Οι πληροφορίες της τουρκικής φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Yeni Şafak ότι κλιμάκιο της πρεσβείας του Πακιστάν στην Άγκυρα πραγματοποίησε επίσκεψη στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο από τις 11 Ιουλίου και για τρεις ημέρες δικαίως προκαλούν ανησυχίες για το κατά πόσον κινήσεις αυτού του είδους αποτελούν προάγγελο αναγνώρισης του ψευδοκράτους από το Ισλαμαμπάντ ή και άλλα κράτη.
Η Yeni Şafak ισχυρίζεται ακριβώς αυτό, κάνοντας μάλιστα λόγο για επικείμενο ρεύμα αναγνωρίσεων του ψευδοκράτους και από τις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας με τους τουρκογενείς πληθυσμούς, αλλά και τη Ρωσία.
Οπωσδήποτε σε ό,τι αφορά τη Ρωσία τίποτε δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την πραγματικότητα, καθώς η χώρα του Βλαντίμιρ Πούτιν οφείλει να υπερασπιστεί τόσο τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, του οποίου είναι μόνιμο μέλος, όσο και τα συμφέροντά της στην ελεύθερη Κύπρο. Και πάντως, η σχέση της με την Τουρκία δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εκείνο το ζηλευτό επίπεδο που θα δικαιολογούσε τόσο παράτολμα ανοίγματα.
Ωστόσο, για άλλες χώρες δεν θα ήταν απίθανη μια κίνηση εξυπηρέτησης της Τουρκίας, στον βαθμό που η νέα γραμμή της Άγκυρας για επίλυση του Κυπριακού στη βάση της αναγνώρισης της ύπαρξης δύο κρατών στο νησί θα υποβοηθούνταν από κινήσεις διεθνούς νομιμοποίησης του ψευδοκράτους, που από την ανακήρυξή του το 1983 μέχρι σήμερα δεν διατηρεί επίσημες σχέσεις παρά μόνο με την ίδια την κατέχουσα δύναμη.
Πιθανές υποψηφιότητες “προθύμων” θα μπορούσαν να αναζητηθούν μεταξύ των μελών του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας, όπου η επιρροή της Τουρκίας διαρκώς μεγαλώνει, με αντίστοιχο παραγκωνισμό της άλλοτε κυρίαρχης σε αυτόν Σαουδικής Αραβίας. (Ήδη το 1983 το Μπανγκλαντές είχε σπεύσει να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος, αλλά υπαναχώρησε μπροστά στις αντιδράσεις των Αθηνών).
Το Πακιστάν, πάντως, δεν ανήκει σε εκείνες τις χώρες οι οποίες οφείλουν χάριτες στην Άγκυρα ή υφίστανται την τουρκική οικονομική και λοιπή διείσδυση, Αποτελεί δημογραφικό κολοσσό και πυρηνική δύναμη, με ρόλο ολοένα και πιο κρίσιμο για τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή από τη Μέση Ανατολή μέχρι τον Ειρηνικό.
Παρότι προσέφυγε στις υπηρεσίες του ΔΝΤ, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη στις πιέσεις της Δύσης, η κυβέρνηση του Ιμράν Χαν επιδεικνύει τα τελευταία χρόνια ένα ασυνήθιστο πνεύμα ανεξαρτησίας, όπως έδειξε η άρνησή της να εμπλακεί στον πόλεμο της Υεμένης, παρότι η Σαουδική Αραβία, παραδοσιακός πάτρωνας του Ισλαμαμπάντ, θεωρούσε δεδομένη αυτή τη συμμετοχή.
Επιπλέον η κυβέρνηση του Πακιστάν καλλιεργεί ολοένα και περισσότερο τις σχέσεις της με τις ευρασιατικές δυνάμεις, ήτοι τη Ρωσία και κατεξοχήν την Κίνα, με την οποία τη συνδέει ο υπό ανάπτυξη Σινο-Πακιστανικός Οικονομικός Διάδρομος, με έργα ύψους 42 δισ. δολαρίων.
Στις “σταυρωτές” αντιπαραθέσεις της περιοχής, η πρόσβαση στις θαλάσσιες οδούς μέσω των πακιστανικών λιμένων, κατά παράκαμψη των Στενών της Μαλάκκας, αποτελεί για την Κίνα μεγάλο δέλεαρ, ενώ η απόπειρα της Ουάσιγκτον να προσεταιριστεί την Ινδία του Ναρέντρα Μόντι σε ένα σχέδιο ανάσχεσης του Πεκίνου, αυτόματα καλλιεργεί στο Ισλαμαμπάντ τάσεις προσέγγισης εναλλακτικών στηριγμάτων – πόσω μάλλον που η συνεργασία με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” άφησε μάλλον πικρή γεύση και στις δύο πλευρές.
Η σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν, το πιθανότερο σημείο μιας πυρηνικής ανάφλεξης στον πλανήτη, έχει και για τις δύο χώρες υπαρξιακό χαρακτήρα. Και η μεσολαβημένη από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ πρόσφατη σύσφιξη των σχέσεων της Αθήνας με το Δελχί κινδυνεύει να δημιουργήσει ανθελληνικά αντανακλαστικά στο Ισλαμαμπάντ. Τα ιδεολογήματα της “ισλαμοφοβίας” και της “αντι-ισλαμοφοβίας” προσφέρονται πάντοτε για την επένδυση αυτών των κινήσεων.
Χαρακτηριστικά, η διαδήλωση μελών της Πακιστανικής Κοινότητας των Αθηνών έξω από την πρεσβεία της Ινδίας, σε καταγγελία των δεδομένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κασμίρ χαρακτηρίσθηκε για αδιευκρίνιστούς λόγους από μερίδα του ηλεκτρονικού τύπου ως “πρόκληση”.
Από την άλλη, το Πακιστάν, η Τουρκία, το Ιράν και η Μαλαισία έχουν, ως γνωστόν, συγκροτήσει πολιτική πρωτοβουλία καταπολέμησης της ισλαμοφοβίας διεθνώς, με φιλοδοξίες κοινών επικοινωνιακών εγχειρημάτων κ.ο.κ.
Μόνο που η πλήρης εικόνα είναι εξαιρετικά σύνθετη και σκιάζεται στην παρούσα φάση από την υφέρπουσα αντιπαράθεση Άγκυρας-Ισλαμαμπάντ για το μέλλον του Αφγανιστάν. Η συμφωνία ΗΠΑ-Τουρκίας για ανάληψη της φύλαξης του αεροδρομίου της Καμπούλ από τουρκικές δυνάμεις, σε προετοιμασία ευρύτερου ρόλου στην Κεντρική Ασία, δεν είναι ευπρόσδεκτη στο Ισλαμαμπάντ, το οποίο διατηρεί παλαιόθεν δίαυλο με τους Ταλιμπάν μέσω των μυστικών υπηρεσιών του και οπωσδήποτε δεν καλωσορίζει την ενίσχυση της επιρροής τρίτων σε ό,τι θεωρεί “πίσω αυλή” του.
Έντονες είναι οι φήμες ότι η Τουρκία δρομολογεί την μεταφορά ισλαμιστών μισθοφόρων (συμπεριλαμβανομένων και Ουιγούρων εξόριστων από την δυτική Κίνα) από τη Συρία στο Αφγανιστάν, θέλοντας να αποδείξει τη χρησιμότητά της στο δυτικό στρατόπεδο, με το οποίο βρίσκεται σε μια λεπτή διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης.
Διόλου τυχαία, πάντως, οι προελαύνοντες Ταλιμπάν μόλις έθεσαν υπό τον έλεγχό τους το μεθοριακό πέρασμα μεταξύ της Σπιν Μπόλντακ στο Αφγανιστάν και της Σάμαν στο Πακιστάν, ενώ για άλλη μία φορά ανακοίνωσαν ότι οι Τούρκοι στρατιώτες θα αντιμετωπισθούν ως εισβολείς.