Τουλάχιστον διατηρείται μια αίσθηση αναλογίας. Το 2014, ο ιρακινός στρατός, ο οποίος επί 11 χρόνια εκπαιδευόταν και εξοπλιζόταν από τις ΗΠΑ, εξανεμίσθηκε μέσα σε τρεις ημέρες μπροστά στην επέλαση του “Ισλαμικού Κράτους”. Στο Αφγανιστάν η επένδυση των Αμερικανών και των συμμάχων τους είχε μεγαλύτερο βάθος – εξ ού και ο αφγανικός κυβερνητικός στρατός, του οποίου η εκπαίδευση διήρκεσε είκοσι χρόνια και κόστισε 88 δισ. δολάρια, χρειάστηκε μία εβδομάδα, πριν καταρρεύσει ενώπιον των Ταλιμπάν.
Η επιστροφή στην Καμπούλ των “ιεροσπουδαστών” οι οποίοι την είχαν εγκαταλείψει το 2001, ως παρίες της διεθνούς κοινότητας, μετά από έναν σύντομο πόλεμο στον οποίο συνασπίσθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους μέχρι τη Ρωσία και το Ιράν, σηματοδοτεί ασφαλώς ένα “τέλος εποχής”, όχι μόνο για το πολύπαθο Αφγανιστάν, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο: το τέλος της εποχής της δια των όλων εξαγωγής των δυτικών αξιών.
Η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολεμική περιπέτεια στην ιστορία των ΗΠΑ, η μόνη χερσαία επιχείρηση που ανέλαβαν από κοινού οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, η εμβληματική πρεμιέρα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” κατέληξε σε ένα τεράστιο πλήγμα στην αξιοπιστία των ΗΠΑ – αυτήν ακριβώς της οποίας η μέριμνα διαφύλαξης παρέτεινε την στρατιωτική εμπλοκή πολύ πέραν του αναγκαίου.
Δύσκολα πλέον θα επικαλείται η Ουάσιγκτον τις πληροφορίες των υπηρεσιών της, όταν με βάση αυτές μόλις τον προηγούμενο μήνα ο πρόεδρος Μπάιντεν απέκρουε κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα κατάρρευσης της κυβέρνησης της Καμπούλ. Και πολύ δύσκολα βεβαίως κανείς θα επενδύει στο εξής στην προστασία των ΗΠΑ, είτε σε κρατικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο, όταν οι μεν Ευρωπαίοι συναυτουργοί της αφγανικής αποτυχίας σπεύδουν να εκκενώσουν και αυτοί τις πρεσβείες τους στην Καμπούλ, οι δε ντόπιοι συνεργάτες των νατοϊκών δυνάμεων (ένα τεράστιο πλήθος που περιλαμβάνει από οδηγούς μέχρι μεταφραστές – και τις οικογένειές τους) εγκαταλείπεται στην αντεκδίκηση των Ταλιμπάν και αντιμετωπίζεται μάλιστα ως απειλητικό δυνάμει προσφυγικό ρεύμα από τις χώρες στις οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους.
Μολονότι δε η τελική έκβαση ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, η ευκολία και η ταχύτητα με την οποία οι Ταλιμπάν εκπλήρωσαν τον στόχο της καθιστά τις εξελίξεις απολύτως εντυπωσιακές. Δεν ήταν αυτό που συντελέσθηκε κάποια συντριπτική στρατιωτική επικράτηση των Ταλιμπάν όσο μια ραγδαία απώλεια κάθε διάθεσης αντίστασης από μέρους των μέχρι πρότινος αντιπάλων τους – σαν κάποιος να φώναξε ξαφνικά “ο βασιλιάς είναι γυμνός”.
Η “γύμνια” βέβαια αφορούσε την διαφθορά και αντιδημοφιλία της κυβέρνησης Γάνι, η οποία βυθισμένη στις εσωτερικές της φατριαστικές αντιθέσεις ήταν αδύνατο να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον κυβερνητικό στρατό και να διατηρήσει κάποιαν ικανοποιητική επικοινωνία με τα πεδία των μαχών. Άλλωστε, οι ίδιοι οι αμερικανικοί χειρισμοί έδωσαν με έναν τρόπο το σινιάλο της κατάρρευσης: το ότι οι Ταλιμπάν βρέθηκαν ήδη από την εποχή Τραμπ να συνομιλούν με τη διεθνή κοινότητα στη Ντόχα, πιστοποιούσε ότι το μέλλον της χώρας τους συμπεριλαμβάνει αναπόφευκτα, ενώ η εσπευσμένη εκκένωση από τους Αμερικανούς της μεγάλης βάσης του Μπαγκράμ (εν μέσω της νυκτός χωρίς καν να ειδοποιηθεί το αφγανικό υπουργείο Άμυνας) ασφαλώς δεν γέννησε στους τοπικούς δρώντες τη διάθεση να πολεμήσουν μέχρι τέλους.
Σε μία κοινωνία που παραμένει οργανωμένη φυλετικά και όπου οι διαφορετικές και αντιμαχόμενες πλευρές εξακολουθούν να υπακούουν στους ίδιους για όλους πολιτισμικούς κώδικες (μεταξύ άλλων και της “εξαγοράς νομιμοφροσύνης”) οι Ταλιμπάν βρέθηκαν να ελέγχουν την μία επαρχία μετά την άλλη, έπειτα από συμφωνίες που επέτρεπαν την ασφαλή αποχώρηση των υπερασπιστών τους, με παράδοση του αμερικανικής κατασκευής εξοπλισμού τους.
Συνέβη αυτό και με τη Χεράτ, για της οποίας τον σιιτικό πληθυσμό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το Ιράν, αλλά και με τη Μαζαρ-ι-Σαρίφ, κάποτε προπύργιο του ουζμπεκικής εθνότητας πρώην πράκτορα της KGB και νυν ανθρώπου του Ερντογάν, στρατηγού Ρασίντ Ντόστουμ. Μάλιστα, η “προέλαση” των Ταλιμπάν ξεδιπλώθηκε κατά προτεραιότητα στον “εχθρικό” Βορρά, και όχι στον Νότο, όπου και η εθνολογική τους βάση, και είχε ως αποτέλεσμα, πολύ πριν την πτώση της Καμπούλ, τον έλεγχο όλων των χερσαίων συνόρων, γεγονός που αντικειμενικά αναβάθμιζε τους νέους κυρίαρχους της χώρας σε συνομιλητές των γειτονικών χωρών.
Είναι μέγα ερώτημα αν οι τοπικές αυτές συμφωνίες “λιπάνθηκαν” με τα αναμενόμενα χρηματικά ανταλλάγματα – και αν ναι, από πού μπορεί να προήλθαν αυτά.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν κάποιοι διεθνείς παίκτες που αντιμετωπίζουν με χαρακτηριστική ψυχραιμία την επόμενη μέρα. Αίφνης, η Ρωσία και η Κίνα δεν βλέπουν λόγο για να απομακρύνουν το διπλωματικό τους προσωπικό από την Καμπούλ, ενώ η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα σχολίασε δηκτικά την “αλλαγή σκυτάλης” στο Αφγανιστάν ως αναμέτρηση δύο διαφορετικών προϊόντων της αμερικανικής σκέψης – εννοώντας τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές και τους θιασώτες του “αντιτρομοκρατικού” εκδημοκρατισμού.
Σε ένα τοπίο, όπου οι αμερικανικές φιλοδοξίες του nation building είχαν δώσει προ πολλού τη θέση τους (όπως λ.χ. και στο Ιράκ) στην απλή διαχείριση αστάθειας, με κύριο ζητούμενο για τη Δύση την παρενόχληση εκείνων των δυνάμεων που δρομολογούν την “ευρασιατική ολοκλήρωση”, η επανεμφάνιση στην Καμπούλ μιας ισχυρής εξουσίας, έστω και αδιευκρίνιστων προθέσεων, η οποία να χαλιναγωγεί τους πολεμάρχους (και νεοφυείς απειλές όπως το “Ισλαμικό Κράτος στο Αφγανιστάν”) και να διεκδικεί τη νομιμοποίησή της με κάποιες επιδείξεις “υπευθυνότητας” είναι μάλλον ευπρόσδεκτη στη Μόσχα, το Πεκίνο και την Τεχεράνη – η οποία μόλις ανακοινώθηκε ότι έγινε δεκτή ως πλήρες μέλος στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης.