Aναμένονται σήμερα νέα εκλογικά πένθη.
[To ακόλουθο άρθρο φωτίζει την σημασία των σημερινών εκλογών στο γερμανικό κρατίδιο της ΄Εσσης, όπου αναμένεται -σε συνέχεια εκείνων της Βαυαρίας- νέα καταδίκη του κυβερνώντος συνασπισμού, ενίσχυση της δύναμης της αντιπολίτευσης και είσοδος του «λαϊκιστικού» (σημ. Iskra: ακροδεξιού) AfD στην Βουλή της ΄Εσσης, την μόνη στην οποία δεν εκπροσωπείτο μέχρι σήμερα. Το αποτέλεσμα αναμένεται να σφραγίσει το τέλος της βασιλείας της Μέρκελ και της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη.]
Μετά τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου φάνηκε ξεκάθαρα ότι το κάποτε σταθερό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας έχει μπει σε κίνδυνο. Πιο σημαντικά, η κατάρρευση της βάσης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος εσήμαινε πως η Γερμανία –μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη – βάδιζε προς μια νέα εποχή παράλυσης και αστάθειας.
Η υπαρξιακή κρίση των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών (SPD) δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται σαν μια κοινή κομματική κρίση. Το κόμμα απέσπασε μόλις το 9,7% των ψήφων στις περιφερειακές εκλογές της Βαυαρίας αυτόν τον μήνα και βρίσκεται πίσω, τόσο από το κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), όσο και από τους Πράσινους στις εθνικές δημοσκοπήσεις. Με μιαν άλλη σημαντική περιφερειακή εκλογή να επίκειται στην Έσση, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το SPD θα υποστεί μεγαλύτερες απώλειες, αν και όχι τόσο δραματικές όσο στην Βαυαρία.
Οι Σοσιαλδημοκράτες και η Χριστιανο-Δημοκρατική Ένωση/ Χριστιανο-Κοινωνική Ένωση (CDU/CSU) στάθηκαν ως δυο στύλοι της γερμανικής πολιτικής από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά με την καθίζηση του SPD, η Γερμανία μετατρέπεται από ένα ντε φάκτο δικομματικό, σε πολυκομματικό πολιτικό σύστημα, στο οποίο κανένα κόμμα δεν έχει τον αποφασιστικό λόγο.
Η γερμανική μεταπολεμική συναίνεση καταρρέει σε κρίσιμα κεφάλαια– Ιστορία (στάσεις απέναντι στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο), γεωπολιτική (στάσεις απέναντι στην Ρωσία), οικονομία ( στάσεις απέναντι στην βιομηχανία αυτοκινήτου) και ηθικά διλήμματα (στάσεις απέναντι στο προσφυγικό) και αυτό αντανακλάται στον κατατεμαχισμό της πολιτικής σκηνής. Οι Γερμανοί ψηφοφόροι απέρριψαν τον καθιερωμένο « μεγάλο συνασπισμό» CDU/CSU- SPD. Και ενώ μικρότερα κόμματα λειτουργούσαν κάποτε ως απλά συμπληρώματα είτε του SPD είτε του CDU/CSU, οι κομπάρσοι επισκιάζουν τώρα τους πρώην αστέρες.
Επιπλέον το κάποτε «Κόκκινο Μόναχο» έχει γίνει πράσινο τώρα. Πόλεις που άλλοτε ήταν καθιερωμένα σοσιαλδημοκρατικά οχυρά, περνούν τώρα στους πράσινους και σε άλλα μικρότερα κόμματα. Ακόμη χειρότερο για το SPD, το δημογραφικό προφίλ του πυρήνα των οπαδών του αναγγέλλει μιαν καταδίκη σε θάνατο. Μόνο το 8% των ψηφοφόρων του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είναι νεότεροι των 30 ετών και ένα ανερχόμενο 54% είναι άνω των 60. Αντίθετα, μόλις το 24% των πρασίνων είναι άνω των 60. Και στο μεταξύ, το αριστερό Die Linke εξελίσσεται σε αυξανόμενα ελκυστικό πόλο τόσο για τους νεώτερους αριστεριστές όσο και για τους ηλικιωμένους μετά-κομμουνιστές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Όπως το δικομματικό σύστημα εξασφάλιζε σταθερότητα και προβλεψιμότητα, έτσι και η κατάρρευσή του μπορεί να συμβάλει σε ριζική κοινωνική αλλαγή. Εξ ορισμού, η πτώση του κατεστημένου καθεστώτος συνεπιφέρει την άνοδο του αντί-κατεστημένου, συχνά υπό την μορφή του «λαϊκισμού». Από το 2005, το SPD συμμετείχε ως εταίρος μειοψηφίας σε τρείς κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού». Σε αποτέλεσμα έφθασε να ταυτίζεται με την καθεστηκυία τάξη, μολονότι δεν κατάφερε να διεκδικήσει αναγνώριση για τις επιτυχίες των προηγουμένων κυβερνήσεων.
Κάτι παρόμοιο συνέβη στην Αυστρία, όπου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κυβερνούσε, είτε μόνο, είτε μαζί με το Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα, από το 1971 έως το 1999 (εκτός από το 1993-1996). Τέτοιες μακρές περίοδοι διακυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού επέτρεψαν στο δεξιό Κόμμα της Ελευθερίας να προβληθεί ως φορέας της αλλαγής.
Όταν ένας μεγάλος συνασπισμός απειλείται, τα μέλη του πανικοβάλλονται. Αυτοί που μένουν προσηλωμένοι στην κομματική γραμμή χάνουν την λαϊκή υποστήριξη, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. ΄Αλλοι επιχειρούν να οικειοποιηθούν την λαϊκιστική γλώσσα, όπως ο ηγέτης του CSU Χορστ Ζεεχόφερ κατά τους τελευταίους μήνες. ΄Αλλοι πάλι προσπαθούν να συνδεθούν με διαφορετικές πολιτικές θέσεις, όπως ο Αλεξάντερ Ντομπρίντ του CSU, που υποσχόταν μιαν «συντηρητική επανάσταση», ενώ ο Μάρτιν Σουλτς, ο βραχύβιος ηγέτης του SPD (πρώην πρόεδρος της Ευρωβουλής) επαγγελόταν τη Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.
Σε κάθε περίπτωση, όταν όλα τα συνιστώντα μέλη ενός συνασπισμού αρχίζουν να κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις, το σύστημα σύντομα διαλύεται. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως μολονότι τα SPD και CDU χάνουν ψηφοφόρους, οι ιδέες τους μένουν δημοφιλείς. Το πρόβλημά τους έγκειται όχι στην έλλειψη ιδεών αλλά στην απώλεια της πολιτικής αξιοπιστίας τους.
Αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας δημιούργησε ένα κενό που προσφέρεται σε κάλυψη από άλλα κόμματα. Έτσι οι Πράσινοι πραγματοποίησαν κέρδη στην Βαυαρία υποστηρίζοντας μια πολιτική ανοχής στο προσφυγικό, πολιτική που ακολουθούσε το CDU/CSU. Αντίστοιχα, το AfD αφαίρεσε τον τίτλο πολέμιου της εισβολής μεταναστών από το CSU του Ζεεχόφερ, ο οποίος είχε προχωρήσει τόσο μακριά ώστε να υπονομεύει εκ των έσω την κυβέρνηση Μέρκελ, της οποία ήταν υπουργός των Εσωτερικών. Το κοινό νήμα που συνδέει όλα τα κόμματα που πέτυχαν καλά αποτελέσματα στις εκλογές της Βαυαρίας είναι ότι έχουν ηγέτες οι οποίοι είναι τουλάχιστον συνεπείς με όσα επαγγέλλονται.
Δυστυχώς για την Γερμανία το πολυκομματικό σύστημα είναι γενικά ασταθές και λιγότερο προβλέψιμο. Γεγονός που εξηγεί γιατί κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα πάντοτε αγωνίζεται για να συγκροτήσει έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο παράξενων συνοικεσίων, ακόμη και συνασπισμών άκρας δεξιάς και άκρας αριστεράς, όπως είδαμε στην Ελλάδα (!),στην Ιταλία και στην Σλοβακία.
Η καλύτερη ελπίδα της Γερμανίας είναι τώρα ότι το υπό γένεση πολυκομματικό σύστημα θα ανακόψει την άνοδο του AfD, αναιρώντας την «αντισυστημική» ελκυστικότητά του. Μια άλλη αποζημίωση του πολυκομματικού συστήματος είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της συμμετοχής του κοινού στο πολιτικό γίγνεσθαι. Στην περίπτωση της Βαυαρίας η συμμετοχή στις εκλογές αυξήθηκε στο 72,4% από το 63,6% προ πενταετίας.
Όσο για το μέλλον, η Γερμανία μπορεί τώρα να καταλήξει με εναλλασσόμενες κυβερνήσεις συνασπισμού πολλών κομμάτων. Για παράδειγμα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς έναν συνασπισμό CDU/CSU, Ελευθέρων Δημοκρατών και Πρασίνων. Αλλά ένα τέτοιο σενάριο θα οδηγούσε πιθανότατα σε πολιτική παράλυση, επειδή πολιτικοί από ανταγωνιστικά κόμματα εντός του συνασπισμού θα υπονόμευαν συνεχώς ο ένας τον άλλο, στο κυνήγι της δημοτικότητας. Επιπλέον ο ρόλος του Καγκελαρίου –παραδοσιακά πολύ σημαντικός στην Γερμανία- θα είναι πάντοτε ασθενέστερος σε μιαν ετερογενή κυβέρνηση.
Το πιθανότερο είναι ότι η πτώση της δυαρχίας CDU/CSU- SPD θα υποσκάψει την γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη, ακόμη και αν καμιά άλλη χώρα δεν μπορέσει να αντικαταστήσει την Γερμανία σε αυτόν τον ρόλο. Ταυτόχρονα, η εξασθένιση του SPD θα μειώσει την σοσιαλιστική παράταξη στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου θα προκύπτει μια παρόμοια έκλειψη της δικομματικής κυριαρχίας. Όμως, χωρίς τους δίδυμους κίονες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το Ευρωκοινοβούλιο θα καταστεί ανίκανο να παίρνει έστω και ασήμαντες αποφάσεις. Και όπως πάει η Γερμανία και το SPD, έτσι πάει και η Ευρώπη.
*Πηγή: Slawomir Sierakowski, Zero Hedge, 24-10-2018. Παρουσίαση: Μιχαήλ Στυλιανού.