Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Όμως η γειτονική μας Τουρκία είναι μια δημοκρατία τραυματισμένη και ελλειμματική – ιδίως αφότου το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 διαδέχθηκε το επιτυχημένο και νομότυπο αντιπραξικόπημα του Ταγίπ Ερντογάν, υπό μορφήν χιλιάδων συλλήψεων και ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που διαρκεί μέχρι σήμερα.
Αύριο, στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται 17 μήνες νωρίτερα από την αρχικώς προγραμματισμένη ημερομηνία τους, ο Τούρκος πρόεδρος θα επιχειρήσει να ολοκληρώσει την επιχείρηση αγκίστρωσης στην εξουσία, με βάση το νέο προεδρικό πολίτευμα που εγκρίθηκε οριακά στο αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα του περσινού Απριλίου. Όμως, τα πλεονεκτήματά του, που ξεκινούν από την ύπαρξη μιας συμπαγούς και αφοσιωμένης “μαγιάς” ψηφοφόρων, περνούν από τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και την προβολή ενός συνεκτικού αφηγήματος “ισχυροποίησης της Τουρκίας” και καταλήγουν στην αδυναμία της αντιπολίτευσης να ενωθεί και να προβάλει μια πειστική εναλλακτική, μοιάζουν σταδιακά να εξαντλούνται.
Ζήτημα ζωής και θανάτου
Για τον ίδιο τον Ερντογάν, η παραμονή στην εξουσία αντιμετωπίζεται κυριολεκτικά ως ζήτημα ζωής και θανάτου. Ίσως γιατί τον καταδιώκει το φάντασμα του Αντνάν Μεντερές, πολιτικού προπομπού του από αρκετές απόψεις, ο οποίος κατέληξε στην αγχόνη το 1961. Ή, ενδεχομένως, διότι μόνο ο ίδιος γνωρίζει σε όλη τους την έκταση τα ανομήματα στα οποία εμπλέκεται η οικογένεια και ο στενός κύκλος συνεργατών του.
Η αντίληψη αυτή καθιστά τον Ερντογάν ανυποχώρητο μαχητή και άφταστο τακτικιστή. Όμως σε αυτή την προεκλογική καμπάνια δείχνει κατά κοινή ομολογία άτονος, ενώ ο “λαός” του δεν διέπεται από τον ενθουσιασμό άλλων αναμετρήσεων.
Οι δύο κρίσιμες καμπύλες
Στην πραγματικότητα, η πολιτική τύχη του Ταγίπ Ερντογάν καθορίζεται πάντοτε, όπως έχουν δείξει οι δημοσκόποι της γείτονος, από δύο καμπύλες. Η άνοδος της εθνικιστικής έξαρσης ή απλώς του φόβου για ζητήματα ασφαλείας ενισχύει τα ποσοστά του Τούρκου προέδρου και του κόμματός του, τα οποία, αντίθετα, πλήττει ευθέως ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών προβλημάτων.
Αυτό ακριβώς θα κρίνει και την αυριανή ετυμηγορία της κάλπης. Η υποχώρηση της λίρας κατά τουλάχιστον 20% εντός του έτους, η άνοδος του πληθωρισμού πάνω από το 12%, η αύξηση του κόστους δανεισμού, η υποβάθμιση του αξιόχρεου της Τουρκίας από τη Moody’s και την S&P, το επικίνδυνο άνοιγμα του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και η υποχώρηση της αγροτικής δραστηριότητας δημιουργούν ένα κλίμα που δεν βοηθά τους κυβερνώντες. Όταν ο μέσος Τούρκος αποταμιευτής σπεύδει να μετατρέψει τις λίρες του σε δολάρια, η επίκληση του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης της χώρας (7,4% το 2017) δεν αρκεί.
Από την άλλη μεριά, η απομάκρυνση (κατόπιν συμφωνίας με τη Ουάσινγκτον) των Κούρδων μαχητών του PYD από την πόλη Μάνμπιτζ της βόρειας Συρίας και η ανάπτυξη τουρκικών δυνάμεων οι οποίες πραγματοποιούν ταυτόχρονες, αλλά όχι κοινές, περιπολίες με τους Αμερικανούς πεζοναύτες στην περιοχή, δίνει στον Ερντογάν και την κυβέρνησή του την ευκαιρία να σαλπίσει άλλη μία “εθνική επιτυχία” και να κρατήσει προσηλωμένα τα βλέμματα των ψηφοφόρων στον “τρομοκρατικό κίνδυνο”. Έχει άλλωστε προηγηθεί παλαιότερα η κατάληψη του Αφρίν, ενώ παράλληλα αυτές τις ημέρες διεξάγεται επίσης τουρκική επιχείρηση στα όρη Καντίλ του βόρειου Ιράκ, όπου και το στρατιωτικό αρχηγείο του ΡΚΚ.
Η αμερικανική χειρονομία θα πρέπει ασφαλώς να αξιολογηθεί – σε συνδυασμό μάλιστα με το ότι προχθές πραγματοποιήθηκε κανονικά η τελετή υποδοχής Τούρκων πιλότων που θα εκπαιδευτούν στα υπό παράδοση μαχητικά F-35. Παρά την απαίτηση 44 γερουσιαστών να ακυρωθεί η παραγγελία λόγω του ρωσοτουρκικού φλερτ, η Ουάσινγκτον δεν κόβει τις “γέφυρες” με τον Ερντογάν, αναμένοντας πιθανότατα πιο ήρεμες μέρες μετά τις τουρκικές εκλογές.
Ρυθμιστής το HDP – Ταράζει τα ύδατα ο Μουχαρέμ Ιντζέ
Σε κάθε περίπτωση, το Κουρδικό είναι το ζήτημα που δεν θα πάψει να σημαδεύει την Τουρκία, όπως αποδεικνύει και η αυριανή αναμέτρηση της οποίας “ρυθμιστής” είναι αναμφίβολα το φιλοκουρδικό κόμμα HDP.
Η μάχη για τον Ερντογάν είναι διπλή: αφενός θα πρέπει στην προεδρική κάλπη να κατοχυρώσει την επανεκλογή του από τον πρώτο γύρο, καθώς το (όλο και πιο πιθανό) σενάριο διεξαγωγής δεύτερου γύρου τραυματίζει τον ίδιο πολιτικά. Αφετέρου στην κάλπη για την ανάδειξη νέας Εθνοσυνέλευσης, θα πρέπει να εξασφαλίσει την ανάδειξη μιας φίλιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι το HDP, παρά τις διώξεις και τον κίνδυνο νοθείας εις βάρος του (μάλιστα ο Ερντογάν αποτυπώθηκε σε βίντεο να δίνει σχετικές οδηγίες σε συνεργάτες του), θα καταφέρει να ξεπεράσει το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 10%, στερώντας από το κυβερνών κόμμα περίπου 60 έδρες που ήλπιζε σε αντίθετη περίπτωση να αποσπάσει στα νοτιοανατολικά. Το γεγονός αυτό καθιστά τελευταία το HDP αγαπημένη επιλογή φιλελευθέρων και αριστερών που θέλουν με την “τακτική ψήφο” τους να αποτρέψουν μια νέα αυτοδυναμία. Επιπλέον, η αξιοθαύμαστη καμπάνια που διεξάγει από το κελί της φυλακής ο υποψήφιος του HDP για την προεδρία, Σελαχατίν Ντεμίρτας, φέρνει συνολικά στο προσκήνιο το κόμμα του.
Το HDP είναι το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που κατεβαίνει στις εκλογές χωρίς να έχει ενταχθεί σε κάποιον από τους δύο μεγάλους εκλογικούς συνασπισμούς: αυτόν του κόμματος του Ερντογάν με τους εθνικιστές του Ντεβλέτ Μπαχτσελί ή αυτόν των κεμαλιστών του CHP με το νεότευκτο εθνικιστικό Καλό Κόμμα της πρώην υπουργού Μεράλ Άκσενερ και τους ισλαμιστές του Σααντέτ.
Μολονότι, δε, στην προεδρική κάλπη τα αντιπολιτευόμενα κόμματα προτείνουν διαφορετικούς υποψηφίους (λόγω της επιμονής της Άκσενερ να διεκδικήσει την εκλογή της) έχουν και εδώ σημειωθεί εκπλήξεις. Ο Μουχαρέμ Ιντζέ τον οποίο πρότεινε το CHP αποδεικνύεται μαχητικός υποψήφιος και έχει ταράξει τα ύδατα, υποσχόμενος να ενώσει το έθνος και να το επανασυμφιλιώσει με τη Δύση. Αν ο Ερντογάν “στραβοπατήσει”, αναμένεται να αναμετρηθεί μαζί του στον δεύτερο γύρο.
Όλοι, πάντως, οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης σφυροκοπούν τον Ερντογάν με κατηγορίες για σπατάλη, κακοδιοίκηση και διαφθορά των κυβερνήσεών του. Η δε Άκσενερ αναδεικνύει διαρκώς (αντιγράφοντας τρόπον τινά ομοϊδεάτες της άλλων χωρών) ένα θέμα που ενδέχεται να αποβεί καθοριστικό: την παρουσία 3,5 εκατ. Σύρων προσφύγων στα τουρκικά αστικά κέντρα. Η δυσφορία που έχει συσσωρευθεί επ’ αυτού φάνηκε και στο περσινό δημοψήφισμα, όπου το “Όχι” επικράτησε σε Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και άλλες 10 από τις 20 μεγαλύτερες πόλεις.