Το μέλλον της λαϊκής εξουσίας στην Κούβα

1932
συμφωνία

Εκατό χρόνια μετά την οχτωβριανή επανάσταση και 27 από την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Α. Ευρώπη, η επανάσταση στην Κούβα εξακολουθεί την πορεία της, παρά τις όποιες αναπόφευκτες δυσκολίες και λάθη. Το γεγονός αυτό από μόνο του είναι σχετικά παράδοξο καθώς πρόκειται για μια μικρή σε έκταση και σε πληθυσμό χώρα, με όχι ιδιαίτερα αναπτυγμένες τις παραγωγικές δυνάμεις, αφού εμφανή είναι ακόμη τα σημάδια της αποικιοκρατίας και της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης που την καταδίκασαν να ανήκει στις τριτοκοσμικές χώρες.
Ωστόσο, η επανάσταση στην Κούβα αντέχει. Άντεξε τις ποικίλες (στρατιωτικές, οικονομικές, διπλωματικές) πιέσεις των ΗΠΑ. Αναμφισβήτητα, το καθοριστικό στοιχείο για την αντοχή αυτή ήταν το γεγονός ότι, παρά τις υπαρκτές αδυναμίες, υπήρχε ενότητα λαού και πολιτικής ηγεσίας. Οι εργαζόμενοι αισθάνονταν ότι η κρατική εξουσία ήταν δική τους, ότι οι ηγέτες τους ήταν επιλεγμένοι από αυτούς και δεν ξεχώριζαν από αυτούς. Γι’ αυτό, ακόμη και στις πιο δύσκολες οικονομικές καταστάσεις στις αρχές – μέσα της δεκαετίας του 1990 όταν οι ελλείψεις ήταν πολύ μεγάλες, ο λαός παρέμεινε ενωμένος και διατήρησε την επαναστατική εξουσία του σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Οι φωνές επιστροφής στον καπιταλισμό ήταν μειοψηφικές έως περιθωριακές.
Το επαναστατικό καθεστώς αντέχει ακόμη και σήμερα στις δύσκολες συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Τη στιγμή που η καπιταλιστική οικονομία κλονίζεται από την κρίση και που οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εντείνονται τρέφοντας όλο και περισσότερο πολέμους αναδιανομής των σφαιρών επιρροής, η Κούβα μόνη, χωρίς άλλα σοσιαλιστικά κράτη στο πλάι της αγωνίζεται να διατηρήσει την επανάσταση και να βελτιώνει με τις δικές της δυνάμεις τη ζωή του λαού. Η καπιταλιστική κρίση επηρεάζει και την Κούβα εφόσον η χώρα βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς καπιταλιστικού εμπορίου. Ειδικά επηρεάζεται η οικονομία της από τον τουρισμό.
Διαθέτει βέβαια κάποιους συμμάχους, όπως οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Βενεζουέλας ή άλλων κρατών της Λ. Αμερικής. Αναζητά επίσης και βρίσκει οικονομικούς εταίρους, όπως για παράδειγμα η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Αυτό όμως δεν αλλάζει τη στρατηγική κατάσταση απομόνωσης στην οποία βρίσκεται.
Στις συνθήκες αυτές η Κούβα είναι αναγκασμένη να προβεί σε μια σειρά παραχωρήσεις στις καπιταλιστικές σχέσεις[1]. Εφαρμόζει μια οικονομική πολιτική τύπου ΝΕΠ. Η επαναστατική κυβέρνηση των μπολσεβίκων και ο Λένιν είχαν εφαρμόσει ένα παρόμοιο οικονομικό πρόγραμμα περιορισμένων παραχωρήσεων στον καπιταλισμό εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της Ρωσίας (μαζί με φεουδαρχικά κατάλοιπα, διεσπαρμένη μικροϊδιοκτησία) και των καταστροφών από τους πολέμους που αποδυνάμωσαν παραπέρα την οικονομική βάση της χώρας[2].
Στην Κούβα τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που αναγκάζουν σε αυτή την περιορισμένη αναδίπλωση: α.η καπιταλιστική απομόνωση μιας μικρής σοσιαλιστικής, νησιωτικής νησίδας και μάλιστα χώρας με τη βαριά κληρονομιά της τριτοκοσμικής υπανάπτυξης εξαιτίας της αποικιοκρατίας, β.ο αποκλεισμός των ΗΠΑ που εξακολουθεί να υφίσταται και γ.η επίδραση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Η υποχώρηση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 όταν η χώρα έχασε όχι μόνο τα πολιτικά της στηρίγματα στον κόσμο αλλά και τους οικονομικούς της εταίρους. Τότε έγιναν κάποια πρώτα βήματα στην κατεύθυνση αυτή που καταγράφηκαν και Συνταγματικά. Τα βήματα απέδωσαν καρπούς. Μετά την κατακρήμνιση που σημειώθηκε το 1990, η οικονομική κατάσταση της χώρας και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων αρχικά σταθεροποιήθηκε και στη συνέχεια βελτιώθηκε. Στο προηγούμενο 6ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας αποφασίστηκε να γίνουν περαιτέρω αλλαγές στην κατεύθυνση αυτή καθώς εκτιμήθηκε ότι τα δομικά προβλήματα παραμένουν.
Η υποχώρηση αυτή δεν αμφισβητεί καταρχήν το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της οικονομίας[3]. Αποτελεί αναμφίβολα μια ελεγχόμενη, περιορισμένη αλλά πάντως μια στρατηγική υποχώρηση. Παραχωρεί έδαφος στις καπιταλιστικές σχέσεις προκειμένου να βοηθηθεί η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αφού αυτό στην παρούσα συγκυρία είναι αδύνατο να επιτευχθεί μόνο με τις προσπάθειες του σοσιαλιστικού τομέα της οικονομίας. Η άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του λαού, να δώσει την απαραίτητη οικονομική βάση για την μελλοντική ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας εν αναμονή επαναστατικών εξελίξεων σε άλλα μέρη του κόσμου ώστε να σπάσει ο καπιταλιστικός κλοιός.
Βέβαια, μια τέτοια πολιτική εγκυμονεί κινδύνους για το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα αλλά και για τον χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας στην Κούβα. Ο Λένιν αντιμετώπισε το ζήτημα σε μάλλον ευνοϊκότερες συνθήκες καθώς η Σοβιετική Ένωση του 1922 ήταν σε καπιταλιστικό κλοιό και καθυστερημένη παραγωγικά αλλά είχε το πλεονέκτημα της μεγάλης έκτασης, του μεγάλου πληθυσμού και ιδίως των μεγάλων πλουτοπαραγωγικών πηγών και δυνατοτήτων. Τις συνθήκες όμως δεν τις διαλέγει κανείς. Είναι δεδομένες και μέσα σε αυτές πρέπει να χαράξει πολιτική.
Σημείωνε πάντως ο Λένιν ότι οι παραχωρήσεις στον καπιταλισμό παραμένουν μια ιστορικά προσωρινή παρένθεση αρκεί α. να κρατήσει το εργατικό κράτος τα περισσότερα μέσα παραγωγής και β. να παραμείνει η εξουσία στα χέρια της εργατικής τάξης. Όσο η εργατική τάξη διατηρεί την εξουσία μπορεί να έχει τον έλεγχο της οικονομίας της χώρας, να διαφυλάσσει τους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, να διορθώνει τις αρνητικές επιδράσεις των καπιταλιστικών σχέσεων, να βάζει όρια. Έγραφε χαρακτηριστικά πως “ο καπιταλισμός που αναπτύσσεται μ’ αυτό τον τρόπο, βρίσκεται κάτω από έλεγχο, κάτω από επιτήρηση, ενώ η κρατική εξουσία παραμένει στα χέρια της εργατικής τάξης και του εργατικού κράτους[4].
Κατά συνέπεια, το κρίσιμο ζήτημα για το μέλλον της επανάστασης στην Κούβα είναι να παραμείνουν τα βασικά μέσα παραγωγής στα χέρια του κράτους, να διατηρηθεί και βελτιωθεί ο εργατικός – λαϊκός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας μαζί και του επαναστατικού κόμματος. Η ταξική φυσιογνωμία του κράτους δεν πρέπει να κρίνεται τυπικά. Η εργατική τάξη δεν κατέχει την εξουσία επειδή η κυβέρνηση διακηρύσσει κάτι τέτοιο. Το ζήτημα κρίνεται στην πράξη.
Από την άποψη αυτή έχει σημασία να εξετάσει κανείς τα χαρακτηριστικά της λαϊκής εξουσίας στην Κούβα, τις επιδράσεις που μπορεί να έχει το άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους προβλήματα. Σε διαλεκτική σύνδεση με αυτό σημασία έχει επίσης η μελέτη των επιδράσεων στο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης. Από τη σταθερότητα και την εμβάθυνση του εργατικού λαϊκού χαρακτήρα του κράτους και του κόμματος εξαρτάται η αντοχή στις πιέσεις των καπιταλιστικών σχέσεων και η μακροημέρευση και βελτίωση του σοσιαλισμού στην Κούβα.

Η σοσιαλιστική δημοκρατία σήμερα: δυναμισμός και αδυναμίες 

Από άποψη θεωρητική οι ιδρυτές του μαρξισμού, βασιζόμενοι στην εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας και των άλλων επαναστάσεων, υποστήριζαν ότι το επαναστατικό κράτος είναι δυνατό και πρέπει να διακρίνεται από τα εξής στοιχεία: αιρετότητα όλων των κρατικών αξιωματούχων, ανακλητότητα, εναλλαγή, έλεγχός τους από το λαό, κατάργηση κάθε προνομίου των αξιωματούχων, εξοπλισμός του λαού, μετατροπή των λαϊκών συνελεύσεων και των αντιπροσωπευτικών σωμάτων σε αποφασιστικά όργανα εξουσίας[5].
Ωστόσο, η ύπαρξη και η εξέλιξη των χαρακτηριστικών ενός κράτους είναι ζήτημα δυναμικό. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση της Κούβας. Η δυνατότητα δεν μετασχηματίζεται αυτόματα σε πραγματικότητα. Η δεύτερη αποτελεί καρπό των συνθηκών και των υποκειμενικών παρεμβάσεων. Το επίπεδο της δημοκρατίας δεν μένει ποτέ στατικό. Δεν υπάρχει σε ολοκληρωμένη και καθαρή μορφή, κινείται και αλλάζει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Η σοσιαλιστική δημοκρατία μπορεί άλλοτε να βαθαίνει και να γίνεται πιο διευρυμένη και πιο ουσιαστική η συμμετοχή του λαού και μπορεί άλλοτε να οπισθοχωρεί. Μια σειρά αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες, εσωτερικοί και διεθνείς, επιδρούν σε αυτό.
Το ζήτημα είναι λοιπόν να μελετηθεί το πραγματικό σημείο που βρίσκεται σήμερα η δημοκρατία της Κούβας, αν και πώς διασφαλίζονται οι παραπάνω αρχές σε συνταγματικό και νομικό επίπεδο, πώς εφαρμόζονται στην πράξη, τις πιέσεις που ασκεί ή που θα ασκήσει το περιορισμένο άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις.

1.Αιρετότητα

Το Σύνταγμα και η νομοθεσία της Κούβας διασφαλίζουν την αιρετότητα όλων των βασικών κρατικών οργάνων και λειτουργών. Προβλέπουν ακόμη την υποχρέωση των εκλεγμένων να λογοδοτούν περιοδικά στο λαό καθώς και τη δυνατότητα του τελευταίου να τους ανακαλεί.
Η επιστημονική και πολιτική συζήτηση στην Κούβα επισημαίνει ωστόσο αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Είναι γεγονός ότι το σύστημα των υποψηφιοτήτων στην Κούβα διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη λαϊκή συμμετοχή. Στις εκλογές για τις δημοτικές συνελεύσεις υποχρεωτικά πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 2 έως 8 υποψηφιότητες για κάθε εκλόγιμη θέση. Υποψηφίους προτείνουν οι ίδιοι οι πολίτες, χωρίς κανένα ιδεολογικο-πολιτικό ή άλλο περιορισμό. Επίσης δεν προτείνει υποψηφίους το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Οι δημοτικές συνελεύσεις έχουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάδειξη υποψηφίων για την Εθνική Συνέλευση και τις Επαρχιακές Συνελεύσεις. Εγκρίνουν ή απορρίπτουν τις υποψηφιότητες για την Εθνική Συνέλευση και τις Επαρχιακές Συνελεύσεις έπειτα από πρόταση της Εθνικής επιτροπής υποψηφιοτήτων. Η τελευταία απαρτίζεται από εκπροσώπους της κεντρικής ένωσης των εργατικών συνδικάτων, των Επιτροπών Υπεράσπισης της Επανάστασης, της ομοσπονδίας των μικροκαλλιεργητών, της ομοσπονδίας γυναικών της Κούβας, της ομοσπονδίας των φοιτητικών συλλόγων και των συλλόγων μαθητών μέσης εκπαίδευσης. Μια αξιόλογη πρόταση είναι να προβλεφθεί από το νόμο η υποχρέωση των επιτροπών υποψηφιοτήτων να δημοσιοποιούν τις σχετικές συζητήσεις[6]. Ακόμη, έχει προταθεί η δυνατότητα περισσότερων υποψηφιοτήτων από τις εκλόγιμες θέσεις να ισχύσει σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στο πρωτοβάθμιο επίπεδο των δημοτικών συνελεύσεων[7].
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπάρχει κάμψη της αρχής της αιρετότητας στα διευθυντικά στελέχη τομέων της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. Αυτά διορίζονται με αποφάσεις των εκτελεστικών οργάνων των αντιπροσωπευτικών σωμάτων. Έχουν κατατεθεί προτάσεις για να προβλέπεται κάποιου είδους συμμετοχή μέσω εκλογικής διαδικασίας[8].

2.Ανακλητότητα

Ο έλεγχος και η δυνατότητα ανάκλησης των αντιπροσώπων είναι επίσης κατοχυρωμένα νομικά. Στην πράξη όμως παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της σχετικής χαλάρωσης της σχέσης των αντιπροσώπων με τους εκλογείς. Οι αντιπρόσωποι, κυρίως της κεντρικής πολιτικής σκηνής διαθέτουν εκ των πραγμάτων ένα επίπεδο πληροφόρησης και γνώσης πολύ διαφορετικό εκείνου των εκλογέων. Το γεγονός αυτό συχνά εμποδίζει τους εκλογείς να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν παρατηρείται θεμελιακή αποστασιοποίηση των αντιπροσώπων από τους εκλογείς, έχει ως αποτέλεσμα η ανάκληση αντιπροσώπου να είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο.
Επιπλέον, με βάση το νόμο, η ανάκληση των βουλευτών της Εθνικής Συνέλευσης και των επαρχιακών Συνελεύσεων δεν μπορεί να γίνει με πρωτοβουλία των εκλογέων από τα κάτω. Έχει προταθεί η αλλαγή του νόμου και η υιοθέτηση του μοντέλου της Βενεζουέλας, της Βολιβίας ή του Εκουαδόρ που προβλέπουν ότι αν ένα ποσοστό των εκλογέων της περιφέρειας (20, 30, ή 10%) το ζητήσει, κινείται η διαδικασία του ερωτήματος της ανάκλησης.

3.Ενότητα νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας

Τα αντιπροσωπευτικά σώματα είναι με βάση το Σύνταγμα και τη νομοθεσία τα αποφασιστικά όργανα εξουσίας. Ωστόσο, στην πράξη παρατηρείται μια σχετική διολίσθηση της εξουσίας στα όργανα της εκτελεστικής. Για το λόγο αυτό έχουν κατατεθεί προτάσεις που ενισχύουν το ρόλο των αντιπροσωπευτικών σωμάτων ώστε αυτά να γίνουν έμπρακτα φορείς της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Ειδικά οι λαϊκές συνελεύσεις θα πρέπει να έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα για κάθε τοπικό ζήτημα αλλά και να είναι συμμέτοχοι σε όλες τις αποφάσεις πανεθνικού χαρακτήρα. Το Σύνταγμα της Κούβας (άρθρα 103 επ.), ενώ αναφέρεται στη γενική τοπική αρμοδιότητα των τοπικών συνελεύσεων και συμβουλίων, δεν αναφέρει συγκεκριμένα τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση των πανεθνικών αποφάσεων. Ωστόσο, είναι εδραιωμένη η πρακτική της διεξαγωγής παλλαϊκών συζητήσεων ιδίως στα εργατικά συνδικάτα και στις άλλες μαζικές οργανώσεις όλων των κρίσιμων πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων. Οι συζητήσεις αυτές περιλαμβάνουν τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Αυτό από μόνο του είναι σημαντικό, αρκεί βέβαια να διασφαλίζονται κάθε φορά οι όροι για την ουσιαστική συμμετοχή στους προβληματισμούς.

4.Ελευθερίες και δικαιώματα

Η πολιτική συμμετοχή προϋποθέτει, ανάμεσα σε άλλα, την ύπαρξη ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κατοχυρώνονται δικαιώματα όπως αυτά του συνέρχεσθαι ή της πληροφόρησης σε ένα επίπεδο και με τρόπο ανώτερο εκείνου της αστικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, η ελευθερία του τύπου μπορεί και πρέπει να σημαίνει, όπως επισήμαινε ο Λένιν, ότι οι μαζικοί φορείς των εργαζομένων είτε μεγάλες ομάδες τους έχουν τα υλικά μέσα για να εκδώσουν εφημερίδες κλπ[9]. Η πολιτική συμμετοχή προϋποθέτει επίσης την ελευθερία κριτικής της κυβέρνησης, των κρατικών αξιωματούχων. Στην Κούβα φαίνεται να υπάρχει ένα αξιοσημείωτο κατακτημένο επίπεδο στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, χωρίς να αποκλείονται μεμονωμένα φαινόμενα σε αντίθετη κατεύθυνση.
Υπάρχουν αναλύσεις που προτείνουν την πιο ολοκληρωμένη πρόβλεψη θεσμών πολιτικής συμμετοχής στο Σύνταγμα της χώρας κατά το συνταγματικό πρότυπο της Βενεζουέλας, της Βολιβίας και του Εκουαδόρ. Προτείνεται δηλαδή να ενσωματωθούν στο Σύνταγμα τα δημοψηφίσματα (τοπικά και πανεθνικά) με πρωτοβουλία των πολιτών[10]. Το Κουβανικό Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 88 τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία με την προϋπόθεση της συλλογής 10 χιλιάδων υπογραφών ή κατόπιν πρότασης των κεντρικών συνδικαλιστικών φορέων. Προτείνεται ακόμη η αναθεώρηση του Συντάγματος να μπορεί να ξεκινά με πρωτοβουλία ενός ελάχιστου αριθμού πολιτών και να υπόκειται η επικύρωσή του σε όλες τις περιπτώσεις σε δημοψήφισμα.

5.Κατάργηση των προνομίων

Οι θεμελιωτές του μαρξισμού θεωρούσαν ότι ένα από τα κομβικά σημεία διαφοροποίησης του εργατικού κράτους από το αστικό είναι η κατάργηση κάθε είδους προνομίων των κρατικών αξιωματούχων. Η επανάσταση στην Κούβα έλυσε αυτό το πρόβλημα ήδη αμέσως μετά την επικράτησή της.
Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως ακόμη και σήμερα στην καθημερινή ζωή οι κρατικοί ιθύνοντες δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερων μισθολογικών ή άλλων προνομίων. Για παράδειγμα η αναλογία βασικού και υπουργικού μισθού δεν ξεπέρασε το 1:4 ενώ τελευταία φαίνεται πως έχει διαμορφωθεί χαμηλότερα, κοντά στο 1:2[11]. Το στοιχείο αυτό διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η κρίση έπληξε πολύ βαριά την Κούβα. Η ενότητα του λαού με την ηγεσία διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε αυτό τον παράγοντα. Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα προνόμια μπορούν να επανεμφανισθούν με μορφές μη μισθολογικές, άτυπες, ενίοτε και παράνομες, καρπός της διαφθοράς, όπως συνέβη σε άλλα πρώην σοσιαλιστικά κράτη.
Πολλοί στην Κούβα επιμένουν στην αυστηρή εφαρμογή της λενινιστικής αρχής ότι οι αξιωματούχοι του σοσιαλιστικού κράτους πρέπει να αμείβονται με ένα συνηθισμένο μισθό εργάτη. Επικαλούνται μάλιστα την πρακτική και τις σχετικές αντιλήψεις του Ε. Τσε Γκεβάρα[12]. Επιπλέον, γίνεται λόγος για την ανάγκη καταπολέμησης, σε πολιτικό, ιδεολογικό και νομικό επίπεδο, της διαφθοράς που συνήθως παίρνει τη μορφή της παράνομης ιδιοποίησης δημόσιων αγαθών[13].

6.Εξοπλισμός του λαού

Κορυφαία σημασία για τη σοσιαλιστική δημοκρατία έχει επίσης η δυνατότητα της εργατικής τάξης και του λαού να κατέχουν τα υλικά μέσα επιβολής της βούλησής τους, να κατέχουν δηλαδή το μονοπώλιο της βίας. Αυτό διασφαλίζεται αν ο λαός είναι εξοπλισμένος και δημοκρατικά οργανωμένος σε όλα τα επίπεδα, μαζί και στο στρατιωτικό. Η δημιουργία και ύπαρξη των Επιτροπών Υπεράσπισης της Επανάστασης στην Κούβα, που αγκαλιάζουν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, αποτελεί αναμφισβήτητα μια σημαντική εγγύηση.
Η διαφύλαξη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας στην Κούβα μπορεί να γίνει μόνο μέσω της εμβάθυνσής της, μέσω της απαλλαγής της από αρνητικά φαινόμενα που απομακρύνουν τη λαϊκή συμμετοχή. Η εργατική δημοκρατία μπορεί και πρέπει να είναι μια διαρκής πορεία αυτοδιόρθωσης, συνεχούς εξάλειψης των γραφειοκρατικών στρεβλώσεων που αναγεννιούνται, εμβάθυνσης, προσέλκυσης ολοένα και με πιο ουσιαστικό τρόπο του λαού στη διαχείριση όλων των υποθέσεών του[14]. Στην παρούσα συγκυρία, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

Το 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας

Τις προκλήσεις της σημερινής περιόδου συζήτησε το πρόσφατο, 7ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας το οποίο πραγματοποιήθηκε στα μέσα Απριλίου 2016. Εκ των πραγμάτων το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος αποτέλεσε σημαντική στιγμή στην πολιτική συζήτηση στη χώρα. Η ημερομηνία επιλέχθηκε ώστε να συμπίπτει με την επέτειο της απόκρουσης της επίθεσης των μισθοφόρων των ΗΠΑ στον κόλπο των Χοίρων το 1962 και με την διακήρυξη του περάσματος της επανάστασης στο σοσιαλιστικό της στάδιο την ίδια χρονιά. Στο συνέδριο πήραν μέρος 1000 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι που προτάθηκαν από τη βάση και εκπροσωπούσαν 670.000 μέλη. Τα μέλη ήταν ελαφρώς λιγότερα σε σχέση με παλαιότερα κατόπιν συνειδητής πολιτικής μείωσης των εισροών.
Το συνέδριο ασχολήθηκε με την πορεία της σοσιαλιστικής οικονομίας και του ΚΚ Κούβας. Η εισήγηση του Ραούλ Κάστρο και η τελική του ομιλία μετά την επανεκλογή της νέας Κεντρικής Επιτροπής και του ίδιου ως πρώτου γραμματέα της φωτίζουν αρκετά καθαρά τις κατευθύνσεις του κόμματος.
Στην οικονομική πολιτική αποφασίστηκε ότι το ΚΚ θα συνεχίσει τη γραμμή που χαράχτηκε στο προηγούμενο συνέδριο, δηλαδή τη γραμμή του περιορισμένου, ελεγχόμενου ανοίγματος στη μη κρατική (συνεταιριστική και ιδιωτική) οικονομία. Τα πρώτα αποτελέσματά της κρίθηκαν ικανοποιητικά αλλά σχετικά ανεπαρκή. Στην πενταετία που πέρασε τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων ανέβηκαν, οι πόροι του κρατικού προϋπολογισμού για δημόσια υγεία και παιδεία ήταν στο πολύ υψηλό 30% και 23% του προϋπολογισμού. Οι ρυθμοί της οικονομίας ήταν αυξητικοί αν και συγκρατημένοι. Κυμάνθηκαν στο 2,8%, ετήσια αύξηση, κάτω όμως από τους στόχους που είχαν τεθεί[15].

Τα όρια του οικονομικού ανοίγματος

Στην εισήγησή του στο συνέδριο ο Ραούλ Κάστρο τόνισε ότι η χώρα θα συνεχίσει την πολιτική που είχε αποφασίσει το προηγούμενο συνέδριο αλλά και ότι θα πρέπει να αποφευχθούν δυο λαθεμένες προσεγγίσεις. Η μια είναι εκείνη που νοσταλγεί άλλες στιγμές της επαναστατικής διαδικασίας όταν υπήρχαν λιγότερο σύνθετα προβλήματα και παράλληλα υπήρχε η Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Η άλλη είναι εκείνες οι απόψεις που επιθυμούν συγκεκαλυμμένα την επιστροφή στον καπιταλισμό.
Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τη δεύτερη αυτή πλευρά. Αυτό προφανώς δείχνει την πίεση που ασκείται ή που αναμένεται να ασκηθεί αλλά και την ανησυχία που υπάρχει στα μέλη του κόμματος και στο λαό. Ήδη στην αρχή της εισήγησης τονίστηκε ότι στην Κούβα “ποτέ δεν θα επιτραπεί να εφαρμοστούν οι λεγόμενες “θεραπειών σοκ””και ότι “οι νεοφιλελεύθερες φόρμουλες που προωθούν την ταχύτατη ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας και των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η κοινωνική ασφάλιση ποτέ δεν θα εφαρμοστούν στον κουβανικό σοσιαλισμό[16].
Στο ίδιο, και ίσως πιο έντονο πνεύμα, μίλησε ο Ρ. Κάστρο στο κλείσιμο του συνεδρίου, μετά την επανεκλογή του. Εκεί επανέλαβε ότι δεν θα ακολουθηθεί ο δρόμος “της επιστροφής στον καπιταλισμό που θα συνοδευόταν από τις θεραπείες – σοκ”. Υπογράμμισε ακόμη ότι η “βασική του αποστολή είναι η υπεράσπιση, διατήρηση και τελειοποίηση του κουβανικού σοσιαλισμού και το να μην επιτρέψει ποτέ την επιστροφή στον καπιταλισμό[17].
Ο σχεδιασμός της οικονομίας και η κρατική ιδιοκτησία των βασικών μέσων παραγωγής θα εξακολουθήσουν να αποτελούν τα θεμέλια του οικονομικού συστήματος της Κούβας[18]. “Επαναβεβαιώνουμε τη σοσιαλιστική αρχή της κυριαρχίας της παλλαϊκής ιδιοκτησίας πάνω στα βασικά μέσα παραγωγής”, τόνισε στην εισήγησή του ο Ραούλ Κάστρο. “Στη σοσιαλιστική και κυρίαρχη Κούβα η ιδιοκτησία όλου του λαού πάνω στα βασικά μέσα παραγωγής είναι και θα συνεχίσει να είναι η βασική μορφή της εθνικής οικονομίας και του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και ως εκ τούτου αποτελεί τη βάση της πραγματικής εξουσίας των εργαζομένων”.
Αναφερόμενος στις ανησυχίες που εκφράστηκαν στην προσυνεδριακή συζήτηση για καπιταλιστική παλινόρθωση, ξεκαθάρισε ότι “η αναγνώριση της ύπαρξης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας” δεν εντάσσεται στο στόχο δημιουργίας μιας καπιταλιστικής οικονομίας και ότι “δεν θα επιτραπεί η συγκέντρωση ούτε ιδιοκτησίας ούτε πλούτου”.
Διαφοροποίηση υπήρξε, εν μέρει τουλάχιστον, με τα αντίστοιχα εγχειρήματα της Κίνας και του Βιετνάμ. Αναφέρθηκε εισηγητικά ότι “η εισαγωγή των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης δεν είναι αντίθετη με την αρχή του σχεδιασμού. Και οι δυο έννοιες μπορούν να συνυπάρχουν και να συμπληρώνονται προς όφελος της χώρας, όπως έχουν δείξει επιτυχώς οι μεταρρυθμιστικές διαδικασίες στην Κίνα και η ανανέωση στο Βιετνάμ, όπως το χαρακτηρίζουν οι ίδιοι. Εμείς,” σημείωσε ο Ραούλ Κάστρο, “έχουμε χρησιμοποιήσει τον όρο επικαιροποίηση (ενν. του σοσιαλισμού) διότι δεν πρόκειται να αλλάξουμε το θεμελιακό στόχο της Επανάστασης”.
Το άνοιγμα στην ιδιωτική οικονομία έχει τις εξής κατευθύνσεις. Αυτές δεν είναι καινούργιες καθώς είχαν ήδη εφαρμοστεί σε ένα βαθμό την τελευταία πενταετία. Η πρώτη αφορά στην ενθάρρυνση των ξένων επενδύσεων. Από την εισήγηση διακρίνεται η μέριμνα αυτές να γίνουν με όρους που δεν θα θίγουν την εθνική κυριαρχία. Μέσα από τη διαδικασία αυτή θα καταβληθεί προσπάθεια ώστε να υπάρξει υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, ισχυροποίηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και μεταφορά τεχνολογίας. Η δραστηριότητα του κόμματος και της κυβέρνησης κατευθύνεται στο να “διαφοροποιούμε τις πηγές των εσόδων μας ώστε να μην επιστρέψουμε ποτέ ξανά σε μια κατάσταση όπου να εξαρτόμαστε από μια αγορά ούτε και από ένα προϊόν”. Απολύτως ξεκάθαρη είναι η αντίληψη που εκφράστηκε στην εισήγηση για την επιμέρους στροφή της πολιτικής Ομπάμα έναντι της Κούβας: αποτελεί μια άλλη μορφή της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, είπε ο Ραούλ Κάστρο[19].
Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά στην ενίσχυση του ρόλου των κρατικών επιχειρήσεων ώστε, εντός της αγοράς, να μην μειονεκτούν έναντι των συνεταιριστικών και ιδιωτικών. Η ενίσχυση αυτή συνδυάζεται με μια μεγαλύτερη αυτοτέλεια των κρατικών επιχειρήσεων, που σημαίνει ότι τίθενται σε σχετικά εμπορευματική λογική, υπακούοντας όμως πάντοτε στο κρατικό σχέδιο.
Η τρίτη κατεύθυνση αφορά στην ισχυροποίηση του ρόλου των συνεταιρισμών και των μικροεπιχειρήσεων. Ο Ραούλ Κάστρο ανέφερε ότι δεν πρέπει “να στιγματίζεται η αυτοαπασχόληση”. “Οι συνεταιρισμοί, η αυτοαπασχολούμενη εργασία, η μεσαία, μικρή και πολύ μικρή ιδιωτική επιχείρηση δεν είναι στην ουσία τους αντισοσιαλιστικές ούτε αντεπαναστατικές και η μεγάλη πλειονότητα αυτών που εργάζονται εκεί είναι επαναστάτες και πατριώτες που υπερασπίζονται τις αρχές και ωφελούνται από τις κατακτήσεις αυτής της Επανάστασης”, πρόσθεσε ο Ρ. Κάστρο[20]. Η αναφορά αυτή προφανώς σχετίζεται με τις ενστάσεις που υπάρχουν στην κοινωνία. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι μικροί και μεσαίοι αυτοί επιχειρηματίες, που απασχολούνται κυρίως στον τουρισμό, έχουν πολλαπλάσια εισοδήματα των άλλων εργαζομένων. Στους τομείς αυτούς απασχολείται σήμερα το 30% του εργατικού δυναμικού της χώρας και το υπόλοιπο 70% στον κρατικό τομέα.  Πριν 5 χρόνια, η αναλογία ήταν 20% και 80% αντίστοιχα.

 Ενίσχυση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας

Στο συνέδριο τονίστηκε επίσης ότι η στενή σχέση του κόμματος με το λαό πρέπει να διαφυλαχθεί. Η σχέση αυτή πρέπει να ανανεώνεται καθώς οποιαδήποτε αντίθετη εξέλιξη θα σήμαινε την υπονόμευση της επαναστατικής διαδικασίας. “Γνωρίζουμε ότι το Κόμμα και η Επανάσταση βασίζονται  στην πλειοψηφική στήριξη του λαού” είπε ο Ραούλ Κάστρο, “είναι ένα γεγονός που κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί”. Ωστόσο, συνέχισε, “δεν αγνοούμε ότι σε συγκεκριμένους τομείς του πληθυσμού υπάρχουν εκδηλώσεις έλλειψης δέσμευσης και αδιαφορίας”. Καμιά πολιτική δεν πρόκειται να υλοποιηθεί αν δεν έχει τη σύμφωνη γνώμη του λαού, ειπώθηκε στην εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής.
Αυτό σημαίνει την ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατίας. “Το Κόμμα είναι υποχρεωμένο να ενδυναμώνει και να τελειοποιεί σε μόνιμη βάση τη δημοκρατία μας” είπε ο Ραούλ Κάστρο και ακόμη ότι “πρέπει να ξεπεραστεί εντελώς η ψευδο-ομοφωνία, ο φορμαλισμός και η προσποίηση. Το Κόμμα έχει το καθήκον να προάγει και να εγγυάται την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στις θεμελιώδεις αποφάσεις της κοινωνίας. Δεν έχουμε κανένα φόβο απέναντι στις διαφορετικές απόψεις, ούτε στις διαφωνίες, καθώς μόνο η ανοιχτή και ειλικρινής συζήτηση των διαφορών ανάμεσα στους επαναστάτες θα μας οδηγήσει σε καλύτερες αποφάσεις”.
Σε σχέση με το ζήτημα του μονοκομματισμού, όπως θύμισε ο Ρ. Κάστρο στην εισήγηση, στην Κούβα έχει ιστορικά διαμορφωθεί η ύπαρξη ενός μόνο κόμματος το οποίο προέρχεται από τη συνένωση τριών επαναστατικών κομμάτων. Τα αστικά κόμματα είχαν ήδη διαλυθεί την εποχή της δικτατορίας του Μπατίστα. Υπογράμμισε επίσης ότι όσοι στο εξωτερικό αντιμάχονται το κοινωνικο-πολιτικό σύστημα της Κούβας, απαιτούν τον πολυκομματισμό με σκοπό την επαναφορά στην αστική δημοκρατία και στον καπιταλισμό.

Οι αλλαγές στο ΚΚ Κούβας

Στο πλαίσιο της ενίσχυσης των αντιστάσεων στην καπιταλιστική παλινόρθωση, στο συνέδριο συζητήθηκε η ανάγκη της ενίσχυσης της συλλογικότητας και της εσωκομματικής δημοκρατίας.
Αποφασίστηκαν ακόμη μέτρα ανανέωσης της ηγεσίας. Συγκεκριμένα αποφασίστηκε ότι στα ηγετικά όργανα του κόμματος (Κεντρική Επιτροπή, Πολιτικό Γραφείο) δεν θα μπορεί να εκλέγεται κανείς περισσότερο από δύο συνεχόμενες θητείες. Ο Ραούλ Κάστρο εκτίει τη δεύτερη και τελευταία θητεία του. Το 2018 λήγει η δεύτερη θητεία του στην κυβέρνηση και θα αποχωρήσει.
Ακόμη, για την ηλικιακή ανανέωση προτάθηκε το όριο των 60 ετών ως μέγιστο για την εισδοχή στα ηγετικά όργανα. Το 70ό έτος θα είναι επίσης όριο υποχρεωτικής αποχώρησης από τα ηγετικά όργανα. Το μέτρο αυτό θα ισχύσει από εδώ και στο εξής, που σημαίνει ότι δεν περιλαμβάνει τα στελέχη εκείνα της γενιάς της επανάστασης που επανεκλέχτηκαν σε αυτό το συνέδριο. Αυτό έγινε, όπως εξηγήθηκε, για να υπάρξει ομαλή μετάβαση.
Το ΚΚ Κούβας θα προτείνει να εφαρμοστούν τα ίδια μέτρα για τις ηγεσίες των συνδικάτων και όλων των μαζικών φορέων αλλά και για τη Βουλή και την κυβέρνηση. Θα προταθούν και θα συζητηθούν στο λαό και στην Εθνοσυνέλευση οι αναγκαίες νομοθετικές και συνταγματικές αλλαγές.

 Τα ιδεολογικο-πολιτικά μέτρα

Αναφέρθηκαν επίσης εκτενώς σε ιδεολογικά και πολιτικά μέτρα που πρέπει να λάβει το ΚΚ Κούβας προκειμένου, σε αυτές τις συνθήκες, να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες εκείνων που θα επιχειρήσουν να ανατρέψουν τη σοσιαλιστική εξουσία και να επαναφέρουν τον καπιταλισμό. Η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος εκτιμά ότι η νεολαία, οι διανοούμενοι, οι εργαζόμενοι στις μη κρατικές μορφές οικονομίας και τα στρώματα του πληθυσμού που έχουν τις μεγαλύτερες υλικές και οικονομικές δυσκολίες θα βρεθούν στο στόχαστρο των εχθρών της επανάστασης.
Για την αντιμετώπιση του κινδύνου προτάχθηκαν δυο κατευθύνσεις αγώνα. Η πρώτη βρίσκεται στο ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο. “Πρέπει παράλληλα να ενισχύσουμε ανάμεσά μας την αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική κουλτούρα, δίνοντας τη μάχη με επιχειρήματα, πειστικότητα και σταθερότητα ενάντια στις απόπειρες εδραίωσης προτύπων της μικροαστικής ιδεολογίας που χαρακτηρίζονται από τον ατομικισμό, τον εγωισμό, την αισχροκέρδεια”, τόνισε ο Ραούλ Κάστρο. Η δεύτερη κατεύθυνση, “το καλύτερο αντίδοτο ενάντια στις πολιτικές της υπονόμευσης” είναι η βελτίωση της καθημερινής ζωής των εργαζόμενων, ανέφερε επίσης ο Κουβανός ηγέτης[21].

Ο κίνδυνος της διαφθοράς

Από τα κείμενα του συνεδρίου προκύπτει ότι η ηγεσία του ΚΚ Κούβας έχει επίγνωση της ανάγκης αλλά και των κινδύνων του ανοίγματος. Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην εισήγηση ότι “ούτε είμαστε αφελείς, ούτε αγνοούμε τις φιλοδοξίες ισχυρών ξένων δυνάμεων που στοιχηματίζουν σε αυτό που ονομάζουν “ενδυνάμωση” των μη κρατικών μορφών διαχείρισης, με στόχο να δημιουργήσουν τους μοχλούς της αλλαγής, έχοντας την ελπίδα να τελειώσουν με την Επανάσταση και τον σοσιαλισμό στην Κούβα με άλλα μέσα[22].
Τα ανοίγματα αυτά δημιουργούν αντικειμενικά αντιθέσεις καθώς έχουν αναδυθεί, και αναδύονται ακόμη περισσότερο, κοινωνικά στρώματα τα οποία συσσωρεύουν δυσανάλογα χρηματικά εισοδήματα[23]. Ως γνωστό, το συσσωρευμένο χρήμα τείνει να μετατραπεί σε κεφάλαιο. Οι εξελίξεις αυτές θα πιέζουν αντικειμενικά προς την κατεύθυνση της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος, τόσο στο επίπεδο του οικονομικού όσο και στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος[24].
Ένας σημαντικός κίνδυνος για τη λαϊκή, σοσιαλιστική εξουσία βρίσκεται στην πιθανότητα να προσχωρήσει οικονομικά (και στη συνέχεια ιδεολογικο-πολιτικά) τμήμα των κρατικών αξιωματούχων και των κομματικών στελεχών στους υποστηρικτές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Υπάρχουν ήδη τέτοια προβληματικά φαινόμενα. Στην εισήγησή του ο Ρ. Κάστρο επισήμανε ότι υπάρχουν στην κοινή γνώμη “αρνητικές γνώμες σχετικά με το παράδειγμα που δίνουν ορισμένα μέλη και στελέχη καθώς και με την αποσύνδεσή τους από από το λαό μας”. Είναι εύγλωττη επίσης η εμπειρία της Κίνας όπου κομματικοί αξιωματούχοι πλούτισαν -παράνομα ή νόμιμα δεν έχει μεγάλη σημασία- ιδιοποιούμενοι τις κρατικές επιχειρήσεις και τον κρατικό πλούτο και μετατράπηκαν σε καπιταλιστές[25].
Ισχυρό αντίδοτο στους κινδύνους αυτούς είναι η εμβάθυνση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, η δυνατότητα του λαού να συμμετέχει, να αποφασίζει, να ελέγχει. Είναι, παράλληλα, η εσωκομματική δημοκρατία στο ΚΚ Κούβας έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο διαρκής έλεγχος της ηγεσίας από τα μέλη και να αποτρέπονται φαινόμενα διαφθοράς, οικονομικής και πολιτικής προσχώρησης σε καπιταλιστικές λογικές[26]. Ξεχωριστός είναι ο ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν τα συνδικάτα, κατ’ αναλογία των προτάσεων του Λένιν για το ρόλο των συνδικάτων στην ΝΕΠ. Τέτοιοι προβληματισμοί υπάρχουν διάχυτοι στην κουβανική κοινωνία και συζήτηση[27].
Πολύ σημαντική είναι επίσης η εφαρμογή της νομιμότητας. Η τήρηση των νόμων του επαναστατικού κράτους θα αμφισβητείται στην πράξη από τα μικροαστικά στρώματα. Μέχρι σήμερα η νομοθεσία που θα καθορίζει τα όρια και τις προϋποθέσεις λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι ελλιπής, όπως τονίστηκε στο συνέδριο. Τέθηκε ο στόχος της συμπλήρωσης και συγκεκριμενοποίησής της[28].
Ακόμη πιο σύνθετο θα είναι το καθήκον της εξασφάλισης της εφαρμογής της καθώς η δύναμη του χρήματος θα τείνει να διαφύγει των νομικών ρυθμίσεων και απαγορεύσεων. Υπάρχει βέβαια ιστορική εμπειρία, τόσο στην ΕΣΣΔ της εποχής της ΝΕΠ όσο και στην Κίνα της δεκαετίας του 1950 που δείχνει ότι η επιβολή στους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες να τηρούν τους νόμους του σοσιαλιστικού κράτους είναι δύσκολη αλλά όχι ακατόρθωτη[29]. Στο συνέδριο επισημάνθηκε ήδη ότι “εμφανίστηκαν εκδηλώσεις διαφθοράς και παρανομίες”. Παρουσιάστηκαν φαινόμενα κερδοσκοπίας και αισχροκέρδειας εκ μέρους κάποιων συνεταιρισμών, τα οποία αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση.
Η ηγεσία του ΚΚ Κούβας έδειξε να τα αντιλαμβάνεται αυτά, παρά τις όποιες επιμέρους πιθανές αμφισημίες για το ρόλο της μικροϊδιοκτησίας. Το αν θα πετύχει τους στόχους μέσα στις, προς το παρόν τουλάχιστον, εξαιρετικά αρνητικές και αντεπαναστατικές διεθνείς συνθήκες, θα το δείξει η ιστορία. Τελικά, η εμβάθυνση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, η απαλλαγή της από τις όποιες αδυναμίες και στρεβλώσεις και η διατήρηση της δημόσιας ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής αποτελούν θεμελιώδη όρο για την επιβίωση της επανάστασης στην Κούβα, για τον έλεγχο των κινδύνων παλινόρθωσης του καπιταλισμού εν αναμονή ριζοσπαστικών εξελίξεων στη Λατινική Αμερική και αλλού, οι οποίες θα διαρρήξουν τον κλοιό απομόνωσης της χώρας.



[1]                      Βλ. J. L. Rodríguez, “Tendencias del marcado internacional y su impacto en la economia cubana (I)”, Cubadebate, 19.2.2015

[2]               Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Εισήγηση για το φόρο σε είδος”, Άπαντα, τ. 43, σελ. 150 και του ίδιου, “Η ΝΕΠ και τα καθήκοντα των επιτροπών πολιτικής διαφώτισης”, Άπαντα, τ. 44, σελ. 155 επ.
[3]                      [3] Βλ. J. L. Rodríguez, “Cuba no está proponiendo un socialismo de mercado”, Cubadebate, 22.11.2014 και Ε. Morris, “Cuba ha demostrado que la economia socialista es posible”, Cubadebate, 24.12.2014.
[4]               Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Εισήγηση για το φόρο σε είδος”, Άπαντα, τ. 43, σελ. 160-161.

[5]                      [5] Βλ. ιδίως Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000 και Β.Ι.Λένιν, Κράτος και επανάσταση, Άπαντα, τ. 33.

[6]                      [6] Βλ. D. Ralfus Pineda, “El sistema electoral cubano: de la representación formal a la participación real”, Temas, n. 78, 2014, σελ. 64 επ., 67.

[7]                      [7] Βλ. J.C. Guanche, Estado, participación y representación politicas en Cuba: diseño institucional y práctica politica tras la reforma constitucional de 1992, Buenos Aires, CLASCO, 2011, σελ. 39, 58 επ.

[8]                      [8] Βλ. J.C. Guanche, Estado, participación y representación politicas en Cuba: diseño institucional y práctica politica tras la reforma constitucional de 1992, οπ.π., σελ. 55.

[9]                      [9] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχέδιο απόφασης για την ελευθεροτυπία», Άπαντα, τ. 35, σελ. 51 επ.

[10]                    [10] Βλ. J.C. Guanche, Estado, participación y representación politicas en Cuba: diseño institucional y práctica politica tras la reforma constitucional de 1992, οπ.π., σελ. 41 επ.

[11]                    [11] Ο μηνιαίος μισθός ενός υπουργού είναι 450 πέσος, όταν ο βασικός μισθός ανήλθε το 2004 από 120 στα 225. Βλ. R. Alarcón, “La democracia cubana no se agota en la representación formal, sino que incorpora mecanismos y formas de la democracia directa”, Rebelión, 6/12/2003, www.rebelion.orgκαι O. Everleny Perez Villanueva, “La economía en Cuba: un balance necesario y algunas propuestas de cambio”, Nueva Sociedad, n. 216, 2008, σελ. 49 επ., 59.

[12]                    [12] Βλ. F. Luis Rojas, “El difícil camino a un “gobierno barato””, Rebelión, 19/7/2012, www.rebelion.org.

[13]                    [13] Βλ. F. Barral, “Aproximación sociológica al problema de la corrupción en Cuba”, Temas, 5/5/2010 και R. Castro, “Discurso ante el VII Pleno den Partido¨, Juventud Rebelde, 31-7-2009.

[14]                    [14] Βλ. J.L. Guasch Estévez, “Εl burocratismo a la luz del socialismo en el siglo XXI», Temas, n. 60, 2009,  σελ. 48 επ.

[15]     Βλ. περ. Ελληνοκουβανικά Νέα, τευχ. Ιούλης-Σεπτέμβρης 2015, σελ. 7.
[16]     Βλ. R. Castro, Informe Central al VII Congreso del Partido Comunista Cuba, http://www.cubadebate.cu/noticias/2016/04/17/informe-central-al-vii-congreso-del-partido-comunista-cuba/#.VyoAmISLSM9 και Ρ. Κάστρο, Θα συνεχίσουμε να προχωράμε με σταθερό βήμα. Κεντρική εισήγηση στο 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας, Αθήνα, εκδ. Πολιτιστικός σύλλογος Χοσέ Μαρτί, 2016, σελ. 17-18.
[17]     Βλ. R. Castro, La Revolucion jamas encontrara solucion a sus problemas de espaldas al pueblo, http://www.cubadebate.cu/opinion/2016/04/19/la-revolucion-jamas-encontrara-solucion-a-sus-problemas-de-espaldas-al-pueblo/#.VyoAyISLSM9
[18]     Βλ. και την πολύ αποκαλυπτική συνέντευξη του Κουβανού πρέσβη στην Ισπανία, http://www.cubadebate.cu/noticias/2015/02/22/embajador-cubano-en-espana-no-vamos-a-entregar-el-pais-al-capital-extranjero-ni-a-la-banca-internacional/#.Vyw5pISLSM8
[19]     Βλ. Ρ. Κάστρο, Θα συνεχίσουμε να προχωράμε με σταθερό βήμα. Κεντρική εισήγηση στο 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας, οπ.π., σελ. 23-24, 29, 35, 38-39, 60-61.
[20]     Βλ. Ρ. Κάστρο, Θα συνεχίσουμε να προχωράμε με σταθερό βήμα. Κεντρική εισήγηση στο 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας, οπ.π., σελ. 39-40.
[21]     Βλ. Ρ. Κάστρο, Θα συνεχίσουμε να προχωράμε με σταθερό βήμα. Κεντρική εισήγηση στο 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας, οπ.π., σελ. 42, 44-45, 46-47, 49, 52 επ.
[22]     Βλ. Ρ. Κάστρο, Θα συνεχίσουμε να προχωράμε με σταθερό βήμα. Κεντρική εισήγηση στο 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας, οπ.π., σελ. 39.
[23]                   [23] Βλ. Φ. Κάστρο, «Άξιζε τον κόπο που ζήσαμε», περ. Ελληνοκουβανικά Νέα, τευχ. 82, 2006, προσβάσιμο στο http://www.kordatos.org/

[24]                    [24] Βλ. J. Habel, “Cuba. Les défis du nouveau modèle”, Revue Tiers Monde, n. 173, 2003, σελ. 127 επ. και J. Habel, “Cuba. Le castrisme après Fidel Castro, une répétition générale ”, Mouvements, n. 47/48, 2006, σελ. 98 επ.

[25]     Βλ. J.-P Cabestan, Le système politique chinois, Paris, Sciences Po/Les presses, 2014, σελ. 453 επ. και Ρ. Κάστρο, Θα συνεχίσουμε να προχωράμε με σταθερό βήμα. Κεντρική εισήγηση στο 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας, οπ.π., σελ. 47.

[26]                    [26] Βλ. O.J. Villar Barroso, “El papel de la política en el hundimiento soviético”, Temas, n. 78, 2014, σελ. 25 επ.

[27]                    [27] Βλ. τη συζήτηση “Qué hacen los sindicatos”, Temas, n. 80, 2014, σελ. 96 επ. και Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Σχέδιο θέσεων σχετικά με το ρόλο και τα καθήκοντα των συνδικάτων στις συνθήκες της ΝΕΠ”, Άπαντα, τ. 44, σελ. 341 επ.

[28]     Βλ. Ρ. Κάστρο, Θα συνεχίσουμε να προχωράμε με σταθερό βήμα. Κεντρική εισήγηση στο 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας, οπ.π., σελ. 39.
[29]             Βλ. M.-C. BergèreCapitalismes et capitalistes en Chine, Paris, Perrin, 2007, σελ. 203 επ.
*Πρώτη δημοσίευση  άρθρου : περ. Ουτοπία, τ. 123, 2018, σελ. 43-57.

1 σχόλιο

  1. Ξανακάνω την ίδια διαπίστωση,που είχα κάνει κ σε άλλη ανάρτηση του ίδιου συντάκτη,σχετική με την Κούβα.Η αιρετότητα είναι τελικά ένα κακό σύστημα,που ενισχύει την ανισότητα κ τη συνδιαλλαγή.Αν θέλομε πραγματικά την προώθηση μιας κοινωνίας ισότητας,θα πρέπει να περάσομε στην κλήρωση,πάντα σε συνδιασμό με την ανακλητότητα.Έτσι θα ανεβαίνει σταδιακά κ συνολικά το πολιτικό επίπεδο μαζί με την υπευθυνότητα των πολιτών κ θα στηρίζεται η λαϊκή εξουσία γενικά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας