Τι θα σήμαινε μια Πράσινη καγκελάριος στη Γερμανία

501
Τι θα σήμαινε μια Πράσινη καγκελάριος

Μέχρι πρότινος ήταν σενάριο πολιτικής φαντασίας. Πλέον είναι ένα απολύτως πραγματικό ενδεχόμενο. Η επόμενη καγκελάριος της Γερμανίας, μετά τις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, οπότε η Άνγκελα Μέρκελ θα παραδώσει έπειτα από 16 χρόνια τη σκυτάλη της εξουσίας, ενδέχεται να προέρχεται από το κόμμα των Πρασίνων, όπως το θέλει η γερμανική πολιτική εθιμική τάξη για τον πρώτο σε δύναμη σχηματισμό.

Η θεαματική ενίσχυση τον τελευταίο χρόνο των δημοσκοπικών ποσοστών αυτού που ξεκίνησε πριν από μόλις σαράντα χρόνια ως μάλλον περιθωριακό κίνημα διαμαρτυρίας είχε ήδη καταστήσει αριθμητικά αναπόφευκτη τη συμμετοχή των Πρασίνων στον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό στο Βερολίνο. Ακόμα και έτσι, όμως, δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ότι θα διεκδικούσε την ηγεσία του.

Τα γκάλοπ μιλούν

Σύμφωνα, όμως με την τελευταία δημοσκόπηση της εταιρείας Kantar Emnid, που δημοσίευσε το κυριακάτικο φύλλο της ταμπλόιντ εφημερίδας “Bild am Sonntag”, οι Πράσινοι φέρονται να εξασφαλίζουν την πρώτη θέση με ποσοστό 28% της πρόθεσης ψήφου, κερδίζοντας έξι μονάδες σε σύγκριση με την προηγούμενη μέτρηση, ενώ η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) χάνει δύο μονάδες και περιορίζεται στο 27%. Ακολουθεί το πάλαι ποτέ κραταιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στο 13%, με απώλειες δύο μονάδων, ενώ και η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD) χάνει μία μονάδα και βρίσκεται στην τέταρτη θέση με 10%. Οι Φιλελεύθεροι (FDP) μένουν σταθεροί στο 9% και η Αριστερά χάνει μία μονάδα και περιορίζεται στο 7%. Τα “Λοιπά” διαμορφώνονται στο υψηλό για τα γερμανικά δεδομένα ποσοστό του 6%.

Αντίστοιχη έρευνα της Forsa παρουσιάζει τη διαφορά των δύο πρώτων ακόμα ευρύτερη, με τους Πράσινους επίσης στο 28%, αλλά τη Χριστιανική Ένωση στο 22%. Ακολουθούν το SPD με 13%, το FDP με 12%, η AfD με 11%, η Αριστερά με 7% και τα “Λοιπά” με 7%.

Σε ό,τι αφορά την επιλογή καγκελάριου, σε δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Insa πάλι για την “Bild”, η υποψήφια των Πρασίνων Αναλένα Μπέρμποκ προηγείται με 30% και ακολουθούν ο υποψήφιος του SPD, Όλαφ Σολτς, με 20% και ο υποψήφιος της Χριστιανικής Ένωσης και επίδοξος διάδοχος της Μέρκελ, Άρμιν Λάσετ, με μόλις 18%.

Η δημοσκοπική αυτή εκτίναξη των Πρασίνων συμβαδίζει και με οργανωτική ανάπτυξη. Μόνο την περασμένη εβδομάδα τα μέλη τους αυξήθηκαν κατά 2.159. “Το κύμα εγγραφών των τελευταίων ημερών είναι απόλυτο ρεκόρ στην ιστορία του κόμματος”, δηλώνει ο διευθυντής των Πρασίνων στην Μπούντεσταγκ, Μίχαελ Κέλνερ.

Πρόβλημα ηγεσίας στη CDU

Είναι προφανές ότι ο κατακερματισμός της πολιτικής σκηνής και η αποδυνάμωση όλων των ανταγωνιστών, που χαρακτήρισε την εποχή Μέρκελ, ήρθε τώρα να καταδιώξει την ίδια την παράταξή της. Και ο τρόπος με τον οποίο ο Λάσετ αναδείχθηκε οριακά στην ηγεσία της CDU, αναμετρώμενος με τον Κρίστιαν Μερτς, και κατόπιν εξασφάλισε το χρίσμα για την καγκελαρία, ακυρώνοντας με τη βοήθεια των βαρόνων του κόμματος την υποψηφιότητα του δημοφιλέστερου ηγέτη της CSU και πρωθυπουργού της Βαυαρίας, Μάρκους Ζέντερ, κάθε άλλο παρά ενέπνευσε την εκλογική βάση, η οποία αναζητά κάτι παραπάνω από έναν συνεχιστή της γραμμής Μέρκελ. Στο τοπίο αυτό, η αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας και του εμβολιαστικού προγράμματος λειτούργησε ως ο καταλύτης για τη ρευστοποίηση των κομματικών προτιμήσεων του εκλογικού σώματος.

Χάσμα με το παραδοσιακό μοντέλο

“Οι Πράσινοι κατάφεραν το τελευταίο διάστημα να κερδίσουν ψηφοφόρους από την Ένωση, το SPD, την Αριστερά, ακόμα και από την αποχή”, δηλώνει ο επικεφαλής της Kantar, Τόρστεν Σνάιντερ-Χάαζε, και επισημαίνει ότι οι Πράσινοι ασχολούνται με θέματα που απασχολούν τους πολίτες, ενώ η υποψήφιά τους, Αναλένα Μπέρμποκ, επωφελείται από τις αδυναμίες των αντιπάλων της. Το ότι ακόμα και ο Ζέντερ δηλώνει πως σέβεται αυτό που έχει πετύχει η Μπέρμποκ, ενώ ο Λάσετ δεν τον πείθει, θα μπορούσε να θεωρηθεί επιβεβαίωση της ρήσης ότι “η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο”.

Στην πραγματικότητα, ο Βαυαρός πρωθυπουργός (ο οποίος έθεσε ως εκλογικό στόχο για τη Χριστιανική Ένωση το 30%, έναντι 33% το 2017) δελεάζεται να ακολουθήσει ξεχωριστό δρόμο και δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι η CSU θα μεταβληθεί, προεκλογικά ή το πιθανότερο μετεκλογικά, σε παγγερμανικό κόμμα, διακόπτοντας τη μεταπολεμική συμπόρευσή της με τους “αδελφούς” Χριστιανοδημοκράτες. Σε κάθε περίπτωση, η δική του μετατόπιση σε ένα περισσότερο κεντρώο προφίλ, με έμφαση στα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, της ανάδειξης των γυναικών και του φιλικότερου προσώπου προς τους μετανάστες, τον φέρνει από την ίδια πλευρά με τους Πράσινους στο πολιτισμικό και γενεαλογικό χάσμα που ανοίγεται με όσους, όπως η CDU και το SDP, υπερασπίζονται το παραδοσιακό γερμανικό μοντέλο ανάπτυξης και τις σχέσεις εκπροσώπησης που το συνείχαν. Τα “λαϊκά κόμματα” που εναλλάχθηκαν στην εξουσία καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο και τώρα συγκροτούν “μεγάλο συνασπισμό” δεν συγκεντρώνουν αθροιστικά παρά το ένα τρίτο της πρόθεσης ψήφου…

Το μανιφέστο δεν αφήνει αμφιβολίες

Είναι, βέβαια, ένα ερώτημα αν τα τωρινά δημοσκοπικά δεδομένα θα μείνουν αμετάβλητα τους επόμενους πέντε μήνες, αλλά και το αν οι Πράσινοι θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν, εκτός από την πρωτιά, και τις απαραίτητες μετεκλογικές συμμαχίες για τη δημιουργία κυβερνητικής πλειοψηφίας (με τη Χριστιανική Ένωση ή με το SPD και την Αριστερά μαζί). Όμως το ερώτημα τι θα σήμαινε μια Πράσινη καγκελάριος για τη Γερμανία, την Ευρώπη και τον κόσμο δεν μπορεί να παρακαμφθεί.

Το εκλογικό μανιφέστο των Πρασίνων δεν αφήνει αμφιβολίες: Η απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης μέχρι το 2030, η θέσπιση φόρου άνθρακα ύψους 60 ευρώ ανά τόνο, η αύξηση των φόρων στα υψηλά εισοδήματα και ενδεχομένως στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων κατά 50 δισ. ευρώ ετησίως (ήτοι 1,5% του ΑΕΠ, κατά μίμηση του “πακέτου Μπάιντεν“) αποτελούν κεντρικές θέσεις του κόμματος, το οποίο εμφανίζεται πειθαρχημένο και ανυπόμονο να κυβερνήσει. Συμμετέχει, άλλωστε, στις κυβερνήσεις των 11 από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια και σε ένα από αυτά, την ακμαία Βάδη-Βυρτεμβέργη, κατέχει προ πολλού την πρωθυπουργία.

Σε κάθε περίπτωση, οι Πράσινοι είναι αφοσιωμένοι φεντεραλιστές, αλλά και ατλαντιστές, υπέρμαχοι δηλαδή της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της αυστηρότερης στάσης απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα, των οποίων τις πολιτικές προκλήσεις το Βερολίνο συνήθιζε να υποβαθμίζει σκεπτόμενο μερκαντιλιστικά. Η ορμή τους για ταχεία μετάβαση σε μια πράσινη και ψηφιοποιημένη οικονομία, σε αντίθεση με όσα υπερασπίζονται έως τώρα οι γίγαντες της γερμανικής επιχειρηματικότητας, συναντάται πάντως με τις προειδοποιήσεις των πιο διορατικών ότι η “εποχή Μέρκελ” ήταν ένα πλαστό θαύμα που συντελέστηκε εις βάρος των εταίρων και ότι η Γερμανία των ισοπεδωμένων επενδύσεων και υποδομών κινδυνεύει να χάσει το τρένο του διεθνούς ανταγωνισμού.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας