Έντονες αντιδράσεις από το σύνολο των εργαζομένων στις αρχαιολογικές υπηρεσίες η πρόθεση του υπουργείο Πολιτισμού μετατροπή του νομικού καθεστώτος 10 μουσείων της χώρας. Συγκεκριμένα, ο κυβερνητικός στόχος έχει να κάνει με τη μετατροπή τους σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, αποκόπτοντάς τα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία κι ανοίγοντας την πόρτα για την είσοδο ιδιωτών σε αυτά υπό το πρόσχημα της «αυτοχρηματοδότησής» τους.
Η κυβερνητική εξαγγελία για τη μετατροπή σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αφορά τα μουσεία Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Επιγραφικό, Νομισματικό, Νεώτερου Ελληνικού Πολιτισμού, Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης» – Κέντρο Εθνομουσικολογίας, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης, Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Ηρακλείου, Ασιατικής Τέχνης. Μουσεία δηλαδή με μεγάλες επισκεψιμότητες, τα έσοδα των οποίων, μέσω του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, συνδράμουν στην συντήρηση μικρότερων μουσείων της χώρας και αρχαιολογικών χώρων, επιπλέον καλύπτουν λειτουργικές ανάγκες των υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ ενώ συμβάλλουν στα κονδύλια που δίνονται σε πολίτες για απαλλοτριώσεις ακινήτων που αφορούν αρχαιολογικούς σκοπούς.
Ήδη πάντως ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟΑ, η Πανελλήνια Ένωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων και άλλα σωματεία εργαζομένων εξέφρασαν πριν από λίγες μέρες την κάθετη αντίθεσή τους στα κυβερνητικά σχέδια, προαναγγέλλοντας δυναμική αντίδραση εφόσον επιχειρηθεί να τεθούν σε εφαρμογή.
Που εδράζονται οι βασικές τους διαφωνίες και ποιους κινδύνους βλέπουν να απορρέουν;
«Αντισυνταγματική προσπάθεια εμπλοκής ιδιωτών στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς»
Για «σαφή προσπάθεια εμπλοκής των ιδιωτών στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του μουσειακού αποθέματος» κάνει λόγο μιλώντας στο tvxs η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Σταματία Μαρκέτου.
«Να πούμε κατ’ αρχάς ότι τα μουσεία αποτελούν κι αυτά ένα μέρος του ενιαίου συνόλου της πολιτιστικής κληρονομιάς μας. Από τη στιγμή λοιπόν που το Σύνταγμα λέει στο άρθρο 24 ότι όλη η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι καθήκον του κράτους, κατά συνέπεια και τα μουσεία, εμείς θεωρούμε πως μια τέτοια κίνηση είναι αντισυνταγματική» συνεχίζει η κυρία Μαρκέτου και προσθέτει: «Βεβαίως μπορεί η άλλη πλευρά να υποστηρίξει πως και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου κρατικά είναι, δεν ανήκουν σε ιδιώτες. Η ιδιαιτερότητα όμως σε ό,τι έχει να κάνει με τυχόν μετατροπή των εν λόγων μουσείων σε ΝΠΔΔ και η απόσπασή τους από τον Ενιαίο Φορέα Προστασίας των Μνημείων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι πως -σε τέτοια περίπτωση- θα αποκτήσουν ειδικούς σκοπούς, δε θα έχουμε να να κάνουμε δηλαδή με τους σκοπούς του δημοσίου συμφέροντος».
Με βάση αυτά διευκρινίζει: «Με αυτό τον τρόπο αλλάζουν πολλά πράγματα. Κατ’ αρχήν, δεν θα μπορούν να έχουν την ίδια ευελιξία τα σχολεία να έρχονται όποτε θέλουν, δε θα έχουν τις μέρες που τα μουσεία είναι ελεύθερα για το κοινό».
Υπενθυμίζει ότι «και το 2011 είχαν μαζευτεί υπογραφές από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, όταν πάλι είχε ακουστεί πως θα αποσπαστούν τα μουσεία και θα γίνουν αυτόνομα. Θα πρέπει να πούμε εδώ πάντως πως τα μουσεία, αυτά τα 10 στα οποία αναφέρονται είναι αυτόνομα, δεν ανήκουν δηλαδή σε κάποια Εφορεία Αρχαιοτήτων. Ωστόσο έχουν αυτή την αλληλεπίδραση και τη στενή σχέση με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τις Εφορείες».
«Δεν μπορούν να είναι αυτοχρηματοδοτούμενα τα μουσεία – Έχουμε δει τι κάνουν οι ιδιώτες»
Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα περί «αυτοχρηματοδότησης», η κυρία Μαρκέτου είναι σαφής: «Στην πραγματικότητα τα μουσεία δεν μπορούν να είναι αυτοχρηματοδοτούμενα, κακά τα ψέματα. Πάντα θα χρειάζονται τη βοήθεια του κράτους. Ακόμη και το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο είναι ιδιαίτερα επιτυχημένο από άποψης προσέλευσης επισκεπτών και εσόδων γενικότερα, δεν είναι αυτοχρημοδοτούμενο».
Ταυτόχρονα, έχει και παραδείγματα προς αποφυγή, τα οποία μας παραθέτει: «Το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, για παράδειγμα, το οποίο είναι ΝΠΔΔ, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Έρχονται οι πρόεδροί του λένε θα κάνουμε το ένα, θα κάνουμε το άλλο και δε γίνεται τίποτα. Είναι κρίμα όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς αν υπήρχε καλύτερη λειτουργία του Ταμείου, τα μουσεία θα μπορούσαν να είναι πιο ανταποδοτικά. Θα μπορούσαν να είναι ακόμη και αυτοχρηματοδούμενα. Δε χρειάζεται ο ιδιώτης. Τον έχουμε δει άλλωστε τον ιδιώτη τι κάνει όταν μπαίνει. Έχουμε δει τι κάνει όταν μπαίνει στα κυλικεία. Όλα τα κυλικεία είναι κλειστά σήμερα. Κοιτάει πώς θα εκμεταλλευτεί το δημόσιο. Ακόμη και το ρεύμα το παίρνει από το Ελληνικό Δημόσιο ο “ενοικιαστής” του κυλικείου».
Επίσης, σημειώνει: «Εμείς έχουμε κάνει κάποιες κινήσεις, αν και δεν είναι το πεδίο μας. Έχουμε οργανώσει αναψυκτήρια μέσω ΕΣΠΑ, έχουμε οργανώσει πωλητήρια, αλλά παραμένουν κλειστά. Για να μη σας πως και το άλλο. Ότι μέσω ΕΣΠΑ υποτίθεται πως θα είχαμε αύξηση του προσωπικού στα μουσεία. Εμείς πάντα δηλώναμε πόσες θέσεις εργασίας για να λειτουργήσουν τα καινούργια μουσεία που κάναμε με τα ευρωπαϊκά προγράμματα».
«Ζητούν να φύγουν λόγω φόβου οι εργαζόμενοι»
Αναφορικά με την αντιπαραβολή με τα ευρωπαϊκά μουσεία, η κυρία Μαρκέτου επισημαίνει: «Τα μουσεία μας δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτά τα ευρωπαϊκά. Υπάρχουν πάρα πολλοί συνάδελφοι από μουσεία άλλων χωρών, από την Ιταλία, την Αγγλία, που έρχονται και βλέπουν τα μουσεία μας και τους ρωτάμε “τι παραπάνω θα έκανε ένα μουσείο αν είχε ένα ΔΣ και το σχήματα που έχουν στη δική σας πατρίδα;”. Πραγματικά οι άνθρωποι, επιστήμονες, διευθυντές σε μουσεία μας απαντάνε πως δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα παραπάνω».
«Είναι ουσιαστικά προνόμιο που έχουμε τα μουσεία εντός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στην Ιταλία που δε συμβαίνει αυτό, έχουν πολύ μεγάλο πρόβλημα» αναφέρει επιπλέον η κυρία Μαρκέτου και συνεχίζει: .«Εκείνο που θέλω να πως επίσης είναι ότι εκείνο που κάνει τα ελληνικά μουσεία να ξεχωρίζουν, πέραν του ότι είναι ιδιαίτερα αξιόλογα κι επιστημονικά άρτια, είναι σχέση που έχουν με τους αρχαιολογικούς χώρους. Μπορεί κανείς να φανταστεί το μουσείο των Μυκηνών -αν και δε βρίσκεται στη λίστα- ξεκομμένο από τον αρχαιολογικό χώρο. Ή το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο μπορεί κανείς να δει όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι αποκομμένο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία; Δεν καταλαβαίνω τι παραπάνω θέλουν να πετύχουν με αυτή την κίνηση».
Καταλήγοντας, δεν γίνεται να μην αναφερθεί και την κατάσταση πλήρους αβεβαιότητας που βιώνουν οι εργαζόμενοι σε αυτά τα μουσεία. «Υπάρχει πολύ μεγάλη ανησυχία στους εργαζόμενους. Υπάρχει ένας φόβος πως κάτι θα αλλάξει. Άλλωστε μας το είχε πει κι η υπουργός πως αν και σε πρώτη φάση δεν υπάρχουν αλλαγές, στη συνέχεια θα είναι αναπόφευκτες, καθώς θα φτιαχτεί διοικητικό συμβούλιο, θα αναλάβει καθήκοντα διευθυντή ένας μάντατζερ. Ο κόσμος λοιπόν φοβάται. Και ξέρετε έχει αρχίσει να απαξιώνεται και το μουσείο ήδη με τη φυγή αρκετού κόσμου λόγω του φόβου αυτού. Πολλοί δε θέλουν να εγκλωβιστούν σε μια κατάσταση, για την οποία δεν έχουν ενημέρωση. Ζητάνε έτσι λοιπόν να φύγουν, να μετατεθούν» σημειώνει χαρακτηριστικά η κυρία Μαρκέτου.
Ταυτόχρονα, έχει και παραδείγματα προς αποφυγή, τα οποία μας παραθέτει: «Το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, για παράδειγμα, το οποίο είναι ΝΠΔΔ, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Έρχονται οι πρόεδροί του λένε θα κάνουμε το ένα, θα κάνουμε το άλλο και δε γίνεται τίποτα. Είναι κρίμα όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς αν υπήρχε καλύτερη λειτουργία του Ταμείου, τα μουσεία θα μπορούσαν να είναι πιο ανταποδοτικά. Θα μπορούσαν να είναι ακόμη και αυτοχρηματοδούμενα. Δε χρειάζεται ο ιδιώτης. Τον έχουμε δει άλλωστε τον ιδιώτη τι κάνει όταν μπαίνει. Έχουμε δει τι κάνει όταν μπαίνει στα κυλικεία. Όλα τα κυλικεία είναι κλειστά σήμερα. Κοιτάει πώς θα εκμεταλλευτεί το δημόσιο. Ακόμη και το ρεύμα το παίρνει από το Ελληνικό Δημόσιο ο “ενοικιαστής” του κυλικείου».
Επίσης, σημειώνει: «Εμείς έχουμε κάνει κάποιες κινήσεις, αν και δεν είναι το πεδίο μας. Έχουμε οργανώσει αναψυκτήρια μέσω ΕΣΠΑ, έχουμε οργανώσει πωλητήρια, αλλά παραμένουν κλειστά. Για να μη σας πως και το άλλο. Ότι μέσω ΕΣΠΑ υποτίθεται πως θα είχαμε αύξηση του προσωπικού στα μουσεία. Εμείς πάντα δηλώναμε πόσες θέσεις εργασίας για να λειτουργήσουν τα καινούργια μουσεία που κάναμε με τα ευρωπαϊκά προγράμματα».
«Ζητούν να φύγουν λόγω φόβου οι εργαζόμενοι»
Αναφορικά με την αντιπαραβολή με τα ευρωπαϊκά μουσεία, η κυρία Μαρκέτου επισημαίνει: «Τα μουσεία μας δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτά τα ευρωπαϊκά. Υπάρχουν πάρα πολλοί συνάδελφοι από μουσεία άλλων χωρών, από την Ιταλία, την Αγγλία, που έρχονται και βλέπουν τα μουσεία μας και τους ρωτάμε “τι παραπάνω θα έκανε ένα μουσείο αν είχε ένα ΔΣ και το σχήματα που έχουν στη δική σας πατρίδα;”. Πραγματικά οι άνθρωποι, επιστήμονες, διευθυντές σε μουσεία μας απαντάνε πως δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα παραπάνω».
«Είναι ουσιαστικά προνόμιο που έχουμε τα μουσεία εντός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στην Ιταλία που δε συμβαίνει αυτό, έχουν πολύ μεγάλο πρόβλημα» αναφέρει επιπλέον η κυρία Μαρκέτου και συνεχίζει: .«Εκείνο που θέλω να πως επίσης είναι ότι εκείνο που κάνει τα ελληνικά μουσεία να ξεχωρίζουν, πέραν του ότι είναι ιδιαίτερα αξιόλογα κι επιστημονικά άρτια, είναι σχέση που έχουν με τους αρχαιολογικούς χώρους. Μπορεί κανείς να φανταστεί το μουσείο των Μυκηνών -αν και δε βρίσκεται στη λίστα- ξεκομμένο από τον αρχαιολογικό χώρο. Ή το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο μπορεί κανείς να δει όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι αποκομμένο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία; Δεν καταλαβαίνω τι παραπάνω θέλουν να πετύχουν με αυτή την κίνηση».
Καταλήγοντας, δεν γίνεται να μην αναφερθεί και την κατάσταση πλήρους αβεβαιότητας που βιώνουν οι εργαζόμενοι σε αυτά τα μουσεία. «Υπάρχει πολύ μεγάλη ανησυχία στους εργαζόμενους. Υπάρχει ένας φόβος πως κάτι θα αλλάξει. Άλλωστε μας το είχε πει κι η υπουργός πως αν και σε πρώτη φάση δεν υπάρχουν αλλαγές, στη συνέχεια θα είναι αναπόφευκτες, καθώς θα φτιαχτεί διοικητικό συμβούλιο, θα αναλάβει καθήκοντα διευθυντή ένας μάντατζερ. Ο κόσμος λοιπόν φοβάται. Και ξέρετε έχει αρχίσει να απαξιώνεται και το μουσείο ήδη με τη φυγή αρκετού κόσμου λόγω του φόβου αυτού. Πολλοί δε θέλουν να εγκλωβιστούν σε μια κατάσταση, για την οποία δεν έχουν ενημέρωση. Ζητάνε έτσι λοιπόν να φύγουν, να μετατεθούν» σημειώνει χαρακτηριστικά η κυρία Μαρκέτου.