Ο Τζεφ Μπέζος είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο. Η ατομική περιουσία του φτάνει τα 177 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εταιρεία την οποία ίδρυσε και της οποίας παραμένει CEO είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αμερικανική εταιρεία (πρώτη είναι η Walmart) και η κεφαλαιοποίησή της ξεπερνά το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Απασχολεί παγκοσμίως πάνω από 1,3 εκατομμύρια εργαζομένους.
Και δεν θέλει να έχει εργατικά σωματεία και συνδικαλισμένους εργαζομένους.
Αυτό τουλάχιστον δείχνει ο τρόπος που αντιμετώπισε η Amazon την προσπάθεια να αποκτήσει συνδικαλιστική εκπροσώπηση μια τεράστια αποθήκη της στο Μπέσεμερ της Αλαμπάμα.
Και μέχρι τώρα, δυστυχώς, πετυχαίνει το σκοπό της.
Η σύγκρουση γύρω από τη συνδικαλιστική οργάνωση στην Amazon
Με ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου να περνάει μέσα από τις αποθήκες και τα δίκτυα διανομής επιχειρήσεων όπως η Amazon, οι χώροι αυτοί γίνονται ολοένα και περισσότερο πεδία δοκιμής νέων μοντέλων εργασιακών σχέσεων.
Το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την εργασία στην Amazon είναι η συνεχής πίεση για απόδοση, μέσα σε έναν εργασιακό χώρο όπου ο βαθμός ψηφιακής ολοκλήρωσής του επιτρέπει την καταγραφή και την αποτίμηση των πρακτικών του κάθε εργαζόμενου.
Οι καταγγελίες εργαζομένων για τις συνθήκες στις επιχειρήσεις είναι πολλές και αφορούν την τρομακτική πίεση να πετυχαίνουν τον προβλεπόμενο ρυθμό (που μπορεί να φτάνει τα 7 δευτερόλεπτα ανά αντικείμενο), ακόμη και όταν π.χ. κάποιο αντικείμενο σπάσει και χρειαστεί να καθαριστεί το σημείο, ατυχήματα σε υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όσο, ελάχιστον χρόνο για διάλειμμα (στις ολοένα και πιο μεγάλες αποθήκες ενίοτε ο χρόνος του διαλείμματος δεν φτάνει καν για προλάβει κάποιος να μετακινηθεί προς την τουαλέτα και να επιστρέψει). Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα διαρκούς επιτήρησης των εργαζομένων και απειλής για απόλυση εάν δεν μπορούν να αποδώσουν.
Την ίδια στιγμή η Amazon που διαρκώς επεκτείνει τις δραστηριότητές της, με την πανδημία να αυξάνει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση για ηλεκτρονικό εμπόριο, διαρκώς προσλαμβάνει και σε ορισμένες περιοχές γίνεται ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες.
Στο παρελθόν η Amazon έχει προσπαθήσει να αποτρέψει κάθε προσπάθεια να οργανωθούν συνδικαλιστικά οι μεγάλες αποθήκες της. Σημειώνουμε ότι στην Αμερική για να θεωρηθεί ένας εργασιακός χώρος ότι έχει συνδικαλιστική εκπροσώπηση (που σημαίνει ότι οι εκπρόσωποι του σωματείου μπορούν να κάνουν διαπραγμάτευση να ζητήσουν καλύτερες συνθήκες, να καταγγείλουν συλλογικά) πρέπει να οργανωθεί ψηφοφορία των εργαζομένων και να ληφθεί από την πλειοψηφία η σχετική απόφαση.
Όποτε συνέβη αυτό, η Amazon έσπευδε να χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να εξασφαλίσει ότι δεν θα μπορέσουν τα συνδικάτα να κερδίσουν αυτές τις ψηφοφορίες. Σε τέτοιο βαθμό που το 2016 υποχρεώθηκε από το National Labor Relations Board (το αντίστοιχο του δικού μας Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας) να δηλώσει ότι δεν θα προσπαθεί να εξαναγκάσει εργαζομένους να μην μπουν σε συνδικάτα (χωρίς ωστόσο να παραδεχτεί ότι αυτό ακριβώς ήταν που έκανε.
Για τα συνδικάτα τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες η μάχη είναι πολύ σημαντική. Εταιρείες όπως η Amazon με το μέγεθος και τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν διαμορφώνουν συνολικά το κλίμα στους εργασιακούς χώρους. Έπειτα οι χώροι εργασίας της Amazon μπορεί να έχουν ασφυκτική εργασιακή πίεση αλλά είναι πολύ μαζικοί και οποιαδήποτε εργατική κινητοποίηση μπορεί να έχει αντίκτυπο σε μια εργασιακή διαδικασία που στηρίζεται στη συνεχή ροή. Αυτό εξηγεί γιατί η Amazon δεν θέλει συνδικάτα αλλά και γιατί για τα συνδικάτα είναι σημαντικό να αποκτήσουν πρόσβαση σε τέτοιους χώρους. Επιπλέον, με τις αλλαγές στο εργασιακό τοπίο και την οικονομική κρίση συχνά χώροι όπως η Amazon γίνονται η αναγκαστική επιλογή εργαζομένων που έρχονται από χώρους με μεγαλύτερη συνδικαλιστική παράδοση.
Η μάχη στην Αλαμπάμα
Η αποθήκη στο Μπέσεμερ της Αλαμπάμα είχε ανοίξει πρόσφατα και ήταν τμήμα της προσπάθειας της εταιρείας να επεκταθεί και να μπορεί να έχει μεγάλες αποθήκες και κέντρα διανομής κοντά σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα. Άλλωστε το 2020 η Amazon προσέλαβε πάνω από 400.000 νέους εργαζομένους στις ΗΠΑ.
Η συνεχής επιτήρηση και πίεση προκάλεσε την αντίδραση ορισμένων εργαζομένων που προσέγγισαν το σωματείο των εργαζομένων στο λιανικό εμπόριο. Αρχικά κατάφεραν να συγκεντρώσουν 2000 υπογραφές εργαζομένων που ήθελαν να γίνει ψηφοφορία για το εάν θα μπουν στο σωματείο. Αυτό επέτρεψε στο National Labor Relations Board να εγκρίνει την εκλογή.
Όμως, η μάχη ήταν άνιση. Η εταιρεία έκανε μια τεράστια διαφημιστική εκστρατεία κατά του συνδικάτου. Το βασικό της επιχείρημα ήταν ότι έδινε από μόνη της κατώτερο ωρομίσθιο 15 δολάρια (διπλάσιο από αυτό που ισχύει στην Πολιτεία της Αλαμπάμα) και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και άρα δεν χρειάζονταν συνδικάτα (υπογραμμίζοντας ότι τα συνδικάτα θα ζητούσαν και συνδικαλιστική εισφορά).
Μάλιστα, η εταιρεία έχει προβάλλει ιδιαίτερα το γεγονός ότι αυτή δίνει τα 15 δολάρια την ώρα κατώτερο ωρομίσθιο, που είναι μια από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Δημοκρατικού Κόμματος που ακόμη δεν έχει προωθηθεί (για την ακρίβεια απορρίφθηκε κατά τη συζήτηση του πακέτου ανάκαμψης του Τζο Μπάιντεν). Μάλιστα, όταν μια αντιπροσωπεία Δημοκρατικών βουλευτών επισκέφτηκε την αποθήκη στο Μπέσεμερ για να στηρίξει την προσπάθεια ένταξης στο συνδικάτο η εταιρεία έβαλε μεγάλα πανό που έγραφαν «Καλώς ήρθατε στο Μπέσεμερ μέλη του Κογκρέσου. Σας παρακαλούμε να φτάσετε το κατώτατο ωρομίσθιο των 15 δολαρίων την ώρα της Amazon».
Το αποτέλεσμα ήταν τελικά η πλειοψηφία όσων ψήφισαν να απορρίψουν την πρόταση να μπουν στο σωματείο, παρότι η προσπάθεια αυτή είχε την υποστήριξη ακόμη και του ίδιου του Τζο Μπάιντεν (που στηρίχτηκε εκλογικά από τα συνδικάτα).
Μια από τις επιπτώσεις είναι ότι και οι δύο μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις η Walmart και η Amazon παραμένουν χωρίς συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Το γεγονός ότι και οι δύο είναι στο εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες δεν είναι τυχαίο. Οι συγκεκριμένοι εργασιακοί χώροι παρά τις μεγάλες τεχνολογικές τομές έχουν και σημαντική ένταση εργασίας κάτι που εξηγεί την αντιπάθειά τους στα συνδικάτα που θα μπορούσαν να απαιτήσουν και καλύτερες συνθήκες εργασίας αλλά και να μπορούν να κάνουν κινητοποιήσεις με σημαντικό κόστος.
Την ίδια στιγμή βέβαια τόσο μεγάλοι εργοδότες ουσιαστικά παρασέρνουν προς τα κάτω το σύνολο της αγοράς εργασίας, ιδίως μέσα σε μια περίοδο όπου περιορίζονται οι θέσεις σε κλάδους με σημαντική συνδικαλιστική παράδοση (και που εάν συνεχιστούν τα βήματα για «πράσινη» οικονομία θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο) και όπου οι εργαζόμενοι αναζητούν κάθε είδους εργασία για να αποφύγουν το φάσμα της ανεργίας.
Η πρόκληση για τα συνδικάτα
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τη δυνατότητα των συνδικάτων να πείσουν ξανά για την αποτελεσματικότητα και τη μαχητικότητά τους ως μέσων υπεράσπισης των δικαιωμάτων εργαζομένων που αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερη επισφάλεια και αγωνία για το μέλλον.
Γιατί όλες οι μαρτυρίες και οι έρευνες δείχνουν ότι σε χώρους όπως η Amazon και μεγάλη δυσαρέσκεια υπάρχει και ένα αίσθημα διαρκούς εκμετάλλευσης και διάθεση συλλογικών αντιστάσεων. Αυτό που παραμένει ανοιχτό ερώτημα είναι το εάν και κατά πόσο νιώθουν ότι έχουν τα μέσα να αντισταθούν σε εταιρείες που η περιουσία του CEO τους είναι συγκρίσιμη με το ΑΕΠ μιας χώρας.