Μιλώντας σε δημοσιογράφους μέσα στο πρωθυπουργικό αεροπλάνο, στην πτήση της επιστροφής του από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ο Μπιναλί Γιλντιρίμ είχε μόνο καλά λόγια για τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τούρκος πρωθυπουργός έκανε λόγο για «γενναία απόφαση», αναφερόμενος στη δήλωση-βόμβα του Αμερικανού προέδρου για το Συριακό. Σε συγκέντρωση οπαδών του, στο Οχάιο, στις 29 Μαρτίου, ο Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι τα αμερικανικά στρατεύματα θα αποσυρθούν «πολύ σύντομα» από τη Συρία και ότι οι ΗΠΑ «θα αφήσουν άλλους» να τα βγάλουν πέρα με το Ισλαμικό Κράτος και τους άλλους δαίμονες στην περιοχή.
Προφανώς, ο Γιλντιρίμ φαντάστηκε ότι, ύστερα από την απροσδόκητα εύκολη επικράτηση του τουρκικού στρατού επί της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG στο Αφρίν, η αμερικανική κυβέρνηση θα εγκαταλείψει οριστικά τους Κούρδους και θα αφήσει στην Τουρκία τον έλεγχο της βόρειας και ανατολικής Συρίας, όπως και τον ρόλο του κύριου αντίβαρου στον Ασαντ. Ωστόσο, σύντομα έγινε σαφές ότι δεν ήταν η Τουρκία –ή δεν ήταν κυρίως η Τουρκία– εκείνη που είχε στο μυαλό του ο Αμερικανός πρόεδρος όταν έλεγε ότι «θα αφήσει άλλους» να κάνουν τη δύσκολη δουλειά.
Δύο ημέρες πριν από την απροσδόκητη δήλωσή του, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε τηλεφωνική συνομιλία για το Συριακό με τον Εμανουέλ Μακρόν. Την ίδια μέρα που ο Αμερικανός πρόεδρος μιλούσε στο Οχάιο, ο Γάλλος ομόλογός του δεχόταν για πρώτη φορά στο Μέγαρο των Ηλυσίων αντιπροσωπεία του κουρδικού κόμματος PYD, πολιτικό βραχίονα της πολιτοφυλακής YPG και κόκκινο πανί για την Τουρκία. Ο Μακρόν οδήγησε τον Ερντογάν σε μία από τις συνήθεις, τον τελευταίο καιρό, φραστικές εκρήξεις του, καθώς καταδίκασε την τουρκική εισβολή στο Αφρίν και εξέφρασε την πρόθεσή του να μεσολαβήσει. Ακόμη περισσότερο πρέπει να εξόργισε τον Ερντογάν ο Κούρδος αξιωματούχος που, βγαίνοντας από το προεδρικό μέγαρο, δήλωσε ότι ο Γάλλος ηγέτης υποσχέθηκε να στείλει στρατεύματα στη βόρεια Συρία για να προστατεύσει τις κουρδικές περιοχές από νέα προώθηση των τουρκικών στρατευμάτων.
Η πληροφορία αυτή δεν επιβεβαιώθηκε επισήμως από τη γαλλική προεδρία, αν και η εφημερίδα Le Parisien επέμενε ότι ήταν ακριβής. Πάντως, το ρωσικό πρακτορείο Sputnik μετέδωσε την περασμένη Τρίτη ότι Γάλλοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στη μεθοριακή συριακή πόλη Τελ Αμπιάντ, όπως και στην πόλη Μανμπίτζ, απ’ όπου είχε στο μεταξύ αποσυρθεί μέρος της αμερικανικής δύναμης. Υπενθυμίζουμε ότι η Τουρκία έχει κάνει σαφές σε όλους τους τόνους πως μετά το Αφρίν επόμενος στόχος της είναι το Μανμπίτζ, προειδοποιώντας τους Αμερικανούς ότι δεν θα διστάσει να διακινδυνεύσει τη σύγκρουση, αν δεν διώξουν τους Κούρδους μαχητές από την πόλη.
Τη διάχυτη αίσθηση περί συμφωνίας Τραμπ-Μακρόν για τη Συρία ήρθαν να ενισχύσουν η απόφαση του Αμερικανού προέδρου να «παγώσει» τις πιστώσεις που είχαν προβλεφθεί για την ανασυγκρότηση της χώρας και η νέα δήλωσή του, στις 3 Απριλίου, ότι «θα αποφασίσει πολύ σύντομα» για την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων. Την επομένη, η ισραηλινή ιστοσελίδα DEBKA επιβεβαίωσε την εγκατάσταση Γάλλων στρατιωτών στο Μανμπίτζ, όπου, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, αναπτύχθηκαν πλάι στους Αμερικανούς πεζοναύτες, φέρνοντας τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερά τους στην αμερικανική βάση του Ρεμελίν.
Σύσφιγξη δεσμών
Θα ήταν πρόωρο να εικάσουμε ότι η ρήξη της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία είναι προδιαγεγραμμένη. Αλλωστε, η κυβέρνηση Τραμπ εμφανίζει συμπτώματα διπολικής διαταραχής στις τοποθετήσεις της για το Συριακό. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο υπουργός Αμυνας Τζιμ Μάτις διεμήνυε προς κάθε κατεύθυνση ότι οι ΗΠΑ θα ενισχύσουν τη στρατιωτική παρουσία τους και ότι εννοούν να μείνουν για πολύ στη Συρία. Ωστόσο, η Αγκυρα έχει καλούς λόγους να ανησυχεί και αντιδρά ανάλογα.
Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να δει κανείς τη θεαματική σύσφιγξη των δεσμών της με τη Μόσχα, κάτι που επιβεβαίωσε η διήμερη επίσκεψη του Βλαντιμίρ Πούτιν στην τουρκική πρωτεύουσα την εβδομάδα που πέρασε. Ο Ρώσος πρόεδρος υποσχέθηκε στον Ταγίπ Ερντογάν ότι ο πρώτος πυρηνικός σταθμός της Τουρκίας, τον οποίο κατασκευάζει η ρωσική Rosatom στο Ακούγιου της Μερσίνης, θα αρχίσει να λειτουργεί το 2023. Αυτό ακριβώς επιθυμεί διακαώς και ο Ερντογάν, ο οποίος εννοεί να γιορτάσει σε ατμόσφαιρα νεοθωμανικού μεγαλείου τα 100 χρόνια από την ίδρυση του νεότερου τουρκικού κράτους.
Ακόμη περισσότερο σημαντική, από πολιτική άποψη, ήταν η αποδοχή, από πλευράς Πούτιν, του αιτήματος Ερντογάν για επίσπευση της παράδοσης των ρωσικών πυραύλων S-400 στην Τουρκία. Πολλοί δυσπιστούσαν κατά πόσον η αγορά των S-400 επρόκειτο πράγματι να πραγματοποιηθεί, πιθανολογώντας ότι ήταν ένα «παιχνίδι» του Ερντογάν για να ασκήσει πίεση στην Ουάσιγκτον γύρω από το Κουρδικό. Ωστόσο, στην κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο προέδρων, ο Ερντογάν ήταν κατηγορηματικός ότι η υπόθεση έχει κλείσει οριστικά για την κυβέρνησή του. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να επαναλάβει την απειλή ότι η Ουάσιγκτον μπορεί να ακυρώσει τη συμφωνία για παράδοση αμερικανικών, μαχητικών αεροπλάνων F-35 στην Τουρκία. Οι Αμερικανοί αντιδρούν έντονα στην αγορά των S-400, αφενός μεν, γιατί είναι ασύμβατοι με τα συστήματα του ΝΑΤΟ, αφετέρου, γιατί φοβούνται ότι οι Ρώσοι που θα τους χειρίζονται θα αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες για τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Στο μεταξύ, η ρωσοτουρκική συνεννόηση στον συριακό εμφύλιο εξελίσσεται απρόσκοπτα. Την εβδομάδα που πέρασε, ο κυβερνητικός στρατός του προέδρου Ασαντ ουσιαστικά «καθάρισε» την ανατολική Γούτα, εξαλείφοντας τον τελευταίο θύλακο των αντικαθεστωτικών σε απόσταση εισβολής από τη Δαμασκό, με την Τουρκία να κάνει τα στραβά μάτια. Είχε προηγηθεί, βέβαια, η εισβολή του τουρκικού στρατού στο Αφρίν, με την άδεια των Ρώσων, που δεν μπήκαν στον κόπο να κλείσουν τον εναέριο χώρο στα τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα. Οπως είχε δηλώσει στις 23 Μαρτίου με κυνική ειλικρίνεια ο αρχηγός του τουρκικού γενικού επιτελείου Χουλουσί Ακάρ, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις στη Συρία βασίζονται σε «ένα ειλικρινές δούναι και λαβείν, βασισμένο στην αμοιβαία εμπιστοσύνη».
Ετεροβαρής σχέση
Την επομένη της επίσκεψης Πούτιν, το ενδεχόμενο στρατηγικής στροφής της Τουρκίας από τη Δύση προς τη Ρωσία κυριαρχούσε στα τουρκικά μίντια. Ο διπλωμάτης Αχού Οζιούρτ δήλωσε στο CNN Turk ότι οι ρωσοτουρκικές σχέσεις παραπέμπουν στη σύγκλιση Ατατούρκ – Λένιν. Από την πλευρά του, ο αρθρογράφος της Hurriyet Ταχά Ακιόλ εκθείαζε την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια των μπολσεβίκων στον τουρκικό πόλεμο της Ανεξαρτησίας, όταν και οι δύο χώρες αντιμετώπιζαν επεμβάσεις της αγγλογαλλικής Αντάντ. Υπενθύμιζε, δε, ότι στην κεντρική πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, πίσω από τα αγάλματα των Ατατούρκ και Ινονού βρίσκονται εκείνα των Σοβιετικών στρατηγών Φρούντζε και Βοροσίλοφ.
Παρ’ όλα αυτά, μια μόνιμη απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση θα προκαλούσε τεράστιες αντιδράσεις. Αλλωστε, η σχέση που αναπτύσσει ο Ερντογάν με τη Ρωσία είναι ετεροβαρής. Η χώρα του εξαρτάται ενεργειακά σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον ισχυρότερο γείτονά της, ενώ η οικονομία της εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την Ευρώπη και γενικότερα τη Δύση. Σε μια περίοδο που η λίρα κατρακυλάει και οι τουρκικές εκλογές δεν είναι μακριά, ο Ερντογάν έχει καλούς λόγους να είναι προσεκτικός.
*Πηγή: kathimerini.gr