Τζον Μπόλτον: Ο άνθρωπος που έφερε την Κίνα στη Μέση Ανατολή

1721
wall

Ένας από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους, που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν θα μας ενοχλήσει, τουλάχιστον για το επόμενο χρονικό διάστημα.

Ο Τζον Μπόλτον, απολύθηκε με εντολή του Αμερικανού προέδρου από τη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, αφού πρώτα πρόλαβε να φέρει τις ΗΠΑ στα πρόθυρα ολοκληρωτικού πολέμου με το Ιράν και τη Βενεζουέλα, να δυναμιτίσει τις προσπάθειες προσέγγισης με τη Βόρεια Κορέα και – σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις – να ακυρώσει τις διαπραγματεύσεις του Λευκού Οίκου με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.

Κάθε λογικός άνθρωπος στις ΗΠΑ θα έπρεπε να χορεύει μεθυσμένος από χαρά για την (έστω και εγκληματικά καθυστερημένη) απόφαση του Τραμπ. Σε αρκετά γραφεία πολιτικών του Δημοκρατικού κόμματος, όμως, όπως και σε ορισμένες από τις φιλελεύθερες ναυαρχίδες του αμερικανικού Τύπου, επικρατούσε κατήφεια.

«Ο Μπόλτον ήταν πάντα καλά ενημερωμένος και σταθερός στις απόψεις του» έγραψε στο twitter o αρθρογράφος των New York Times Νίκολας Κριστόφ, συμπληρώνοντας ότι ο επόμενος σύμβουλος εθνικής ασφαλείας μπορεί να είναι ένα υποχείριο του Τραμπ.

Τι βρίσκεται λοιπόν πίσω από την κρυφή λατρεία των λεγόμενων «προοδευτικών» της Ουάσιγκτον για ένα από τα πιο αιμοδιψή γεράκια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και γιατί ο Τραμπ αποφάσισε την απομάκρυνσή του;

Ο Μπόλτον, ήταν κυνικός και ανήθικος όσο και ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Νίξον, Χένρι Κίσσινγκερ, χωρίς όμως να διαθέτει το βάθος της στρατηγικής σκέψης του λεγόμενου «μάγου της αμερικανικής διπλωματίας».

Οι αποφάσεις του Μπόλτον ήταν τόσο ακραίες στη σύλληψη, ώστε για να υλοποιηθούν απαιτούνταν η άμεση στρατιωτική εμπλοκή του Πενταγώνου – μια απόφαση για την οποία ο Τραμπ δεν έδινε το πράσινο φως, παρά τις πομπώδεις απειλές που εξαπέλυε και ο ίδιος. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα καταστροφικό για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η στάση της υπερδύναμης απέναντι στο Ιράν.

Ο Μπόλτον έστησε την πρόσφατη αντιπαράθεση με την Τεχεράνη σε τρία βήματα: απέδωσε, χωρίς καμία απόδειξη, στην Τεχεράνη τις επιθέσεις που σημειώθηκαν σε ξένα δεξαμενόπλοια στα στενά του Ορμούζ, κάλεσε τη Βρετανία να κατασχέσει το ιρανικό δεξαμενόπλοιο και δημιούργησε τις συνθήκες ενός θερμού επεισοδίου. Όταν όμως ο Τραμπ ακύρωσε την τελευταία στιγμή τα στρατιωτικά αντίποινα για την κατάρριψη ενός αμερικανικού drone που είχε παραβιάσει τον εναέριο χώρο του Ιράν, η μπλόφα του Μπόλτον τινάχτηκε στον αέρα.

Το αποτέλεσμα των νέων κυρώσεων προς την Τεχεράνη που υπέγραψε ο Τραμπ και των απειλών, χωρίς αντίκρισμα, που εξαπέλυε ο Μπόλτον, ήταν ότι το Ιράν άρχισε να περνά σταδιακά στη σφαίρα επιρροής της Κίνας. Το Πεκίνο υποσχέθηκε επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων και σύμφωνα με πληροφορίες προτίθεται να στείλει και στρατιωτικές δυνάμεις για την προστασία τους. Οι ΗΠΑ, δηλαδή, κατάφεραν να απομακρύνουν από την περιοχή τους ευρωπαίους επιχειρηματίες (στους οποίους μπορούν να ασκούν ευκολότερα έλεγχο) και έφεραν μέσα στα πόδια τους τον βασικό στρατηγικό τους αντίπαλο.

Παρά τις τρομακτικές συνέπειες που έχουν για τον λαό του Ιράν οι δολοφονικές κυρώσεις των ΗΠΑ, η Τεχεράνη βγαίνει σαφώς κερδισμένη από την πρόσφατη αντιπαράθεσή της με την Ουάσιγκτον – και σε μεγάλο βαθμό το οφείλει στον Μπόλτον. Ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας εξυπηρετούσε ίσως τις επιδιώξεις τοπικών δυνάμεων όπως το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, που θέλουν να σύρουν τις ΗΠΑ σε πόλεμο με το Ιράν, αλλά προκαλούσε τρομακτική ζημιά στα συμφέροντα της Ουάσιγκτον.

Παρόμοιες συνθήκες δημιουργήθηκαν, σε μικρογραφία, και με τη Βενεζουέλα. Ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να είχε εξοργιστεί με τις διαβεβαιώσεις του Μπόλτον ότι ο Μαδούρο θα έπεφτε μέσα σε 48 ώρες μετά το πραξικόπημα που επιχείρησε ο Γκουαϊδό, και σύρθηκε σε μια αντιπαράθεση για την οποία δεν είχε προετοιμαστεί. Οι ΗΠΑ απέτυχαν να ανατρέψουν μια εχθρική κυβέρνηση στη Νότια Αμερική – ίσως το μόνο πράγμα που ξέρουν να κάνουν με επιτυχία από το 1954, όταν η CIA πραγματοποίησε το πρώτο της πραξικόπημα στη Γουατεμάλα.

Δεν αποτελεί έκπληξη φυσικά ότι και σε αυτή την περίπτωση ενισχύθηκαν εχθρικές για τις ΗΠΑ χώρες, όπως η Κίνα, που έσπευσαν να προσφέρουν βοήθεια και διευκολύνσεις στην αποκλεισμένη κυβέρνηση του Μαδούρο. Αντίθετα οι χώρες, όπως η Ελλάδα, που έσπευσαν να υπακούσουν στις εντολές Μπόλτον για την αναγνώριση του Γκουαϊδό οδηγήθηκαν σε διπλωματικό αδιέξοδο.

Η σταγόνα, όμως που φαίνεται να έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει για τον Ντόναλντ Τραμπ, ήταν η προσπάθεια του Μπόλτον να ακυρώσει τις μυστικές συνομιλίες που πραγματοποιούσε ο Λευκός Οίκος με τους Ταλιμπάν. Ο Αμερικανός πρόεδρος χρειαζόταν απεγνωσμένα μια συμφωνία η οποία θα του επέτρεπε να επιστρέψει στρατιωτικές δυνάμεις στις ΗΠΑ πριν από τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Υπό μια έννοια, η εικόνα που είχε ο Αμερικανός πρόεδρος, μέσα στο θολωμένο του μυαλό, για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ήταν πολύ πιο ρεαλιστική και συνεκτική από αυτή του πρώην συμβούλου εθνικής ασφαλείας. Αναγνωρίζοντας ότι ο εχθρός, που απειλεί υπαρξιακά την αμερικανική παντοκρατορία, είναι η Κίνα, έστρεφε σταδιακά όλες τις δυνάμεις του εναντίον του Πεκίνου επιχειρώντας να απαγκιστρωθεί από άλλα ανοιχτά μέτωπα. Με αυτό τον τρόπο, θα έμενε πιστός στις προεκλογικές του εξαγγελίες για μια πιο απομονωτική εξωτερική πολιτική χωρίς όμως να χάνει τον στόχο της ενίσχυσης του αμερικανικού imperium.

Προφανώς, η αντιπαράθεση Τραμπ-Μπόλτον δεν αφορά τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Είναι η αντανάκλαση μιας λυσσαλέας μάχης που διεξάγεται στην Ουάσιγκτον ανάμεσα σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα με διαφορετικές προτεραιότητες στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυο πλευρές τέμνει και τα δυο πολιτικά κόμματα, γεγονός που εξηγεί και τη δυσφορία μεγάλου τμήματος των Δημοκρατικών για την απομάκρυνση του Μπόλτον.

Το πρόβλημα για εμάς είναι ότι όποια πλευρά και αν επικρατήσει η αμερικανική επιθετικότητα θα παραμείνει σταθερή, ακόμη και αν εστιάζεται σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Ίσως, η καλύτερη απόδειξη για το ότι δεν υπάρχει σωτηρία από την πολιτική των ΗΠΑ είναι ότι ως προσωρινός αντικαταστάτης του Μπόλτον στη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας διορίστηκε ο Τσάρλς Κούπερμαν, πρώην στέλεχος της πολεμικών βιομηχανιών όπως η Lockheed Martin και η Boeing. Των εταιρειών, δηλαδή, που έβλεπαν την αξία των μετοχών τους να εκτινάσσεται στα ύψη, ύστερα από κάθε επιθετική ενέργεια που αποφάσιζε ο Τζον Μπόλτον.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας