Περισσότερο καθυστερημένη από όσο έπρεπε, λιγότερο συγκεκριμένη από όσο έπρεπε και, κυρίως, αμετανόητα τεχνοκρατική, αντί για πολιτική. Η απάντηση του Εμανουέλ Μακρόν στο κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”, το οποίο συνταράζει την προεδρία του, δεν συνάρπασε τους Γάλλους πολίτες, με αποτέλεσμα το κλίμα να παραμένει βεβαρυμένο.
Μιλώντας την Τρίτη στο εθνικό συμβούλιο για την κλιματική μεταβολή, ο Γάλλος πρόεδρος επέλεξε να παρουσιάσει μια νέα ενεργειακή πολιτική, που όμως είναι λιγότερο φιλόδοξη από αυτήν, λ.χ., του προκατόχου του, Φρανσουά Ολάντ, αλλά ούτε ικανοποιεί το αίτημα των “κίτρινων γιλέκων” για κατάργηση του “πράσινου φόρου” στα καύσιμα, ο οποίος αποτέλεσε και τον πυροδότη της οργής τους.
Δημοσκοπική καταβύθιση
Με βάση τις εξαγγελίες Μακρόν, η εφαρμογή του νέου φόρου μετατίθεται για την πρώτη του νέου έτους, ενώ το ύψος του θα συνδέεται αντιστρόφως προς την τιμή του αργού στις διεθνείς αγορές και θα αναθεωρείται ανά τρίμηνο, με βάση και τον διάλογο που θα αναπτύσσεται σε εθνική επιτροπή που συγκροτείται για τον σκοπό αυτό. Παράλληλα, οι γαλλικές περιφέρειες αναλαμβάνουν να επεξεργαστούν μέτρα (προς το παρόν μη προσδιοριζόμενα) για την ανακούφιση του κόστους ζωής, ενώ η κεντρική διοίκηση θέτει τον στόχο μείωσης της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης κατά τουλάχιστον 1%. Στο καθαυτό ενεργειακό πεδίο, ο ένοικος των Ηλυσίων δεσμεύτηκε για μείωση της εξάρτησης από την πυρηνική ενέργεια στο 50% μέχρι το 2035 (έναντι 80% σήμερα), με κλείσιμο 58 πυρηνικών αντιδραστήρων, καθώς και για τριπλασιασμό των ανεμογεννητριών, πενταπλασιασμό της έκτασης των φωτοβολταϊκών και προώθηση σε συνεργασία με τη Γερμανία της ανάπτυξης μπαταριών ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ανταγωνιστικών προς τις ασιατικές.
Όλα αυτά, όμως, έρχονται μάλλον αργά, όταν η δημοτικότητα του προέδρου έχει ήδη βυθιστεί στο 26% και οι Γάλλοι επιδοκιμάζουν σε ποσοστό άνω του 70% το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”, που επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί από κυβερνητικούς ιθύνοντες και μέσα ενημέρωσης ως ξέσπασμα βίας και ανομίας, με ακροδεξιές πινελιές στην συνθηματολογία του.
Χωρίς “σχέδιο Β”
Στην πραγματικότητα, η πορεία του Μακρόν αφότου συμπλήρωσε τον έναν χρόνο στην εξουσία είναι διαρκώς καθοδική, καθώς ένα προς ένα τα κοινωνικά στρώματα που είχαν γοητευθεί από την εμφάνισή του στα πράγματα δείχνουν να τον εγκαταλείπουν. Η αρχή έγινε από τους ψηφοφόρους που τοποθετούνται αριστερά του Κέντρου, καθώς οι φοροαπαλλαγές προς τις επιχειρήσεις και η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας κατέστησαν στα μάτια τους τον Μακρόν, ελλείψει άλλων εξισορροπητικών κινήσεων, ως έναν “πρόεδρο της Δεξιάς”. Η συνέχεια, όμως, έμελλε να δοθεί με τα μικροαστικά στρώματα και την “περιφερειακή Γαλλία“, που πλέον αντιμετωπίζουν τον ένοικο των Ηλυσίων ως έναν αλαζόνα προνομιούχο, τον οποίο παραβάλλουν στις διαδηλώσεις των “κίτρινων γιλέκων” με τη Μαρία Αντουανέτα.
Το τραύμα στο προεδρικό γόητρο από την “υπόθεση Μπεναλά” (την εμπλοκή του υπευθύνου ασφαλείας του προέδρου σε ξυλοδαρμό διαδηλωτών) και την παραίτηση των υπουργών Περιβάλλοντος και Εσωτερικών, συνοδευόμενη μάλιστα στην πρώτη περίπτωση από καταγγελίες ότι η κυβερνητική πολιτική γράφεται από τα λόμπι, δημιούργησε τη μοιραία ρωγμή.
Και το κυριότερο: η μετεωρική άνοδος του Μακρόν στην εξουσία συντελέστηκε χάρη στη συντριβή των δύο μεγαλύτερων παραδοσιακών κομμάτων. Τυχόν αποτυχία του αφήνει το πολιτικό σύστημα χωρίς κανένα “σχέδιο Β”.
Στον δρόμο της Ιταλίας;
Δεν είναι τυχαίο (αντιθέτως, αποτυπώνει την ειρωνεία της Ιστορίας) ότι απέναντι στο “υπερβατικό”, πέραν της διαίρεσης Αριστεράς και Δεξιάς, εγχείρημα του Μακρόν η αντίδραση προήλθε από ένα ακατάταχτο, εξίσου “υπερβατικό”, λαϊκιστικό κίνημα βάσης, το οποίο αιφνιδίασε και τα συνδικάτα.
Από αριθμητικής απόψεως, οι 106.000 διαδηλωτές του περασμένου Σαββατοκύριακου υπολείπονται κατά πολύ των 290.000 μία εβδομάδα νωρίτερα. Όμως οι πρακτικές τους γίνονται πιο ριζοσπαστικές, ενώ προετοιμάζεται τρίτος γύρος κινητοποίησης για σήμερα. Παράλληλα, αμβλύνονται οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην επαρχιακή και τη μητροπολιτική Γαλλία, τους συνδικαλισμένους και τους απολιτίκ, τους γηγενείς και τους μετανάστες. Το γεγονός ότι μπορεί να βρέθηκαν μαζί στους δρόμους ψηφοφόροι της Μαρίν Λεπέν και του αριστερού Μελανσόν οδηγεί κάποιους να αναρωτιούνται αν η Γαλλία ακολουθεί τον δρόμο της Ιταλίας.
Οι επιπτώσεις στη διεθνή σκηνή
Η αναταραχή στο εσωτερικό της Γαλλίας αποδυναμώνει τον Εμανουέλ Μακρόν και στο διεθνές πεδίο, στο οποίο φιλοδοξούσε να αφήσει το στίγμα του. Ήδη η σχέση του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ έχει εξελιχθεί στο αντίθετο της προνομιακής συνεννόησης που φαινόταν να έχει προκύψει προς στιγμήν – και, φυσικά, ο ένοικος του Λευκού Οίκου δεν χάνει πια την ευκαιρία, όταν καταφέρεται εναντίον του Γάλλου ομολόγου του στο Twitter, να αναφερθεί χαιρέκακα και στα “κίτρινα γιλέκα”. Ο ρόλος “αντι-Τραμπ”, που διεκδικεί ο Μακρόν, με τις προτάσεις του περί ευρωστρατού και με την πολεμική του στον εθνολαϊκισμό εν όψει ευρωεκλογών, φαντάζει λιγότερο πειστικός στο φόντο της αποδοκιμασίας των συμπατριωτών του.
Οι ευρωπαϊκές ισορροπίες
Ακόμα πιο περίπλοκη καθίσταται η σχέση με τη Γερμανία, η οποία και αποτελεί εν μέρει την αιτία των τωρινών δεινών του Μακρόν, καθώς οι γαλλικές προτάσεις για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχουν μείνει χωρίς ουσιαστική ανταπόκριση, με αποτέλεσμα η επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από πλευράς Παρισιού να μην μπορεί να αντισταθμιστεί με περισσότερο αναπτυξιακές κινήσεις. Είναι για αυτό τον λόγο που η Γαλλία κινείται ώστε να “δοθεί χρόνος” στην ιταλική κυβέρνηση, ώστε η σύγκρουση της τελευταίας με τις Βρυξέλλες να μην εκτροχιάσει την Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, όπου ελπίζεται να αποφασιστούν, με τη στήριξη και της Ρώμης, κάποια βήματα μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης.
Στο ίδιο φόντο, μεγαλώνει ο εκνευρισμός των Γάλλων ιθυνόντων έναντι των Ολλανδών, οι οποίοι, ηγούμενοι της άτυπης “χανσεατικής ομάδας” δέκα βόρειων κρατών-μελών, έχουν αναδειχθεί, υπερακοντίζοντας και τους Γερμανούς, σε κύριους αντιπάλους κάθε σκέψης “αμοιβαιοποίησης του ρίσκου” και δημοσιονομικών μεταβιβάσεων.
*Πηγή: Capital.gr