Φ. Γκ. Λόρκα: «Εγώ ποτέ δεν θα γίνω πολιτικός. Είμαι επαναστάτης, γιατί δεν υπάρχει αληθινός ποιητής που να μην είναι επαναστάτης»
Με τη δική του ματιά μάθαμε να «κοιτάζουμε» την Ισπανία. Μοναχικός καβαλάρης της ποίησης, του θεάτρου και της μουσικής, ταξίδευε, ολοένα ταξίδευε, για την Κόρδοβα. Πισωκάπουλα στο μαύρο άλογό του, γυμνόστηθη Τσιγγάνα με το όπλο στο χέρι, η δημοκρατική Ισπανία, του «Νο Pasaran!».
Ο γιος μιας προνομιούχας και μορφωμένης οικογένειας του Φουέντε Βακέρος της Ανδαλουσίας γεννήθηκε στις 5 Ιούνη 1898. Όσο γρήγορα απέκτησε συνείδηση της κοινωνικής του θέσης, τόσο γρήγορα συνειδητοποίησε ότι υπήρχε και μια άλλη ζωή – εκείνη των πολλών – βουτηγμένη στον πόνο και τη φτώχεια. Όλες οι ανδαλουσιανές «φιγούρες», όλα τα πρόσωπα του χωριού και το δράμα τους πήραν αργότερα θέση στα έργα του. Για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, επίσης, οι Τσιγγάνοι συμβόλιζαν τα ουσιωδέστερα στοιχεία της ανδαλουσιανής ψυχής.Το Φλεβάρη του 1915 παρά την επιθυμία του να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική, γράφτηκε ταυτόχρονα στη Φιλοσοφική και στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Γρανάδα. Εκεί συνδέθηκε με μια ομάδα νέων διανοουμένων που αργότερα θα δόξαζαν τη Γρανάδα και την Ισπανία στην Τέχνη και το Πνεύμα.
Ο Λόρκα αρχίζει να γράφει, και από τα πρώτα του έργα φαίνεται η απέχθεια του προς την Καθολική Εκκλησία και το μιλιταρισμό. Η συμμαχία «σταυρού και ξίφους» τον τρόμαζε.
Στα 1929 ο ποιητής βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, όπου για πρώτη φορά θα προσεγγίσει, από μαρξιστική σκοπιά, τον ανθρώπινο πόνο που τον αντίκρισε σε αφάνταστη κλίμακα στην κατάσταση των έγχρωμων πολιτών των ΗΠΑ.
Το 1931 επέστρεψε στη δημοκρατική – πλέον – Ισπανία και έδωσε τη μάχη για την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, περιοδεύοντας με τον θίασο «Μπαράκα» σε όλη τη χώρα. Το Δεκέμβρη του 1934, το ανέβασμα της «Γέρμα» προκάλεσε την αντίδραση της δεξιάς. Στο θέατρο, ομάδες φασιστών προκάλεσαν φραστικά επεισόδια, ενώ ο ποιητής μπήκε στο στόχαστρο της αντίδρασης.
Στις 18 Ιούλη 1936 με επικεφαλής τον στρατηγό Φράνκο έγινε πραξικόπημα κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, που είχε εκλεγεί το Φλεβάρη της ίδιας χρονιάς. Γύρω από το φασιστικό πρόγραμμα του Φράνκο συσπειρώθηκαν οι γαιοκτήμονες, ο στρατός, οι βιομήχανοι και η καθολική Εκκλησία.
Το καλοκαίρι του 1936, ο Λόρκα σχεδίασε να πάει στη Γρανάδα να δει τους γονείς του. Όταν κατάλαβε τον κίνδυνο, ήταν πια αργά. Οι φασίστες απήγαγαν τον «ενοχλητικό» Λόρκα και τον δολοφόνησαν, πυροβολώντας τον πισώπλατα, στις 19 Αυγούστου, κοντά σε μια πηγή που οι Ισπανοί την ονόμαζαν Φουέντε Γκράντε (Μεγάλη Πηγή) και οι Άραβες Αϊναδαμάρ (Πηγή των Δακρύων)
Το τέλος του πολέμου έφερε μαζί του και την «Συμφωνία για Λήθη», μια συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και το στρατό, η οποία άνοιξε την πόρτα για τη Δημοκρατία με αντάλλαγμα γενική αμνηστία για το καθεστώς του Φράνκο. Πρόσφατα όμως εμφανίστηκαν ρωγμές στη συμφωνία. Η κυβέρνηση των σοσιαλιστών, το 2007, ψήφισε το Νόμο της Ιστορικής Μνήμης, η οποία για πρώτη φορά αναγνώριζε επίσημα τα θύματα της δικτατορίας του Φράνκο. Ο νόμος επιτρέπει σε όποιον έχει αποδείξεις για ομαδικό τάφο να ζητήσει την βοήθεια του κράτους για την εκταφή και την ταυτοποίηση των λειψάνων.
Τον Οκτώβριο του 2008, μετά από μια δεκαετία προσπαθειών από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ισπανίας, ο δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν διέταξε την εκταφή και αναγνώριση των θυμάτων από 19 ομαδικούς τάφους, μεταξύ των οποίων και αυτός όπου θεωρείται του Λόρκα. Ωστόσο, 73 χρόνια μετά το θάνατο του Λόρκα, η αντίσταση στην εκταφή της καταπιεσμένης μνήμης της χώρας παρέμενε ισχυρή. Μια εβδομάδα μετά την έκδοση της απόφασης του Γκαρθόν, ο ανώτατος εισαγγελέας της χώρας, Χαβιέρ Θαραγόθα, την αμφισβήτησε με το σκεπτικό ότι δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Γκαρθόν η υπόθεση.
Ο δικαστής Γκαρθόν, πιθανόν φοβούμενος την περίπτωση σύμπνοιας του Ανώτατου Δικαστηρίου με τον Θαραγόθα, έστειλε την υπόθεση στα κατά τόπους δικαστήρια, επιχειρώντας έτσι να κρατήσει την υπόθεση ανοιχτή. Τελικά δόθηκε το «πράσινο φως» και η οικογένεια του Λόρκα που είχε αρχικά αντιρρήσεις, στο τέλος έδωσε τη συγκατάθεσή της και οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2009. Αλλά δεν βρέθηκε τίποτε που να αποδεικνύει ότι εκεί είχε ταφεί ο συγγραφέας του «Ματωμένου γάμου».