Η κυβέρνηση επαίρεται για τη μεγάλη αύξηση του τουριστικού ρεύματος στη χώρα και για την αύξηση των δισεκατομμυρίων του συναλλάγματος που αυτό αποφέρει.
Η κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια των μεγαλοξενοδόχων λένε τη μισή αλήθεια που είναι ευχάριστη και αποκρύπτουν την άλλη μισή και τις δυσάρεστες συνέπειες της.
Η άλλη μισή αλήθεια είναι ότι όσο αυξάνεται το τουριστικό ρεύμα προς τη χώρα, τόσο αναλογικά και συχνότατα απόλυτα, μειώνεται ο τζίρος και τα έσοδα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις τοπικές κοινωνίες που ασχολούνται με την τοπική εξω-ξενοδοχειακή αγορά και τόσο επιδεινώνεται η θέση των μισθωτών εργαζομένων στον τουρισμό.
Πολιτικοί κύκλοι με εμπειρία στον τουρισμό τόνιζαν ότι το παραπάνω φαινόμενο έχει πολλές αιτίες αλλά σε σημαντικό βαθμό οφείλεται και στο ότι γιγαντώνεται όλο και περισσότερο το σύστημα ”all inclusive”, που εφαρμόζουν κυρίως τα μεγάλα και πολύ μεγάλα ξενοδοχεία με φθηνό έως πάμφθηνο κόστος για την προσέλευση πελατείας.
Από το σύστημα αυτό κερδίζουν τα μεγάλα ξένα πρακτορεία, η Γερμανική Fraport, στην οποία χαρίσαμε τα αεροδρόμια μας και μια ολιγαρχία μεγάλων και πολύ μεγάλων ξενοδοχείων της χώρας, ενώ πλήττονται και συχνά αργοπεθαίνουν οι μικρομεσαίες εμπορικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν να επιβιώσουν από τον τουρισμό, όπως πλήττονται βάναυσα και οι εργαζόμενοι γενικώς και ειδικότερα οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία, οι οποίοι, μαζί με τους προμηθευτές των ξενοδοχειακών μονάδων, υφίστανται την μεγάλη πίεση στο όνομα της μείωσης των τιμών και του κόστους.
Το ”all inclusive” και οι διακοπές ”κλεισμένου και φτηνού κόστους” καταργούν, σχεδόν, τις τοπικές, εκτός ξενοδοχείων, αγορές, εξουθενώνοντας παράλληλα την τοπική παραγωγή και υποβαθμίζοντας γενικότερα τα προϊόντα της χώρας μας, τα οποία τίθενται περίπου εκτός ενδιαφέροντος από την τουριστική αγορά.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως μας τονίζουν ειδικοί και αμερόληπτα στελέχη της τουριστικής αγοράς, ότι από τα 14-15 δισ. ευρώ, που επισήμως καταγράφονται ως εισροή τουριστικού συναλλάγματος στην χώρα (χωρίς να υπολογίζεται η ”μαύρη” τουριστική αγορά), η μερίδα του λέοντος και μάλιστα ιδιαίτερα παχυλή, κατευθύνεται στις τσέπες μιας ολιγαρχίας μεγάλων και πολύ μεγάλων ξενοδοχείων και αλυσίδων, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό του τουριστικού συναλλάγματος ποτέ δεν εισέρχεται στην χώρα και παραμένει στο εξωτερικό.
Την ίδια ώρα ένας ευρύς κύκλος ξενοδοχειακών μονάδων, μεγάλων αλλά και μικρότερων, προσφέρει στις εκτός σεζόν περιόδους ”πακέτα” διανυκτέρευσης ή και ”συνολικών παροχών με ”σκοτωμένες”, κάτω του κόστους, τιμές”, με στόχο την προσέλκυση πελατείας.
Μιλάμε για διανυκτερεύσεις σε εξευτελιστικές τιμές που ξεκινάνε από 3,5 ευρώ την βραδιά σε τουριστικούς προορισμούς όπως η Ρόδος, η Κέρκυρα και η Κρήτη.
Αυτός ο εξευτελιστικά φθηνός τουρισμός των 3,5 ευρώ μπορεί προσωρινά να αποφέρει κάποιο όφελος αλλά στη συνέχεια ενδεχομένως να γίνεται ”ενοχλητικός” για τον υπόλοιπο τουρισμό και επομένως επιζήμιος.
Πολιτικοί κύκλοι και έμπειρα στελέχη στον τουρισμό υπογράμμιζαν ότι μπορεί η διεθνής συγκυρία και η κατάσταση στη Μεσόγειο και την περιοχή μας να ευνοεί προσωρινά την αύξηση του τουρισμού προς την Ελλάδα αλλά το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αποκρύψει ότι όλο το μοντέλο τουριστικής πολιτικής της χώρας μας είναι αναποτελεσματικό, δεν διαθέτει ισχυρές βάσεις και κυρίως ορίζοντα ,ενώ τα οφέλη του δεν διαχέονται στις τοπικές κοινωνίες και στην χώρα και δεν συνδυάζονται με την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγικής βάσης.
Τα ίδια στελέχη τόνιζαν ότι στην Ελλάδα αναπτύσσεται ταχύτατα γύρω από τον τουρισμό μια νέα ολιγαρχία μεγαλοξενοδόχων και μεσαζόντων, η οποία, κάτω από την σκέπη ισχυρών πολυεθνικών συμφερόντων , επωφελείται του τουριστικού ρεύματος προς την χώρα, πάνω στην πλάτη μιας θάλασσας μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων και εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, που από κοινού, εργαζόμενοι και μικρές επιχειρήσεις, που αναπνέουν με καλάμι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και με τους περισσότερους δίχως μέλλον.
Η Ελλάδα, έλεγαν τα ίδια στελέχη, αν εφάρμοζε μια νέα ριζοσπαστική τουριστική πολιτική, στο πλαίσιο μιας νέας πορείας ανασυγκρότησης της χώρας, θα μπορούσε να καταστήσει τον τουρισμό ατμομηχανή για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας και για την συνολικότερη ανάπτυξη της, με στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την άνθιση της περιφέρειας και την πλήρη, σχεδόν, απασχόληση.
Η μετάβαση, ιδιαίτερα, στο εθνικό νόμισμα, με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, θα έδινε μια τεράστια ώθηση στον τουρισμό και την δίκαιη κατανομή των ωφελειών του.
Ειδικότερα, μια πολιτική δραστικού περιορισμού του ”all inclusive” και στόχευσης σε τουρίστες που αναζητούν μια προσιτή μεν διαμονή αλλά με στοιχειώδη ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Μια πολιτική, επίσης, προώθησης νέου οικολογικού προτύπου και ελέγχου των κεφαλαίων που προέρχονται από τον τουρισμό, μαζί με την ανάπτυξη μιας πολυδιάστατης διεθνούς τουριστικής στρατηγικής, που να μην περιορίζεται μόνο σε έναν στενό κύκλο χωρών της ΕΕ, θα σηματοδοτούσε μια νέα αφετηρία τουριστικής ανάπτυξης και διεξόδου από την κρίση.
Ν.Ζ
Ο τουρισμός δεν είναι αριθμοί επισκεπτών. Αλλά και να ήταν η συζήτηση θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αν εκτός από αριθμούς είχαμε και άλλες πληροφορίες: ποιος μετρά, τί μετρά, πώς το μετρά. Τί χρήματα δαπανούν και που κατευθύνονται. Για παράδειγμα, αν κάποιος δαπανήσει 1000 € για τις διακοπές του, απ’ αυτό το ποσόν ένα σημαντικό μέρος δεν “μπαίνει” ποτέ στην Ελλάδα. Μένει στις αεροπορικές εταιρείες, στους πράκτορες (που κλείνουν τα ξενοδοχεία είτε είναι all inclusive, είτε όχι). Το all inclusive είναι ένα σημαντικό ποσοστό (κάποιοι το υπολογίζουν στο 15-20%). Ομως το πραγματικό πρόβλημα που έχει ο τουρισμός βρίσκεται σε άλλες, ποιοτικές παραμέτρους. Ενδεικτικά: (α) μικρή διάρκεια σεζον (περίπου 4 μήνες), (β) υψηλή συγκέντρωση -κορεσμός σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, (γ) μεγάλη επιρροή των ξένων ομίλων που κάθε χρόνο δημιουργούν περιοχές “μόδας” συμπιέζοντας άλλες, ελέγχοντας ουσιαστικά την προσφορά/ζήτηση (δ) οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες έχουν περάσει σε ξένες εταιρείες ή έχουν σοβαρά προβλήματα από δάνεια και έλλειψη χρηματοδότησης, (ε) μαύρη εργασία σε διάφορες εκδοχές (αδήλωτο προσωπικό έλληνες ή αλλοδαποί, διευρυμένα ωράρια, απλήρωτη μαθητεία – “πρακτική άσκηση”, απλήρωτη οικογενειακή εργασία κλπ).
Σημαντικό επίδραση ασκεί το ελληνικό μοντέλο που δεν έχει ξεφύγει από το ήλιος – θάλασσα – ουζο και χωριάτικη και στο βάθος αρχαιότητες. Επίσης, η ιδιωτικοποίηση των αεροδρομίων και των λιμανιών ανακατευθύνει τα έσοδα κυρίως προς τις εταιρείες αυτές. Ο εγχώριος τουρισμός έχει υποστεί τεράστια μείωση (όπως κι αν μετρηθεί) εξαιτίας της μνημονιακής λιτότητας (λιγότερα χρήματα – λιγότερες μέρες – επιστροφή στο “σπίτι στο χωριό” – περιορισμός στην κατανάλωση).
Ετσι οι αριμοί ευημερούν (αν τους πιστέψουμε) όμως … η αλήθεια βρίσκεται αλλού.
Ενα διαφορετικό τουριστικό υπόδειγμα πέραν των αλλων θα όφειλε να αναζητήσει ωφέλη από τις παράπλευρες δραστηριότητες κι όχι μόνο “απ’ το ξενοδοχείο”. Επιγραμματικά: προμήθεια ελληνικών προϊόντων για τη σίτιση (άρα ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής), ενίσχυση των δημόσιων εσωτερικών μεταφορών σε συνδυασμό με δημόσιο αεροπορικό μεταφορέα, διεύρυνση της τουριστικής περιόδου π.χ. ιαματικός / ιατρικός τουρισμός, χειμερινός τουρισμός, πολιτιστικός τουρισμός, έλεγχος και περιορισμός του μαζικού τουρισμού τύπου “Λαγανά”, πλήρης αναπροσανατολισμός της κρουαζιέρας κλπ.
320 χιλ ατομα εμπλέκονται συνολικά στον τουρισμό, και με διάφορους έμμεσους τρόπους μπορεί και οι διπλάσιοι (μεταξύ των οποίων και ξένοι μη καταγραφόμενοι).
Τα παντοδύναμα πλέον τουρ οπερεϊτορς αποδίδουν μέρος του τιμήματος που καταβάλλουν οι επισκέπτες στα ξενοδοχεία.
Το μικρό ξενοδοχείο δεν έχει δικαίωμα “ανακατεύθυνσης” πώλησης προσθέτων υπηρεσιών, αφού όλα είναι φερμέ.
Πριν το 90, καίτοι είχαμε λιγώτερες επισκέψεις, το εσωτερικό έσοδο (κρατικό και ιδιωτικό) ήταν 2 με 3 φορές μεγαλύτερο (πάντα mutatis mutandis).
Στα πολυάστερα ξενοδοχεία η διατροφική κάλυψη απο το εσωτερικό καλύπτεται μόνο κατά 10%… και το μοντέλο, όπως αναφέρει το άρθρο για τους “σιδηροδέσμιους” τουρίστες, διαρκώς επεκτείνεται.
Ο τουρισμός με τα κομπλέ βανάκια (που μόνο κόστος βενζίνης πληρώνουν… και αυτό πάει στο κάλπικο δημόσιο χρέος) έχει πάρει διαστάσεις.
Όπως πηγαίνει το πράγμα, και με τόσο συνάλλαγμα να μη μένει στην χώρα, διερωτάται ο κάθε καλόπιστος εάν ο εχθρός μιας αποδοτικής οικονομίας, σε έναν τομέα μοναδικού συγκριτικού πλεονεκτήματος, είναι πχ τα τύπου ΞΕΝΙΑ ξενοδοχεία καθώς και οι συναφείς δημόσιες στο θέμα δραστηριότητες, ή το να γίνεται οργασμός μεν, αλλά με τις κερκόπορτες ορθάνοικτες.
Εδώ συνυπολογίζονται η κατάργηση του καμποτάζ που ενίσχυε αρκετούς εγχώριους εργαζόμενους, το ανοιγμα της μεγαλοκρουαζιέρας που αφαιρεί -σε ένα πακέτο ολίγων ωρών κατανάλωσης μιας κόλα και ενός αρχαιολογικού εισιτηρίου… αλλα με ελλιμενικά ξένων πλέον συμφερόντων, το αυτό δε και με την αεροπλοϊα – δυνάμει μελλοντικούς τουρίστες που θα απέδιδαν στην εγχώρια οικονομία υπερπολλαπλάσια, και πολλά άλλα..
Το ερώτημα δε αφορά μόνον το τουριστικό προϊόν, όπως καταντούν τα πράγματα.
Διότι το διακύβευμα, πρώτιστα και δια ροπάλου, είναι πόσο συνάλλαγμα μένει στην χώρα (εθνικό προιόν), και όχι πόσο κατασκευάζεται εδώ (με όλες τις παράπλευρες απώλειες και επεμβάσεις) ως εγχώριο για να διαρρεύσει έξω.
Τέτοια “ιδιωτική” οικονομία να λείπει.