Σε δημοσκόπηση που δημοσίευσε στις 10 Σεπτεμβρίου το ανεξάρτητο κέντρο ερευνών Levada της Ρωσίας τέθηκε το ερώτημα “Ποιο πολιτικό σύστημα πιστεύετε ότι είναι το καλύτερο;”. Οι ερωτηθέντες Ρώσοι πολίτες απάντησαν “η δημοκρατία των κρατών της Δύσης” σε ποσοστό μόλις 16%, ενώ τo 18% των ερωτηθέντων έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στο σύστημα διακυβέρνησης που ισχύει επί των ημερών του Μπορίς Γέλτσιν και του Βλαντίμιρ Πούτιν. Όμως το 49% είπε χωρίς περιστροφές πως “θα προτιμούσε μια διακυβέρνηση σοβιετικού τύπου, σαν αυτή που είχαν μέχρι τη δεκαετία του ‘90”.
Για όποιον αγνοεί αυτές τις τάσεις στους κόλπους της ρωσικής κοινωνίας, το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών μπορεί και να συνιστά έκπληξη πρώτου μεγέθους.
Σε κάθε περίπτωση η ανακοίνωση των πρώτων αποτελεσμάτων το βράδυ της Κυριακής αποτέλεσε μια ψυχρολουσία για το κυβερνών κόμμα της Ενιαίας Ρωσίας το οποίο εμφανιζόταν να πέφτει κάτω από το όριο της αυτοδυναμίας, χάνοντας τουλάχιστον δέκα ποσοστιαίες μονάδες της εκλογικής του δύναμης, περίπου όσο και η άνοδος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας του Γκενάντι Ζιουγκάνοφ.
Όμως η νύχτα υπήρξε μακρά και οι σημερινές ανακοινώσεις της Εκλογικής Επιτροπής, με καταμετρημένο το 85% των ψήφων, φέρουν την Ενιαία Ρωσία να κατακτά το συμβολικό 50% και το ΚΚΡΟ να υποχωρεί λίγο κάτω από το 20% (αντί του αρχικώς υπολογιζόμενου 25%). Με δεδομένο δε ότι το εκλογικό σύστημα είναι “γερμανικού τύπου” (οι μισές έδρες κατανέμονται αναλογικά και οι άλλες μισές από μονοεδρικές περιφέρειες), το ενδεχόμενο να χρειαστούν συμμαχίες για την διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Οι καχύποπτοι μιλούν ήδη για νοθεία – και είναι αλήθεια ότι οι ανατροπές κατά τη διάρκεια της νύχτας υπήρξαν μεγαλύτερες από ποτέ. Όμως θα αρκούσαν και πεζότερες εξηγήσεις σε σχέση με την εκλογική συμπεριφορά της αχανούς αυτής χώρας, λ.χ. το ότι τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι λιγότερο ευνοϊκά για την Ενιαία Ρωσία ή το ότι η καταμέτρηση ξεκινά από την ρωσική Άπω Ανατολή όπου το ΚΚΡΟ είναι παραδοσιακά ισχυρό.
Η επιλογή της ‘Ελλα Παμφίλοβα, πρώην υπουργού του Γέλτσιν με ευρεία αποδοχή, ως προέδρου της Εκλογικής Επιτροπής ήταν μία κίνηση οχύρωσης της αξιοπιστίας της εκλογικής διαδικασίας. Από την άλλη πλευρά, η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση που πρόσκειται στον κρατούμενο Αλεξέι Ναβάλνι έχει δεχθεί πολλά πλήγματα, ώστε να είναι σε θέση να διοργανώσει διαδηλώσεις αμφισβήτησης του αποτελέσματος όπως συνέβη με τις κινητοποιήσεις της πλατείας Μπαλότναγια το 2012. Μάλιστα η γραμμή Ναβάλνι ήταν να υπερψηφισθεί το ΚΚΡΟ σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Είναι γνωστό τι έχει προκαλέσει την κάμψη της απήχησης του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο στις προηγούμενες εκλογές του 2016 είχε εξασφαλίσει το 54% των ψήφων: η μεταρρύθμιση στη σκιά των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Σότσι του (αναλλοίωτου από την σοβιετική εποχή) συνταξιοδοτικού συστήματος και η αύξηση των ορίων ηλικίας σε επίπεδα ακόμη χαμηλά με τα μέτρα της Δύσης, αλλά πάντως δύσπεπτα για τον ρωσικό πληθυσμό λειτούργησε ως ο πυροκροτητής για την εκδήλωση κάθε είδους δυσαρέσκειας απέναντι στους κυβερνώντες. Θέματα όπως η διαφθορά, το επίπεδο διαβίωσης στην περιφέρεια, η περιβαλλοντική κρίση όχι μόνο απασχολούν έντονα τους πολίτες, αλλά και γίνονται αντικείμενο συχνών κινητοποιήσεων.
Εξ ού και ο Βλαντιμιρ Πούτιν φρόντισε να πάρει τις αποστάσεις του από το κόμμα του, θέτοντας υποψηφιότητα στις τελευταίες προεδρικές εκλογές ως ανεξάρτητος. Ωστόσο, κυβερνητικά στελέχη πρώτης γραμμής, όπως λ.χ. ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ηγήθηκαν της λίστας της Ενιαίας Ρωσίας στην αναμέτρηση που ολοκληρώθηκε χθες.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως αφορά το πώς αντικρίζει τις ρωσικές πολιτικές διεργασίες η Δύση. Επικεντρωμένη σε μία αδιάγνωστης απήχησης εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση τείνει να ξεχνά ότι η Ρωσία διαθέτει ήδη μία κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, που μπορεί και να συγκεντρώσει δυνάμεις, αλλά πάντως δεν ταιριάζει φυσιογνωμικά με τις δυτικές προσδοκίες. Τόσο η δύναμη όσο και η αδυναμία του Πούτιν (με το όνομα του οποίου θα πρέπει να αντιληφθούμε ένα ολόκληρο σύστημα) παρανοούνται: ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου ο οποίος φέρεται ικανός να αλλοιώνει τις εκλογικές διαδικασίες τρίτων χωρών έχει πολλές μάχες να δώσει κατ’ οίκον για να πείσει τους συμπολίτες του. Αλλά αυτό αφορά τις εσωτερικές διαχειριστικές του επιλογές και όχι την γεωπολιτική του συμπεριφορά, η οποία αν δέχεται κριτική εντός Ρωσίας είναι συνήθως από πιο σκληροπυρηνικές θέσεις. Το ότι οι Ρώσοι πολίτες προβάλλουν αυξημένες απαιτήσεις δεν σημαίνει ότι παραιτούνται από την ιδέα ενός ισχυρού κράτους ή ξεχνούν το χάος της δεκαετίας του ’90.
Και το κυριότερο: η έξαρση του νέου Ψυχρού Πολέμου ακυρώνει κάθε πιθανότητα ισότιμης ενσωμάτωσης της Ρωσίας στην αμερικανοκεντρική διεθνή αρχιτεκτονική και θαμπώνει τη Δύση ως πρότυπο στα μάτια των Ρώσων πολιτών. Οι Ρώσοι μεταρρυθμιστές, ακριβώς όπως και οι Ιρανοί, είναι τα πρώτα θύματα αυτής της επιδείνωσης των σχέσεων με τη Δύση.