Στις 4 Ιουλίου του 2014, καθώς οι Αμερικανοί γιόρταζαν την εθνική τους επέτειο, ο επικεφαλής του Ισλαμικού Κράτους, Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ανακήρυσσε τη δημιουργία χαλιφάτου σε Συρία και Ιράκ από τον άμβωνα του ιστορικού τεμένους Αλ Νούρι, στη Μοσούλη. Για πρώτη φορά μια τρομοκρατική οργάνωση ξεπερνούσε τα όρια του ανταρτοπόλεμου και διεκδικούσε κρατική υπόσταση με εδαφική συνοχή, έχοντας καταλάβει με ταχύτητα αστραπής μεγάλες, κατά κύριο λόγο σουνιτικές, πόλεις εκατέρωθεν του Ευφράτη, στο δυτικό Ιράκ και στην ανατολική Συρία. Ανάμεσα στα λάφυρα των στρατιωτικών επιτυχιών του, ο έλεγχος σημαντικών πετρελαιοπηγών εξασφάλιζε σημαντικούς πόρους στο Ισλαμικό Κράτος, που εκτόπισε σε δεύτερη μοίρα την Αλ Κάιντα, στον αστερισμό του εξτρεμιστικού Ισλάμ.
Τρία χρόνια αργότερα, όλα δείχνουν ότι πλησιάζουν οι τίτλοι τέλους για το αυτοαποκαλούμενο χαλιφάτο. Στο τέμενος Αλ Νούρι, ή μάλλον στον σωρό ερειπίων που απέμειναν στη θέση του, δεν κυματίζει πλέον η μαύρη σημαία των τζιχαντιστών, αλλά η τρίχρωμη του ιρακινού στρατού. Εχοντας ήδη εκτοπισθεί από όλες τις άλλες πόλεις του Ιράκ που κατέλαβαν το 2014, οι τελευταίοι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους είχαν οχυρωθεί, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, σε μια ζώνη 500 επί 300 μέτρων, στην Παλιά Πόλη της Μοσούλης. Στη γειτονική Συρία, οι δυνάμεις της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG και οι σύμμαχοί τους πολιορκούσαν τους τζιχαντιστές στην τελευταία μεγάλη πόλη που εξακολουθούσαν να ελέγχουν, τη Ράκα, έχοντας καταφέρει να διεισδύσουν από δύο σημεία του μεγάλου τείχους της. Η τύχη του «εμίρη» Αλ Μπαγκντάντι παρέμενε άγνωστη, καθώς οι Αμερικανοί εκτιμούσαν ότι διέφυγε προς τα σύνορα με τη Συρία, ενώ οι Ρώσοι πιθανολογούσαν ότι σκοτώθηκε στη διάρκεια δικού τους βομβαρδισμού.
Φαίνεται λοιπόν ότι το Ισλαμικό Κράτος, με τη μορφή που το ξέραμε τα τρία τελευταία χρόνια, θα αποτελεί σε λίγο παρελθόν. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει, όμως, ότι η πτώση του θα σημάνει μια νέα εποχή ειρήνης και σταθερότητας για την πολύπαθη Μέση Ανατολή – όπως άλλωστε η πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν και η εκτέλεση του Μπιν Λάντεν δεν έφεραν την ειρήνη και τη σταθερότητα στο Αφγανιστάν. Το δύσκολο, για τις μεγάλες δυνάμεις που δρουν στην περιοχή, δεν είναι η συντριβή ενός εξαρχής θνησιγενούς ισλαμικού ψευδοκράτους, αλλά η ανόρθωση τριών σημαντικών αραβικών κρατών –Ιράκ, Συρίας, Λιβύης– που διαλύθηκαν από τους ολέθριους πολέμους των τελευταίων 14 ετών και παραμένουν ενεργά εθνοτικά και θρησκευτικά ηφαίστεια.
Το Ισλαμικό Κράτος αποτελεί τον δηλητηριώδη καρπό της καταπίεσης της σουνιτικής μειονότητας του Ιράκ –κυρίαρχης επί καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν– από τις σιιτικές κυβερνήσεις που εγκατέστησαν οι Αμερικανοί, ιδιαίτερα επί πρωθυπουργίας Νουρί αλ Μαλικί. Βασίστηκε σε ένα είδος «συμμαχίας με τον διάβολο», με τους έμπειρους στρατιωτικούς του παράνομου, πλέον, Μπάαθ που είχε αρχίσει ανταρτοπόλεμο εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής ήδη από την επομένη της πτώσης της Βαγδάτης. Οι διωγμοί εναντίον των σουνιτών, ιδίως την περίοδο της άγνωστης, στη Δύση, ιρακινής εκδοχής της Αραβικής Ανοιξης ήταν ο βασικός λόγος που οδήγησε πολλούς Ιρακινούς να υποδεχθούν αρχικά ως απελευθερωτές τις συνασπισμένες δυνάμεις τζιχαντιστών- μπααθικών, το 2014.
Σε αυτό το φόντο, η άλωση της κυρίως σουνιτικής Μοσούλης από τον στρατό της σιιτικής κυβέρνησης Αλ Αμπάντι, τους Αμερικανούς συμβούλους και τις ιρανικές σιιτικές πολιτοφυλακές προφανώς δεν λύνει από μόνη της το πρόβλημα. Πολύ περισσότερο, που οι καταιγιστικοί βομβαρδισμοί των Αμερικανών και των συμμάχων τους προκάλεσαν εκατόμβες στις γραμμές του άμαχου πληθυσμού, εντείνοντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια – έστω και αν ο σκοταδισμός και η αγριότητα του Ισλαμικού Κράτους είχαν στρέψει πολλούς εναντίον του. Με ή χωρίς τους τζιχαντιστές του Αλ Μπαγκντάντι, το Ιράκ θα παραμείνει διαλυμένο κράτος, με το 60% του πληθυσμού στην ανεργία, τη Βαγδάτη να μην έχει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ηλεκτρικό ρεύμα, τους σουνίτες και τους σιίτες έτοιμους να αλληλοσφαχτούν και πάλι στην πρώτη ευκαιρία και τους Κούρδους να δρομολογούν δημοψήφισμα με στόχο και την τυπική απόσχιση, το φθινόπωρο.
Σε τεντωμένο σχοινί Ρωσία και ΗΠΑ
Ακόμη δυσκολότερη εμφανίζεται η κατάσταση στη Συρία, όπου εξακολουθεί να μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος, που έχει πάρει από καιρό χαρακτηριστικά «πολέμου μέσω αντιπροσώπων», ΗΠΑ – Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας – Ιράν. Μάλιστα, όσο πλησιάζει το «τέλος της παρτίδας» για το Ισλαμικό Κράτος, αντί να πέφτει η ένταση, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Στις 18 Ιουνίου η Ρωσία προειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι θα αντιμετωπίζει στο εξής τα αμερικανικά αεροσκάφη που δρουν στον δικό της χώρο επιχειρήσεων ως εχθρικούς στόχους, αντιδρώντας στην κατάρριψη συριακού μαχητικού αεροπλάνου από τους Αμερικανούς.
Η Ουάσιγκτον ήλπιζε ότι, μετά την κατάληψη του ανατολικού Χαλεπίου, ο Σύρος πρόεδρος θα περιόριζε τις επιχειρήσεις του και ότι, υπό την πίεση των Ρώσων, θα αναζητούσε πολιτική λύση. Αυτό συνέβη μόνο στη βορειοδυτική περιοχή του Ιντλίμπ, τελευταίου θυλάκου του «Ελεύθερου Συριακού Στρατού» στον δυτικό άξονα, όπου συγκεντρώνονται σχεδόν όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα. Παράλληλα, όμως, ο στρατός του Ασαντ εξαπέλυσε σφοδρές επιθέσεις στις νότιες και ανατολικές περιοχές, επιδιώκοντας να αφαιρέσει από τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους τον έλεγχο των συνόρων με Ιράκ και Ιορδανία και πόλεις όπως η Ράκα και το Ντέιρ αλ Ζορ, γύρω από τις οποίες θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ελεγχόμενο «σουνιστάν» στην προοπτική μιας μελλοντικής λιβανοποίησης ή βοσνιοποίησης της Συρίας.
Τίποτα δεν δείχνει ότι οι μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις βρίσκονται κοντά σε μια συμφωνία για τη διανομή των σφαιρών επιρροής στη Συρία. Στον αραβικό Τύπο, πάντως, κυκλοφορεί ένα σενάριο που θέλει τη Ρωσία και την Τουρκία να έχουν συμφωνήσει για μια «τράμπα», που θα δώσει στον Ασαντ (και στη Ρωσία) το Ιντλίμπ και στην Τουρκία τον καίριας σημασίας κουρδικό θύλακο του Αφρίν, δυτικά του Ευφράτη. Ιδωμεν…
*Πηγή: Καθημερινή