Η κεντρική επιδίωξη τόσο του σχεδιασμού, όσο και της άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής εστιάζεται στην αναζήτηση και την επίτευξη του σημείου ισορροπίας, στο οποίο προκαλείται το μεγαλύτερο όφελος για το κράτος, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Από την άποψη αυτή, χαρακτηριστικό παράδειγμα βέλτιστου σημείου ισορροπίας, αποτελεί το επίπεδο 2% πληθωρισμού, που απασχολεί τόσο την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όσο και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED). Κι’ αυτό γιατί το επίπεδο 2% πληθωρισμού θεωρείται ότι μπορεί να διατηρήσει μία σταθερή και μακροπρόθεσμη συνεχή ανάπτυξη στις αναπτυγμένες οικονομίες, αποφεύγοντας, ταυτόχρονα, τις έντονες διακυμάνσεις των οικονομικών κύκλων.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι μία σημαντική διάσταση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής αποτελεί η δράση και η αντίδραση των βασικών πυλώνων του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος (νοικοκυριά και επιχειρήσεις). Για παράδειγμα ένας υψηλός φορολογικός συντελεστής στα καύσιμα θα οδηγήσει πολλούς στην χρήση των μαζικών μέσων μεταφοράς, με αποτέλεσμα να μην εισπραχθούν τα φορολογικά έσοδα που προσδοκούσε το κράτος.
Αυτή η λογική αποτελεί και τη βάση της οικονομικής συμπεριφοράς η οποία βασίζεται στην θεωρία των παιγνίων (ισορροπία Nash). Σύμφωνα με αυτή την θεώρηση, θα πρέπει στις διάφορες αποφάσεις πολιτικής να λαμβάνεται υπόψη η μεγιστοποίηση του οφέλους, στο κράτος, στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φορολογικοί συντελεστές, όπου σύμφωνα με την καμπύλη του Λάφερ, ένας φορολογικός συντελεστής στο επίπεδο του 0% δεν θα εξασφαλίσει καθόλου έσοδα για το κράτος, αλλά το ίδιο αποτέλεσμα θα έχει και ένας φορολογικός συντελεστής στο επίπεδο του 100%, αφού ο φορολογούμενος δεν θα έχει κανένα κίνητρο να εργαστεί, δεδομένου ότι το κράτος θα του απορροφήσει το σύνολο του εισοδήματος του.
Το ίδιο συμβαίνει και με την κοινωνική ασφάλιση, με την έννοια της επιβολής ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες δεν επιφέρουν το αντίστοιχο ύψος αναλογικότητας στις συντάξεις. Σε αυτή την περίπτωση, ο εργαζόμενος δεν έχει κίνητρο να ασφαλιστεί, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εισφοροδιαφυγή και η εισφοροαποφυγή. Σε αυτή ακριβώς την κατάσταση έχει περιέλθει η χώρα μας με τα Μνημόνια και το Μνημονιακό νομοθετικό πλαίσιο του κοινωνικο- ασφαλιστικού συστήματος.
Έτσι, αναφορικά με το φορολογικό σύστημα, διαπιστώνουμε ότι το 2016 το 52% των νοικοκυριών δήλωσε εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ και το 67% δήλωσε κάτω των 15.000 ευρώ. Περισσότερο από 25.000 ευρώ δήλωσε μόλις το 11%.
Στο κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα των Μνημονίων, το οποίο συνδέθηκε με το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι αυξήθηκε η εισπραξιμότητα και η δημιουργία ταμειακού πλεονάσματος, με συντελεστές αναπλήρωσης που υπερβαίνουν κατά μέσο όρο το 70% και προσεγγίζουν μέχρι και το 107%. Παράλληλα, για τα πολύ μεγάλα εισοδήματα, ο συντελεστής αναπλήρωσης μειώνεται κάτω του 40% και προσεγγίζει μέχρι και το 34%, λόγω της εφαρμογής του ανώτερου ορίου σύνταξης. Όμως οι συντελεστές αναπλήρωσης στα συνταξιοδοτικά συστήματα δεν είναι ένας εντελώς κυρίαρχος δείκτης. Αντίθετα, το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων το οποίο αντικατοπτρίζεται από το μέσο επίπεδο των συντάξεων, αποτελεί ένα κυρίαρχο μέγεθος στα συνταξιοδοτικά συστήματα.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στο Μνημονιακό κοινωνικο-ασφαλιστικό νομοθετικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στην χώρα μας, κατά την διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας 2010-2020, παρατηρούνται υψηλοί συντελεστές αναπλήρωσης με μέσο επίπεδο κύριων συντάξεων 600€ (μεικτά). Από την άποψη αυτή, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να υποστηρίζεται, σε αντικειμενικούς όρους, ως επιτυχής η επιλογή των υψηλών συντελεστών αναπλήρωσης οι οποίοι οδηγούν σε χαμηλό επίπεδο συντάξεων και σε γενικευμένη φτωχοποίηση του συνταξιοδοτικού πληθυσμού της χώρας μας.
Το ίδιο, δεν μπορεί να θεωρείται, αντικειμενικά, ως επιτυχής επιλογή η αύξηση του επιπέδου εισπραξιμότητας των ελεύθερων επαγγελματιών, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία καταβάλλουν την κατώτερη εισφορά, η οποία θα τους οδηγήσει και σε αντίστοιχα χαμηλά επίπεδα συντάξεων.
Επιπλέον, εάν ληφθεί υπόψη και η καταστρατήγηση της αρχής της αναλογικότητας εισφορών-παροχών, τότε γίνεται φανερό ότι ουσιαστικά παρέχονται κίνητρα για την έξοδό των ασφαλισμένων της συγκεκριμένης επαγγελματικής κατηγορίας από την κοινωνική ασφάλιση. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι το όποιο ταμειακό πλεόνασμα κατανοείται ως βραχυπρόθεσμης και όχι ως μακροπρόθεσμης προοπτικής. Εξάλλου, αυτό αποτελεί συνήθως το λάθος της κοινωνικο-ασφαλιστικής πολιτικής, η οποία εστιάζεται στην βραχυπρόθεσμη ταμειακή-λογιστική απόδοση, παραγνωρίζοντας ότι στην κοινωνική ασφάλιση ισχύει η αρχή της αλληλεγγύης των γενεών, η οποία σημαίνει ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ισότητα των παροχών τόσο για τους σημερινούς ασφαλισμένους και συνταξιούχους, όσο και για τους μελλοντικούς συνταξιούχους. Όμως, με το ασκούμενο Μνημονιακό κοινωνικο-ασφαλιστικό νομοθετικό πλαίσιο, δεν εξασφαλίζεται η αλληλεγγύη των γενεών, αφού οι υφεσιακές πολιτικές, το αναμενόμενο baby booming και η γήρανση του πληθυσμού θα δημιουργήσουν μεσο-μακροπρόθεσμα νέα ελλείμματα.
H παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αποτυχημένη Μνημονιακή κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική στην Ελλάδα, θα δημιουργήσει μεσο-μακροπρόθεσμα, μετά μία δεκαετία περικοπών των συντάξεων κατά 50%, συνθήκες δίδυμων ελλειμμάτων (οικονομικά ελλείμματα – ελλείμματα παροχών), με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την κοινωνικο-πολιτική σταθερότητα και για τους όρους αποκατάστασης της χρηματοδοτικής και της κοινωνικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ).
Στην κατεύθυνση αυτής της δυσμενούς προοπτικής του ΣΚΑ στην Ελλάδα, αναδεικνύονται δύο βασικά ερωτήματα: α) ποια είναι τα βέλτιστα σημεία ισορροπίας για την φορολόγηση των πολιτών τα οποία δεν θα τους οδηγούν στη φοροδιαφυγή και β) ποιες είναι οι αρχές στις οποίες θα πρέπει να βασίζεται ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ,ώστε να μην δημιουργεί αντικίνητρα ασφάλισης και να μην οδηγεί στην εισφοροαποφυγή και την εισφοροδιαφυγή;
Πράγματι, αναφορικά με την φορολόγηση των πολιτών, απαιτείται να βρεθεί εκείνος ο φορολογικός συντελεστής, ο οποίος σε συνδυασμό με ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και ποινών να δημιουργεί στους φορολογούμενους το κίνητρο να μην τους συμφέρει να φοροδιαφύγουν και να θέλουν από μόνοι τους να είναι συνεπείς στην καταβολή των φόρων, δεδομένου ότι: α) το ύψος των φόρων θα αποτελεί το βέλτιστο σημείο ισορροπίας και β) ο έλεγχος και οι ποινές θα αποτρέπουν την φοροδιαφυγή.
Αντίθετα, εάν το επίπεδο των φόρων, ο έλεγχος και οι ποινές αποκλίνουν από το βέλτιστο σημείο ισορροπίας και συγκλίνουν σε επίπεδα υπερφορολόγησης και ανυπαρξίας ή χαλάρωσης ελέγχων και ποινών, τότε, ουσιαστικά, θα λειτουργούν ως κίνητρα φοροδιαφυγής, δεδομένου ότι οι φορολογούμενοι δεν συμπεριφέρονται πάντα ως risk averse(με αποστροφή στον κίνδυνο) αλλά πολλές φορές ως loss averse (με αποστροφή στην ζημιά). Σε αυτή την περίπτωση, οι φορολογούμενοι διακινδυνεύουν να φοροδιαφύγουν, αφού το αναμενόμενο όφελος της φοροδιαφυγής θα υπερτερεί του κόστους της ποινής, ενώ εάν συμβαίνει το αντίθετο, τότε δεν θα διακινδυνεύσουν να φοροδιαφύγουν αφού η αναμενόμενη πιθανή ζημιά θα υπερβαίνει το επίπεδο των καταβαλλόμενων φόρων.
Παράλληλα, στη περίπτωση του ασφαλιστικού, τα κίνητρα της ασφάλισης δημιουργούνται, κατά βάση, όταν ένα σύστημα βασίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης των γενεών, της ισότητας των ασφαλισμένων και της αναλογικότητας εισφορών – παροχών. Σε αυτή την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τον χαμηλό κίνδυνο του δημόσιου κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος σε σχέση με την ιδιωτική ασφάλιση, οι εργαζόμενοι οδηγούνται στην επιλογή της συστηματικής καταβολής των εισφορών τους και όχι στην απόκρυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων, στην εισφοροαποφυγή και στην εισφοροδιαφυγή, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Όμως, η κατάσταση διάβρωσης της κοινωνικής συνοχής, κατά την τελευταία δεκαετία, στην Ελλάδα, επιβάλλει την έγκαιρη, σοβαρή και μακράς πνοής ανάταξη του συστήματος κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τόσο οι αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις των ασκούμενων Μνημονιακών πολιτικών, όσο και οι νέες προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού, των εισοδηματικών και των κοινωνικών ανισοτήτων, της ευελιξίας και της ανασφάλειας της εργασίας, του υψηλού κόστους των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλισης, υγείας,κ.λπ.
*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
**Πηγή: slpress.gr