Ιστορικά, η κινητήρια δύναμη των παραγωγικών και οικονομικών εξελίξεων καθώς και της αποκατάστασης της τάξης του κέρδους στις καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής, ήταν και είναι η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, με τις συνακόλουθες βραχυπρόθεσμες και μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και διαφοροποιήσεις στην απασχόληση, τις ειδικότητες, τις συνθήκες και τον χρόνο εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, τους μισθούς, την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας, την κοινωνική προστασία, κ.λ.π. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τους τελευταίους τρείς αιώνες, η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας σε επίπεδο εθνικών οικονομικών και κοινωνικών σχηματισμών, εξισορροπούσε το επίπεδο της εργασίας, σε όρους πλήρους και σταθερής απασχόλησης, διαμέσου της ρύθμισης της αγοράς εργασίας και των διακλαδικών και διατομεακών ροών των εργαζομένων, κατά βάση, μεταξύ του αγροτικού και του μεταποιητικού τομέα καθώς και του τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα, κατά την μεταπολεμική περίοδο. Στις τεχνολογικές και παραγωγικές αυτές συνθήκες του κευνσιανού-φορντικού υποδείγματος, η ανεργία περιορίζεται στο επίπεδο της λεγόμενης ανεργίας τριβής και η κοινωνική προστασία διαμέσου της θεώρησης των κοινωνικών δαπανών ως αναπαραγωγικών δαπανών, αναδεικνύεται ως αναγκαία συνθήκη της διατήρησης, μεταξύ των άλλων, του επιπέδου της ζήτησης και της κατανάλωσης, συμβάλλοντας, στον βαθμό που την αφορά, τόσο στην κοινωνική αναπαραγωγή, όσο και στην διευρυμένη αναπαραγωγή της συσσώρευσης κεφαλαίου. Παράλληλα, σε παγκόσμιο επίπεδο η οργάνωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής διεθνοποιείται (ισότιμες σχέσεις μεταξύ των χωρών), με την έννοια των κρατικών παρεμβάσεων και της εξασφάλισης, κατ΄αυτόν τον τρόπο, της σύνδεσης μεταξύ της πολιτικής, της παραγωγής, του εμπορίου και του χρήματος. Αυτό το φορντικό και διεθνοποιημένο υπόδειγμα, εξαντλεί σταδιακά τις δυνατότητες αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης, της απασχόλησης, της παραγωγικότητας, της συσσώρευσης κεφαλαίου και του κέρδους, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ανατρέπεται εξαιτίας, κατά βάση, των συντελούμενων παγκοσμίως γεωπολιτικών εξελίξεων της συγκεκριμένης περιόδου. Παράλληλα, αντικαθίσταται από το νεοφιλελεύθερο παραγωγικό και εργασιακό υπόδειγμα της παγκοσμιοποίησης (άνισες σχέσεις μεταξύ των χωρών), της απελευθέρωσης, της ευελιξίας της απασχόλησης, των εργασιακών σχέσεων, της κοινωνικής προστασίας, κ.λ.π., από τις σχετικές, μεταξύ των άλλων, πρωτοβουλίες της αμερικάνικης οικονομίας, διαμέσου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίοι υποστήριξαν με τους πιο υψηλούς τόνους « την αναγκαιότητα μίας νέας παγκόσμιας προσήλωσης στην ανεμπόδιστη ροή των νέων τεχνολογιών, των κεφαλαίων και του εμπορίου». Το επιχείρημα της μετάβασης στο νεοφιλελεύθερο παραγωγικό και εργασιακό υπόδειγμα, της παγκόσμιας τεχνολογικής, νομισματικής, εμπορικής, χρηματιστικής απελευθέρωσης και της ευέλικτης και ανασφαλούς απασχόλησης, που συνοδεύεται από την αυτονόμηση του από πολιτικές επιλογές και λειτουργίες της πραγματικής οικονομίας, ήταν ότι «η παγκοσμιοποίηση στις νέες συνθήκες της ταχείας εξέλιξης της ψηφιακής τεχνολογίας, των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, του αυτοματισμού, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης είναι αναγκαία και αναπόφευκτη».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα της εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες, εστιάζονται, κατά κύριο λόγο, στην οικονομική, κοινωνική και γεωοικονομική-γεωπολιτική σφαίρα της παγκόσμιας οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, στην οικονομική σφαίρα διαπιστώνεται, σύμφωνα με πρόσφατη (2017) Έκθεση του ΟΟΣΑ, ότι «το εμπόριο και οι ροές των άμεσων ξένων επενδύσεων από το 17% και 0,9% που συνέβαλαν στο παγκόσμιο ΑΕΠ το 1990, το 2016 συνεισέφεραν το 28% και το 3,2% αντίστοιχα». Ταυτόχρονα, διαμέσου της στρατηγικής και των αντίστοιχων ασκούμενων πολιτικών της άνισης ανταλλαγής μεταξύ των χωρών, εντάχθηκαν στην διαδικασία εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης και των οικονομικών και κοινωνικών ευελιξιών, υπανάπτυκτες χώρες, οι οποίες προσέφεραν, με το επιχείρημα υπέρβασης του επιπέδου φτώχειας του πληθυσμού τους, φθηνό εργατικό δυναμικό αλλά και δυνατότητες συσσώρευσης υψηλού επιπέδου κερδοφορίας στις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Στην κοινωνική σφαίρα διαπιστώνεται ότι η εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης και της ευελιξίας, συνέβαλε στην ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων τόσο στις υπανάπτυκτες (ένταση του εργασιακού και κοινωνικού αποκλεισμού μεγάλου και μη ειδικευμένου τμήματος του πληθυσμού), όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες (αύξηση της ανεργίας, μείωση των εισοδημάτων), από τις οποίες μετανάστευσαν τα κεφάλαια, η τεχνολογία και οι επιχειρήσεις, εξαιτίας, μεταξύ των άλλων, της αφαίρεσης από το Κράτος των αναδιανεμητικών του ικανοτήτων και λειτουργιών.
Έτσι, οι συντελούμενες εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης και της ευελιξίας τόσο στις υπανάπτυκτες, όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες δημιούργησαν συνθήκες κοινωνίας 2/3, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται στις ημέρες μας, για την επέκταση της φτωχοποίησης ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού. Τέλος, στην γεωοικονομική-γεωπολιτική σφαίρα, η εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης και της ευελιξίας, συνέβαλε στην αναβάθμιση της διεθνούς οικονομικής θέσης της Κίνας αλλά και άλλων χωρών (π.χ. Ινδία), σε βαθμό που να απειλείται η κυριαρχική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τις σχέσεις των δύο χωρών. Όμως, όπως υποστηρίζεται (G. Allison, 2017), «η πυκνή οικονομική αλληλεξάρτηση αυξάνει το κόστος και ως εκ τούτου μειώνει την πιθανότητα του πολέμου». Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο σχεδιασμός και η εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης και της ευελιξίας συνέβαλε, μεταξύ των άλλων, στην ένταση της κερδοφορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου από μη παραγωγικές δραστηριότητες καθώς και στην υποβάθμιση της εργασίας, στην καθίζηση των αμοιβών, στην αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης και των οικονομικών και κοινωνικών ευελιξιών, βασίσθηκε στην αντίφαση ανάμεσα στην ολοκλήρωση του χρηματο-πιστωτικού τομέα καθώς και στην αποσύνθεση της πραγματικής οικονομίας (αλλαγή του παραγωγικού και εργασιακού υποδείγματος) και ιδιαίτερα της εργασίας, της απασχόλησης και του κράτους – πρόνοιας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έτσι, εξ’ αυτού του λόγου, μεταξύ των άλλων, η διεθνής οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την ένταση των συστατικών στοιχείων αυτής της αντίφασης, πλήττει εντονότερα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, όλες τις πτυχές (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές) του παγκόσμιου συστήματος. Πράγματι, οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, συνθήκες αμφισβήτησης ή ανατροπής της παγκοσμιοποίησης και των ευελιξιών στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική προστασία, οι οποίες, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα δεκαετία, εκφράζονται κοινωνικά και πολιτικά με την διεύρυνση της επιρροής, από την μία πλευρά των δυνάμεων της αντι-παγκοσμιοποίησης που διεκδικούν την εγκαθίδρυση του υποδείγματος της διεθνοποίησης με την ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων μεταξύ των χωρών και των παρεμβάσεων των δημόσιων πολιτικών στις οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες και από την άλλη πλευρά των δυνάμεων του προστατευτισμού, του εθνοκεντρισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Στο διεθνές αυτό περιβάλλον των αντιπαραθέσεων κατά της παγκοσμιοποίησης και των οικονομικών και κοινωνικών ευελιξιών, αξίζει να σημειωθεί η ευρωπαϊκή επιλογή (Διακήρυξη της Ρώμης της 25/3/2017) των πολλαπλών ταχυτήτων, η οποία αποτελεί ουσιαστικά μία διολίσθηση νέο-αποικιοκρατικού τύπου της Ευρώπης, απέναντι στις επιδιωκόμενες, κυρίως, από τις ΗΠΑ, ανακατατάξεις και μετασχηματισμούς της παγκοσμιοποίησης, της ευελιξίας και του διεθνούς εμπορίου, με κίνδυνο να δημιουργηθούν στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνθήκες ευρωπαϊκού κανιβαλισμού από τις ανεπτυγμένες προς τις υπανάπτυκτες ή τις αναπτυσσόμενες χώρες της ευρωπαϊκής ανατολής και του ευρωπαϊκού νότου.
Η ευρωπαϊκή αυτή κατεύθυνση, από μία παγκοσμιοποιημένη οπτική εισάγει στο υπόδειγμα της παγκοσμιοποίησης και των οικονομικών και κοινωνικών ευελιξιών, έναν αποσταθεροποιητικό παράγοντα, με την έννοια της θεσμοποίησης ενός υποδείγματος κατακερματισμού και ασυμμετρίας της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας και όχι από ένα σταθεροποιητικό παράγοντα, με την έννοια της ανάπτυξης ισότιμων σχέσεων μεταξύ των χωρών και θεσμικών παρεμβάσεων των δημόσιων πολιτικών στις οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.