Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και να επαναφέρει τις αμερικανικές κυρώσεις εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας αποτελεί μία “πράξη διπλωματικού βανδαλισμού”, όπως είχε ειπωθεί για την αντίστοιχη κίνησή του εναντίον του Διεθνούς Συμφώνου των Παρισίων για την κλιματική μεταβολή. Όμως σε αντίθεση με εκείνην, η απόφαση του Τραμπ για το Ιράν έχει και θερμούς υποστηρικτές, οι οποίοι και εργάστηκαν σε συντονισμό με την Ουάσιγκτον για την χθεσινή έκβαση. Εξ ού και η ομιλία του ενοίκου του Λευκού Οίκου προϋπέθετε το “σόου” του ισραηλινού πρωθυπουργού την περασμένη εβδομάδα με τις κατηγορίες ότι “το Ιράν ψεύδεται”.
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο και ο Βενιαμίν Νετανιάχου μπορεί να έχει την ικανοποίηση ότι κατεδάφισε το έργο του Μπαράκ Ομπάμα το οποίο δεν είχε αποτρέψει εγκαίρως, όταν ερήμην του τότε προέδρου έκανε καμπάνια εντός αμερικανικού εδάφους κατά της σύναψης συμφωνίας με το Ιράν. Ομοίως η Σαουδική Αραβία μπορεί να είναι ικανοποιημένη – αν και ο “λογαριασμός” έχει τη μορφή εξοπλιστικών παραγγελιών κόστους πολλών δισεκατομμυρίων.
Η περιφερειακή διάταξη δυνάμεων εξηγεί και τη διαφορά στη γραμμή που ακολουθεί ο Τραμπ στη Μέση Ανατολή έναντι της Άπω Ανατολής. Στην περίπτωση του βορειοκορεατικού πυρηνικού οπλοστασίου, ο κυριότερος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, η Νότιος Κορέα ανέλαβε με τολμηρά ανοίγματα να εκτονώσει τις εντάσεις (καθώς σε αντίθετη περίπτωση κινδύνευε η ίδια να αποδειχθεί απολύτως αναλώσιμη), ενώ και οι λοιπές μεγάλες δυνάμεις λειτούργησαν υποβοηθητικά, με τη Ρωσία να αναλαμβάνει ρόλο διακριτικού διπλωματικού ενδιαμέσου και την Κίνα αφενός να συνυπογράφει σκληρές κυρώσεις κατά της Πιονγκγιανγκ αφετέρου να διαμηνύει ότι δεν θα μείνει ουδέτερη σε οποιαδήποτε επιχείρηση “αλλαγής καθεστώτος” ή πολεμική περιπέτεια με πρωτοβουλία της Δύσης στην κορεατική χερσόνησο.
Στη Μέση Ανατολή, αντίθετα, οι δύο πυλώνες της “αμερικανικής τάξης πραγμάτων” στην περιοχή (που επαναβεβαιώνουν έτσι, μετά από μία περίοδο αμφιβολιών, την αποκλειστικότητα και κρισιμότητα του ρόλου τους αυτού) πιέζουν για την κλιμάκωση των εντάσεων και την απομόνωση του Ιράν. Αυτό έχει το ενδιαφέρον αποτέλεσμα να τραυματίζει τις διατλαντικές σχέσεις και να ενισχύει την ευρύτερη ροπή προς μια νέα εποχή προστατευτισμού.
Οι τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία) που συνυπέγραψαν τη συμφωνία του 2015 αντιτάχθηκαν στην απόσυρση των ΗΠΑ και προσπάθησαν να την αποτρέψουν. Ενδιαμέσως φλέρταραν με την ιδέα να διευκολύνουν τον Τραμπ και να στηρίξουν το γόητρό του, προτείνοντας μια νέα δέσμη κυρώσεων κατά του Ιράν για θέματα που δεν περιλάμβανε η συμφωνία του 2015, όπως το ιρανικό βαλλιστικό πρόγραμμα. Ωστόσο, η ιδέα αυτή, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα πετύχαινε τον τελικό στόχο της διάσωσης της αρχικής συμφωνίας, απλώς επέφερε διαίρεση στους κόλπους της Ε.Ε. και εγκαταλείφθηκε μετά τις αντιδράσεις της Ιταλίας και άλλων χωρών.
Από εδώ και στο εξής, η ευρωπαϊκή πλευρά κινδυνεύει να δεχθεί τα πυρά όλων των ενδιαφερομένων. Προς το παρόν, πάντως, δέχεται το “φλερτ” του Ιρανού προέδρου Χασάν Ροχανί, ο οποίος έχει δηλώσει ότι η χώρα του θα παραμείνει δεσμευμένη από τη συμφωνία του 2015, αν το ίδιο πράξουν οι Ευρωπαίοι.
Ωστόσο, οι αμερικανικές κυρώσεις δεν θα θίγουν μόνο την Ισλαμική Δημοκρατία, αλλά οποιονδήποτε τρίτο συναλλάσσεται με αυτήν. Ακόμη και αν οι πολιτικές ηγεσίες έχουν τη διάθεση να αγνοήσουν τις ΗΠΑ, οι αντίστοιχες επιχειρήσεις δεν μπορούν να παραβλέψουν τον αμερικανικό έλεγχο στο διεθνές σύστημα πληρωμών. Είναι συνεπώς μεγάλη η πρόκληση για την Ε.Ε. να αποδείξει, όπως δηλώνει η εκπρόσωπος της Κομισιόν, ότι έχει λάβει μέτρα για την προστασία των συμφερόντων της στο Ιράν.
Αντιστοίχως η Ρωσία και η Κίνα θα αισθανθούν την ανάγκη μεγαλύτερης ευρασιατικής συσπείρωσης. Ιδίως το Πεκίνο του χαμηλού γεωπολιτικού προφίλ και της “ειρηνικής ανάδυσης” θα νιώσει την ανάγκη μιας περισσότερο “ακτιβιστικής” παρουσίας. Είναι άλλωστε εύγλωττη η χρονική σύμπτωση των ανακοινώσεων Τραμπ με τη δεύτερη σε 40 ημέρες συνάντηση του Σι Τζινπινγκ με τον βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό που περιέγραψε στην ομιλία του ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι απλώς μια αλλαγή γραμμής στο ζήτημα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, αλλά ένα πρόγραμμα “αλλαγής καθεστώτος” στο Ιράν – και στο σημείο αυτό αντιλαμβανόμαστε πώς, πέρα από τις επιθυμίες των περιφερειακών πελατών, η συγκεκριμένη πολιτική αφορά αμιγώς αμερικανικά συμφέροντα.
Με βάση τη λογική Τραμπ, η Ουάσιγκτον πρέπει να πλήξει, όσο είναι καιρός, τα σχέδια ευρασιατικής ολοκλήρωσης που εκπονεί ο Σι Τζινπινγκ δια του “νέου δρόμου του μεταξιού” (του οποίου το Ιράν αποτελεί οργανικό τμήμα) και παράλληλα να αντιστρέψει την εξάπλωση της επιρροής ενός καθεστώτος εκτός του ελέγχου της, όπως η Ισλαμική Δημοκρατία. Το ότι αυτή η επιρροή αναπτύχθηκε στο κενό που δημιούργησαν προηγούμενες λαμπρές εμπνεύσεις όσων και σήμερα χαράσσουν την αμερικανική πολιτική, όπως η εισβολή στο Ιράκ, δεν δείχνει να λαμβάνεται υπόψη. Ούτε το γεγονός ότι το Ιράν είναι μια πολύ ισχυρότερη χώρα, εντός ενός ευνοϊκότερου ευρύτερου συσχετισμού που δεν δείχνει να διευκολύνει την επιστροφή στην προ του 2015 περίοδο.
*Πηγή: capital.gr