Τα παράδοξα του αποτελέσματος των ιρανικών εκλογών

602
ιρανικές εκλογές

Το Ιράν είναι χώρα των παραδόξων – και η Δύση δεν τα καταφέρνει (ίσως ούτε το προσπαθεί) να την κατανοήσει. Οι εκλογές οι οποίες ανέδειξαν νέο πρόεδρο της χώρας τον σκληροπυρηνικό Εμπραχίμ Ραϊσί το επιβεβαιώνουν αυτό για άλλη μία φορά.

Η εκτός συνόρων συζήτηση σε σχέση με τις ιρανικές προεδρικές εκλογές αφορά συνήθως το τι μπορούν αυτές να μας αποκαλύψουν αφενός για τη σταθερότητα του καθεστώτος της Ισλαμικής Δημοκρατίας, υπό την οπτική και της αναμέτρησης μεταρρυθμιστών-συντηρητικών, και αφετέρου για τη στάση της Τεχεράνης στις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό της πρόγραμμα. Ωστόσο, η σημασία της συγκεκριμένης εκλογικής μάχης βρίσκεται αλλού.

Το καθεστώς της Ισλαμικής Δημοκρατίας δεν απειλείται: επιβιώνει 42 χρόνια τώρα εν μέσω αφόρητων διεθνών πιέσεων και κυρώσεων, συνδυάζοντας, όπως το δείχνει και η ονομασία του, σε ένα ιδιόμορφο υβρίδιο τους θεοκρατικούς με τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, διατηρώντας την ενεργητική στήριξη ενός τμήματος της ιρανικής κοινωνίας, το οποίο μπορούμε διαισθητικά να υπολογίσουμε στο 40% του πληθυσμού, και αντλώντας τη νομιμοποίησή του κυρίως από το εθνικό αίσθημα.

Η ζωηρή και διεκδικητική ιρανική κοινωνία δηλώνει διαρκώς την παρουσία της είτε με διαδηλώσεις που ξεσπούν κατά καιρούς είτε με αδιάκοπες δοκιμές μετατόπισης των ορίων του επιτρεπτού στην καθημερινή ζωή. Όμως από αυτό δεν προκύπτει ευθύγραμμα η εικόνα ενός “ετοιμόρροπου” πολιτεύματος, όπου η “αλλαγή καθεστώτος” βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Κατά μία έννοια, οι πάντες προϋποθέτουν το κεκτημένο της Επανάστασης του 1979, όποια ιδέα και αν έχουν για τη μελλοντική πορεία της χώρας – και πάντως αντιμετωπίζουν τις εξωτερικές πιέσεις με αντανακλαστικά υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας και με την αυτοπεποίθηση των φορέων ενός αρχαίου πολιτισμού.

Οι “μεταρρυθμιστές”, αποτελούν και αυτοί τέκνα της Ισλαμικής Δημοκρατίας, τη διακυβέρνηση της οποίας ανέλαβαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’90. Υπήρξαν όμως εξαιρετικά άτυχοι κατά την οκταετή προεδρία του Χασάν Ροχανί, καθώς προσέκρουσαν αφενός στο “φαινόμενο Τραμπ” και αφετέρου στην πανδημία του κορονοϊού. Πολύ πριν το Συμβούλιο των Θεματοφυλάκων εγκρίνει μόνο έναν περιορισμένο αριθμό προεδρικών υποψηφιοτήτων, ευνοώντας εμφανώς τον Ραϊσί, οι μεταρρυθμιστές είχαν χάσει, γιατί η βασική τους επαγγελία, ήτοι η οικονομική ανάπτυξη δια της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Δύση, βυθίστηκε στις νέες συντριπτικές κυρώσεις που επέβαλλε ο Ντόναλντ Τραμπ, αποσύροντας τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα – κορυφαίο επίτευγμα του μεταρρυθμιστή και αμερικανοτραφούς υπουργού Εξωτερικών Μοχάμαντ Τζαβαντ Ζαρίφ.

Και το τραύμα αυτό (που έγινε βαθύτερο με την δολοφονία του στρατηγού Σολεϊμανί των Φρουρών της Επανάστασης) δεν μπορεί να επουλωθεί διότι καθιστά την προοπτική εξομάλυνσης των σχέσεων Ιράν και Δύσης έρμαιο των εκάστοτε εσωτερικών εξελίξεων στις ΗΠΑ, ενώ έτεροι συνυπογράψαντες τη συμφωνία του 2015, όπως οι “τρεις μεγάλοι” της Ευρώπης φάνηκαν ανίκανοι να την υπερασπισθούν.

Έκτοτε, ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεϊ δεν χάνει την ευκαιρία να διακηρύσσει ότι η χώρα του δεν πρέπει ποτέ ξανά να εμπιστευτεί τις ΗΠΑ. Όμως δεν λέει όλη την αλήθεια.

Η άνοδος του Τζο Μπάιντεν στην εξουσία θέτει επί τάπητος την επιστροφή των ΗΠΑ στην συμφωνία του 2015, εν μέσω της αντιφατικής προσπάθειας της Ουάσιγκτον να αποτρέψει την ανάδειξη του Ιράν σε πυρηνική στρατιωτική δύναμη, αλλά και να αποσπάσει νέες παραχωρήσεις ως προς το βαλλιστικό πρόγραμμα και τη “διεθνή συμπεριφορά” της Ισλαμικής Δημοκρατίας.

Όμως ο διαπραγματευτικός φάκελος βρίσκεται πλέον στα χέρια του Χαμενεϊ (και των Φρουρών της Επανάστασης): η Τεχεράνη δεν θα επιστρέψει στην συμφωνία αν δεν αρθούν προηγουμένως οι αμερικανικές κυρώσεις. Την ίδια στιγμή βαθαίνουν οι σχέσεις του Ιράν με την Ρωσία και την Κίνα (με την οποία υπεγράφη 25ετής επενδυτική συμφωνία), ενώ στη Βαγδάτη φιλοξενούνται συνομιλίες με τη Σαουδική Αραβία, καθώς οι μεγάλοι περιφερειακοί ανταγωνιστές δείχνουν πρόθυμοι να συνεννοηθούν ερήμην τρίτων.

Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης στέκονται ιδιαίτερα στο ποσοστό προσέλευσης στις προεδρικές εκλογές (48%), το χαμηλότερο από τότε που υπάρχει Ισλαμική Δημοκρατία. Όμως το ποσοστό αυτό (που σε έναν βαθμό επιδείνωσε και η πανδημία) απλώς αποτυπώνει την διαλυτική αποθάρρυνση στο στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών, ο κύριος υποψήφιος των οποίων, ο κεντρικός τραπεζίτης Αμπντολνάσερ Χεματί, κατετάγη τρίτος, μετά τον έτερο συντηρητικό υποψήφιο Μοχσέν Ρεζαεϊ.

Στην πραγματικότητα, η μάχη που κυρίως δόθηκε αφορούσε τους εσωτερικούς συσχετισμούς και το μέλλον του συντηρητικού στρατοπέδου – εξ ού και ο θεαματικότερος αποκλεισμός υποψηφιότητας από το Συμβούλιο των Θεματοφυλάκων ήταν του πρώην προέδρου της Βουλής και διαχρονικού insider, Αλί Λαριτζανί. Ο 82χρονος και καρκινοπαθής Χαμενεϊ φέρεται να προετοιμάζει τον Ραϊσί για διάδοχό του. Προφανώς, ο υπολογισμός του είναι ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο το “άνοιγμα” του Ιράν στη Δύση θα επιτευχθεί – και καταλληλότεροι για να το υλοποιήσουν θα είναι παραδόξως εκείνοι οι συντηρητικοί που θα εγγυηθούν ότι οι νέες οικονομικές σχέσεις δεν θα οδηγήσουν και σε πολιτικές ανατροπές.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας