυχερή. Με αγάπησε κι ακόμα με αγαπάει, ας είναι καλά.

Ωστόσο, ήρθαν κακοί καιροί. Οι απανωτές βροχές έφεραν αρρώστια στα στάρια, μαύρη σκωρίαση την είπανε οι παλιοί. Οι καρποί σάπισαν. Απομείναμε με τις κατσίκες και τις κότες που κι αυτές αρρώσταιναν με τη σειρά τους από τον σάπιο καρπό. Τα παιδιά μεγάλωναν και δεν μπορούσαμε να ταΐσουμε τόσα στόματα. Ο Γκιόργκι, περήφανος καθώς ήταν, δεν ήθελε να βοηθήσουν οι γονείς του στο παραμικρό, όσο κι αν τον παρακαλούσαν να του δώσουν ζώα και χτήματα σπαρμένα.  Άρχισε να βγαίνει σε μεροκάματα, να χτίζει πέτρες. Έλειπε για μέρες όταν έβρισκε δουλειά στην πόλη. Εγώ, ξωπίσω, έτρεχα για όλα. Αξημέρωτα και πριν ξυπνήσουν τα μωρά, πήγαινα για το γάλα. Μάζευα τα αυγά, τάιζα τα μουλάρια, ξελάσπωνα τα κοτέτσια, κουβαλούσα νερό στις γούρνες, διάνεμα το άχυρο. Η ομορφιά που είχα αποκτήσει μετά τα οχτώ μου χρόνια άρχισε να χάνεται λίγο λίγο. Τα κιλά από τις τρεις απανωτές εγκυμοσύνες δεν τα έχασα κι ούτε το είχα σε προτεραιότητα. Έπρεπε από το πρωί να νταντεύω παιδιά και να τρέχω για τα ζώα κουβαλώντας δώθε κείθε, τρία μωρά. Τα Σαββατόβραδα ερχόταν από την πόλη ο Γκιόργκι φορτωμένος κούραση και καλούδια. Ήτανε ώρες που δεν είχαμε κουράγιο ούτε να μιλήσουμε. Και τι να πούμε; Εκείνη την εποχή ξεσπάσανε κι οι πόλεμοι. Οι Γεωργιανοί ζητούσαν απόσχιση από την Σοβιετική Ένωση  γιατί δεν ήθελαν πια να είναι οι υπηρέτες της μεγάλης Ρωσίας. Μπλέχτηκαν σε πόλεμο με τις γειτονικές περιοχές. Τα μεροκάματα στην πόλη κόπηκαν. Εκείνος ο  χειμώνας ήταν τόσο βαρύς που στο Χαντίκ – αλλά και σε όλο το Τσάλκας – τα ζώα ψοφούσανε από πείνα σαν τις μύγες που ψεκάζεις με εντομοκτόνο. Ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να κρατήσει τα ζωντανά. Ακόμα και το μουλάρι μας ψόφησε. Ο Γκιόργκι έσωσε τουλάχιστον τη μια γίδα αλλά κι αυτηνής το γάλα στέρευε μέρα με τη μέρα.

Όταν άνοιξαν τα σύνορα αποφασίσαμε να αφήσουμε τα παιδιά στη μάνα του Γκιόργκι και να πάμε σε μέρος που θα βρούμε μεροκάματο. Τα αγόρια μας έπρεπε να μεγαλώσουν και κανένας δεν μεγάλωσε με αέρα κοπανιστό. Το στομάχι χρειάζεται να φάει και τα παιδιά μας ήτανε αδύνατα σαν κλαράκια έτοιμα να κοπούν. Οι Έλληνες γείτονες μάς είχαν μιλήσει πολλές φορές για την Ελλάδα με καλά λόγια. Όλοι στο Τσάλκας λέγανε ότι εκεί θα βρούμε τουλάχιστον δυο μεροκάματα, ένα για μένα και ένα για τον Γκιόργκι, μέχρι να καταφέρουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά.

Πουλήσαμε τις βέρες μας και μια αλυσίδα που μου είχε χαρίσει η μάνα του στον γάμο, αποχαιρετήσαμε τα αγόρια μας που κλαίγανε και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τα φουστάνια μου και φορτωθήκαμε σε ένα κάρο που μετέφερε άχυρο για να φτάσουμε στην πόλη. Από εκεί μπήκαμε στο τραίνο που ήταν σε άθλια κατάσταση. Ο Γκιόργκι μου είπε ότι από τον καιρό που έριξαν τα βαγόνια στις γραμμές, δεν τα είχαν συντηρήσει μέχρι τώρα. Σε κάθε μέτρο που κυλούσε έτριζαν τόσο, που νομίζαμε πως το βαγόνι μας θα διαλυθεί σε παλιοσίδερα και θα βρεθούμε στα χωράφια. Βρωμούσε ιδρώτα και ξινισμένο τυρί.

Το τρένο μας άφησε στα σύνορα της Τουρκίας. Από εκεί περπατήσαμε κάμποσα χιλιόμετρα. Πεινούσαμε και διψούσαμε μα το όνειρο μιας καλύτερης ζωής με λιγότερα βάσανα και λιγότερη πείνα, μας έδινε στα πόδια φτερά και στο μυαλό υπομονή και κουράγιο. Η ελπίδα είναι αυτή που οπλίζει το σώμα. Αντέξαμε και φτάσαμε στην Ελλάδα. Το πρώτο που κάναμε ήταν να ψάξουμε συμπατριώτες μας για να βρούμε κονάκι να κοιμηθούμε τον πρώτο καιρό. Για τα άλλα, δεν ανησυχούσαμε: δουλειές υπάρχουν, έτσι μας είχαν πει.

Ο Γκιόργκι βρήκε αμέσως μεροκάματο στην οικοδομή κι εγώ άρχισα να καθαρίζω σπίτια. Για μένα αυτό ήταν το πιο εύκολο. Σαν ζουλάπι μπορούσα να σκαρφαλώνω στα πιο ψηλά παράθυρα των σπιτιών και να καλογυαλίζω τα τζάμια, έκανα τα πατώματα να αστράφτουν, μαγείρευα με την αγάπη που θα μαγείρευα για τα αγόρια μου και τέλειωνα τις δουλειές με αφοσίωση και σβελτάδα. Έπεσα σε σπίτια καλά.

Ο πόνος για τα παιδιά μου που μεγάλωναν μακριά έκαιγε, πυρωμένο κάρβουνο, μόνιμα καθισμένο στην καρδιά μου. Με την πεθερά μου μιλούσαμε πού και πού στο τηλέφωνο. Αυτή μου έλεγε πως τα παιδιά μου μεγαλώνανε καλά, κι ότι τα λεφτά που στέλναμε τούς έφταναν μια χαρά. Είχε αγοράσει παπούτσια για τον μεσαίο, – το πόδι του μεγάλωνε συνέχεια – και ένα μικρό κόκκινο ποδήλατο που βρήκε στην πόλη για το στερνοπούλι μου, που δεν είχα προλάβει καλά  καλά να το γνωρίσω.

Καταραμένο χρήμα! Η αγκαλιά μου είχε αδειάσει και εγώ δούλευα πιο σκληρά κι από τότε που ήμουνα στο Χαντίκ, όλο και πιο σκληρά, για να μη βρίσκω χρόνο να σκέφτομαι. Με τον άντρα μου συναντιόμασταν τις Κυριακές που μου έδιναν ρεπό οι νοικοκυρές που ζούσα στα σπίτια τους – έμπαινα εσωτερική στα σπίτια όπου πήγαινα να δουλέψω – κι έτσι γλυτώναμε το νοίκι. Ο άντρας μου έμενε μαζί με άλλους εφτά σε δύο δωμάτια, με τα έξοδα μοιρασιά.

Τις Κυριακές ήταν το ραντεβού των Γεωργιανών στην Ομόνοια. Εκεί βλεπόμουν με τον άντρα μου. Στήναμε οι συμπατριώτες πηγαδάκια στην Πλατεία και κουβεντιάζαμε. Τα μεσημέρια οι άλλοι τρώγανε σουβλάκια. Τα σουβλάκια μου άρεσαν πολύ και στη μύτη μου μοσχοβολούσαν. Μου τρέχανε τα σάλια μα έκανα οικονομία. Έπαιρνα μαζί μου, από το σπίτι που δούλευα, λίγο χτεσινό φαγητό μέσα σε τάπερ, μάζευα τα σάλια μου, έβγαζα το πιρούνι από την τσάντα κι έκανα παρέα στους άλλους που τρώγανε σουβλάκια που μοσχομύριζαν.

Για εμένα δεν κρατούσα τίποτα. Έστελνα όλα τα λεφτά στα αγόρια για να περνάνε καλά. Εγώ δεν είχα ανάγκες. Είχα εξασφαλισμένη στέγη, φαγητό, μισθό, κόντευα να μάθω και τη γλώσσα. Κρατούσα κάτι ψιλά για εισιτήρια – για να κατεβαίνω στην Αθήνα και να βλέπω τον Γκιόργκι τις Κυριακές – και για κανένα παγωτό – αν λαχταρούσα, – τα καλοκαίρια.

Όσα χρόνια δούλευα στην ξένη χώρα, στο Χαντίκ δεν μπόρεσα να πάω. Πού να μείνουνε λεφτά για εισιτήρια; Ευτυχώς τα πιο πολλά σπίτια που δούλευα είχανε ίντερνετ. Μια πονόψυχη κυρά, μου έδειξε πώς να μιλάω στο Σκάιπ με τα αγόρια μου. Δεκαπέντε χρόνια έχω να ακουμπήσω τα παιδιά μου. Δεκαπέντε χρόνια έχω να χαϊδέψω τα μαλλιά τους, να μυρίσω τον ιδρώτα τους, να κοιτάξω τα μάτια τους από κοντά. Πέρασα τα σαράντα πέντε. Ο Γκιόργκι κουράστηκε. Η οικοδομή είναι βαριά δουλειά κι εκείνος, όχι πως δεν ήταν μαθημένος, αλλά η καρδιά του βγήκε κομματάκι ελαττωματική.  Ο  αγαπημένος μου άντρας έπαθε το πρώτο του έμφραγμα και βρέθηκε στο νοσοκομείο. Οι συμπατριώτες τον τρέξανε και με ειδοποίησαν να τρέξω κι εγώ.

Εγώ εκείνη την εποχή είχα πιάσει δουλειά σε καινούργιο σπίτι. Περιποιόμουν μια γιαγιά. Στο σπίτι της γιαγιάς μέναμε τέσσερα άτομα. Κοιμόμουν στο ίδιο δωμάτιο με τη γιαγιά, η αδελφή της στο διπλανό κι ο χωρισμένος γιος της στο σαλόνι.  Αυτός είπαν πως έμενε εκεί προσωρινά μέχρι να σταθεί οικονομικά στα πόδια του κι έπειτα θα ψάξει για δικό του σπίτι. Όταν έπαθε ο Γκιόργκι το έμφραγμα, είχα δεν είχα δυο μήνες στην καινούργια δουλειά. Κάθε μέρα ζητούσα άδεια να πηγαίνω στον άντρα μου, τι να έκανα; Ετοίμαζα στα γρήγορα τις γριές – μαγειρέματα, πάνες ακράτειας, στρώσιμο τα κρεβάτια – κι έπειτα έφευγα για το νοσοκομείο. Ευτυχώς η μεγάλη γιαγιά είχε κατανόηση και δεν μου δημιούργησε πρόβλημα. Ο  Γκιόργκι σε λίγο καιρό βγήκε. Είχε γλιτώσει από το έμφραγμα αλλά στην ηλικία του, δεν μπορούσε να ξαναδουλέψει πια. Μαζέψαμε με έρανο λεφτά για τα εισιτήρια – ας είναι καλά οι συμπατριώτες –  και τον στείλαμε πίσω στην Γεωργία.

Κι απόμεινα μόνη.

Για να ξεχνιέμαι συνέχισα να δουλεύω πιο σκληρά από πριν. Έδωσα υπόσχεση πως θα μαζέψω κουκί κουκί τα εισιτήρια για να επιστρέψω κι εγώ στο Χαντίκ. Τελείωσε, είπα. Πόσα χρόνια θα μου πάρει να τα μαζέψω; Δύο; Θα κάνω υπομονή. Το έβαλα όριο. Είπα στον Γκιόργκι πως θα τους στέλνω λιγότερα χρήματα το μήνα για να κρατάω λεφτά για τα εισιτήρια. Εκείνος χάρηκε. Μου είπε με γέλιο πως ο μεγάλος μας είχε βρει δουλειά και πως κόντευε κιόλας να παντρευτεί. Και ο μεσαίος τα βόλευε με κάτι ψιλοδουλίτσες. Δεν είχαν πια και τόση ανάγκη.

«Να τα κρατάς τα λεφτά», μου είπε. «Σε περιμένουμε».

Πού να ξέραμε τι μας περίμενε!

Τα σχέδια του ανθρώπου τα βλέπει ο Θεός και γελάει, έτσι λένε. Καθένας που σχεδιάζει μελλοντικά πλάνα πρέπει να λέει «πρώτα ο Θεός», γιατί ποτέ δεν ξέρει τι του ξημερώνει.

Κόντευα τέσσερεις μήνες που δούλευα στο σπίτι με τις γιαγιάδες. Ο χωρισμένος γιος της κυράς δεν έλεγε να φύγει – έπλενα, σιδέρωνα, μαγείρευα για τόσους ανθρώπους. Η δεύτερη γριά με ζήλευε. Φοβότανε πως η αδελφή της – μια ήσυχη κι απαραπόνευτη γυναίκα – είχε αρχίσει να με εμπιστεύεται και να με αγαπάει περισσότερο από εκείνη. Το πρωινά την άλλαζα, τα μεσημέρια την τάιζα, το απόγευμα της πήγαινα ψιλοκομμένα φρούτα για να μπορεί να τα μασάει με τις μασέλες και, όλα τα βράδια, της έτριβα τα χέρια και τα πόδια για να μην ατονήσουν οι γέρικοι μυς.

Η άλλη γριά, όσο έβλεπε να περιποιούμαι την αδελφή της, αντί να χαίρεται που την είχα γλυτώσει από τα βάσανα – πριν πάρουν εμένα, όλα τα έκανε αυτή – χειροτέρευε. Ο τρόπος που μου μιλούσε – από την πρώτη κιόλας βδομάδα – δεν ήτανε ο καλύτερος και, όσο πήγαινε, η κατάσταση μεταξύ μας γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Η μεγάλη κόρη της ήσυχης γιαγιάς ζούσε σε άλλο σπίτι. Με πλήρωνε καλά λεφτά κι έτσι έκανα υπομονή για την συμπεριφορά της δεύτερης γριάς. «Ψάρι δεν πιάνεται χωρίς κόπο», λέμε στον τόπο μου.

Έκανα υπομονή ακόμα κι όταν ο τρόπος της αγρίεψε. Μου άρπαζε πράγματα από τα χέρια, με έσπρωχνε όταν πήγαινα να κοιτάξω το φαγητό, με κοιτούσε με μίσος. Μια φορά έβαλε τις φωνές όταν, πριν ρίξω το κρέας της γαλοπούλας στην κατσαρόλα, το χτύπησα για να μαλακώσει. Άλλη φορά μου πήρε το φάρμακο της μεγάλης γιαγιάς από τα χέρια λέγοντας πως μονάχα εκείνη ήξερε να το κάνει αυτό. Οι καυγάδες στο σπίτι ήταν καθημερινοί. Ωστόσο, η κακιασμένη γριά μονάχη της καυγάδιζε. Εγώ, όταν την ένιωθα στις καλές της, πήγαινα και της έδινα ένα χάδι στην πλάτη, ένα φιλί στο μάγουλο, μήπως την κάνω να με συμπαθήσει. Αυτή σκύλιαζε περισσότερο. Υπομονή, έλεγα. Κάθε φορά που την άκουγα να με βρίζει και να με ειρωνεύεται προσπαθούσα  να φέρω στο μυαλό τα αγόρια μου για να συνέρχομαι και να διώχνω τον εφιάλτη. Το σπίτι θα ήταν ήσυχο αν έλειπε αυτός ο δαίμονας από ‘κει. Άρχισαν να γυρίζουν στο μυαλό μου άσχημα πράγματα. Ευχόμουνα να πάθει άνοια και να χαθεί στους δρόμους και να μη βρεθεί ακόμα κι αν την βάλουν στην τηλεόραση στο σίλβερ αλέρτ. Την φανταζόμουν να μην ξυπνάει κάποιο πρωινό, να πέθαινε στον ύπνο της. Παρακαλούσα το Θεό να εξαφανιστεί και να με αφήσει να κάνω ήσυχα τη δουλειά μου με τη μεγάλη γιαγιά. Δυστυχώς, η τόσο έντονη προσπάθεια να απαλλαγώ από την βασανιστικές σκέψεις έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα. Ένιωθα τις αντιστάσεις μου να εκμηδενίζονται μέρα με τη μέρα, τι λέω, λεπτό προς λεπτό. Η ψυχή μου και η αντοχή μου είχαν φτάσει στα όριά τους. Όταν την άκουγα να φωνάζει ειρωνικά:

«Πόσο άχρηστη, είσαι! Γελάω μαζί σου! Γελάω!» Υπομονή, έλεγα, Νάνι, υπομονή.

Μέσα μου ήθελα να τη βάλω κάτω και να τη χτυπάω. Μόνο που την έβλεπα με ερέθιζε. Άρχισα να φεύγω από τα δωμάτια που βρισκόταν εκείνη για να μην ακούσω κάποια λέξη που θα μπορούσε να με κάνει να εκραγώ. Είχα περάσει τόσα και τόσα μέχρι τώρα που ποτέ δεν περίμενα να νικηθώ από τέτοια αναστάτωση. Σκέφτηκα να της ρίχνω στο φαγητό τα ηρεμιστικά της αδελφής της μιας και αυτή, η κακιά γριά, αυτή ήταν που τα χρειαζόταν κι όχι η άλλη. Σκέφτηκα να την κρατάω νυσταγμένη όλη τη μέρα για να με αφήνει ήσυχη. Κάθε φορά που με έσπρωχνε και μου άρπαζε την σκούπα ή το πιάτο από το χέρι, ήμουνα έτοιμη να το κάνω.

Ύστερα συνερχόμουν. Η λογική μου κατάφερνε να αποδιώχνει προσωρινά τα σκοτεινά μου σχέδια αλλά, μέρα με τη μέρα, αυτές οι στιγμές λιγόστευαν και γινόντουσαν τόσο σύντομες που μετά από λίγο διάστημα τις άφηνα να περνάνε δίχως να δίνω σημασία. Έπεφτα τα βράδια να κοιμηθώ και η ιδέα τού να «εξοντώσω» την κακιά  γριά μεγάλωνε σαν κακός όγκος στο κεφάλι μου, σαν μια κύστη με πύον και βρωμερά υγρά. Φοβόμουν ότι το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να σπάσει αυτή την κύστη και να φέρει την κάθαρση, θα ήταν η εκπλήρωση αυτού που είχα αποφασίσει.

Μια ζάλη θόλωνε κάθε καθημερινή μου πράξη. Κάτι με τραβούσε προς τα κάτω, προς μια κάθοδο που δεν μετριόταν το βάθος της. Έκανα τις δουλειές μου μηχανικά και τον πιο πολύ καιρό απέσυρα την ακοή μου από τις φωνές τους. Έβλεπα τα στόματα τους να κινούνται χωρίς ήχο, καταλάβαινα τι θέλουν και υποτασσόμουνα, κυρίως σε κείνη, τη μικρότερη γριά, κυρίως στη δική της κακιασμένη φωνή. Την παρακολουθούσα να κοιμάται τα μεσημέρια και  την φανταζόμουνα χωρίς πνοή κι αυτό ήτανε το μοναδικό πράγμα που με ανακούφιζε από την κούραση της μέρας. Τελειοποιούσα το αρχικό μου σχέδιο που ήταν να την εξοντώσω, με μια αόριστη φρίκη, σα να μην αναγνώριζα τον εαυτό μου, έκπληκτη κι εγώ από μένα την ίδια για τις κακές σκέψεις μου. Έπαψα να σκέφτομαι τα αγόρια μου. Δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να τα ανακατεύω στα απαγορευμένα πράγματα που σκεφτόμουνα, όχι, αυτά ήθελα να τα αφήσω καθαρά. Έπαψα να μιλάω. Οι μεγάλη γριά με ρωτούσε τι έχω, μα εγώ δεν είχα να δώσω απάντηση. Ήσυχη και καλή, κουνούσε το κεφάλι της με στεναχώρια για τα καμώματα της αδελφής της.

Ένα Σαββατόβραδο μου είπαν να φτιάξω ψαρόσουπα. Εμείς, στο Χαντίκ, στην ψαρόσουπα ποτέ δεν βάζουμε ρύζια. Δεν έβαλα. Η κακή γριά στάθηκε πάνω από την κατσαρόλα, την άνοιξε κι έπειτα άρχισε να ουρλιάζει ότι είμαι άχρηστη. Ότι δεν ξέρω να μαγειρεύω, ότι δεν πρόκειται να φάει ούτε μια μπουκιά. Έμεινα στην κουζίνα να την κοιτάζω ακίνητη. Δυο χρόνια, είπα μέσα μου, και προσπάθησα πάλι  να σκεφτώ τα παιδιά μου. Δυο χρόνια. Ούτε δυο χρόνια. Είκοσι μήνες, οι τέσσερεις έχουν ήδη περάσει. Είκοσι μήνες, έλεγα μέσα μου. Υπομονή. Υπομονή. Υπομονή.

Υπομονή, μέχρι που την είδα να χύνει οργισμένη κι εκτός εαυτού όλη τη σούπα στο νεροχύτη. Δαγκώθηκα. Πέταξε τη σούπα κι ύστερα έπεσε πάνω μου με φόρα. Δεν το περίμενα να με χτυπήσει. Το χέρι της κατέβηκε στο πρόσωπό μου σαν κεραυνός. Την έσπρωξα. Χτύπησε στην ηλεκτρική κουζίνα και σωριάστηκε στο πάτωμα. Τότε πήρα την άδεια κατσαρόλα κι άρχισα να την χτυπάω στο κεφάλι με όση δύναμη είχα ώσπου έμεινε ακίνητη. Ακίνητη. Ακίνητη. Επιτέλους ακίνητη.

Τότε ήταν που άκουσα από κάπου τα γέλια του Θεού.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας