Το 2010, ήταν το Κράτος που παρέσυρε στην πτώση τις τράπεζες και την ιδιωτική οικονομία. Τώρα συμβαίνει το αντίθετο και, σε λίγο καιρό, ο αναπόφευκτος εκτροχιασμός των δημοσιονομικών της χώρας, λόγω της υστέρησης των εσόδων και της αύξησης των δαπανών, θα προκαλέσει ένα αλληλοτροφοδοτούμενο καθοδικό σπιράλ.
Βέβαια, το δίλημμα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπο σήμερα το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης είναι χειρότερο από της Σκύλας και της Χάρυβδης. Αν στηρίξει την ιδιωτική οικονομία, θα αποφύγει μεν τη μεγάλη ύφεση, πλην όμως θα διευρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να δανειστεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον, γεγονός που θα εκτοξεύσει το χρέος της χώρας σε μη βιώσιμα επίπεδα. Αν δεν στηρίξει την ιδιωτική οικονομία, κάτι που κάνει σήμερα με σημαντικούς σχετικά πόρους, οι οποίοι όμως, υπό τις παρούσες συνθήκες, συνιστούν σταγόνα στον ωκεανό, δίνοντας μικρή μόνο παράταση στην κατάρρευση, τότε δεν θα αποφύγει να αντιμετωπίσει μια ακόμη βαθύτερη ύφεση, με ολέθριες συνέπειες.
Όσοι κινούνται εντός αγοράς, γνωρίζουν πως η συντριπτική πλειονότητα των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων, που συνιστούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης, αν δεν τα έχει κιόλας ξεπεράσει. Η ανθεκτικότητά τους αποδείχθηκε εξαιρετικά περιορισμένη και το σοκ του lock down, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα στην εξέλιξη της ζήτησης βραχυπρόθεσμα, θα προκαλέσουν ένα τσουνάμι πτωχεύσεων το φθινόπωρο, όταν θα βρουν μπροστά τους τις αναβαλλόμενες φορολογικές, ασφαλιστικές και δανειακές τους υποχρεώσεις. Πολλές μάλιστα δεν θ’ αντέξουν ούτε μέχρι τότε. Άλλες πάλι επιλέγουν ήδη να κάνουν stop losses, περιορίζοντας τις λειτουργικές τους δαπάνες στο ελάχιστο, όταν δεν αποεπενδύουν ολοσχερώς.
Η οριακή κατάσταση της ιδιωτικής οικονομίας ήδη συναντά την οριακή κατάσταση, στην οποία βρίσκονται τα δημοσιονομικά της χώρας, που για να επιβιώσει, έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στον πακτωλό ρευστότητας που αναμένεται να εισρεύσει από τον από μηχανής θεό που λαξεύουν στις Βρυξέλλες, ονόματι Recovery Fund. Από μηχανής θεοί, όμως, υπήρχαν μόνο στην αρχαία τραγωδία, όχι στη νέα, στην οποία πρωταγωνιστούμε εδώ και μια δεκαετία.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης
Κάποιοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στην αμοιβαιοποίηση του χρέους των κρατών μελών της Ευρωζώνης, βάζοντας την ΕΕ (;) να δανειστεί για χάρη όλων και στη συνέχεια να τους δώσει τα λεφτά ωσάν να δανείζονταν οι ίδιοι από τις αγορές, χωρίς όμως να επιβαρύνουν με τα λεφτά αυτά το δημόσιο χρέος τους, ούτε και να δώσουν λόγο για τί τα κάνανε. Το πώς θα έδινε πίσω τα λεφτά αυτά η ΕΕ, ή όποιος τέλος πάντων τα δανειζόταν για λογαριασμό τους, έμελλε, βέβαια, να αποδειχθεί.
Εάν η αμοιβαιοποίηση του χρέους είναι στοιχείο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ιδίως αν εφαρμοζόταν σε έκδοση κοινού χρέους από κάποιον υπάρχοντα ή νέο μηχανισμό της Ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης δεν έχει καμιά σχέση με αυτό. Κατ’ αρχήν, ωφελούμενες θα είναι όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ και όχι μόνο τα κράτη της Ευρωζώνης. Άρα, ούτε κατά διάνοια δεν είναι το Ταμείο Ανάκαμψης ένας μηχανισμός για την ενίσχυση της Ευρωζώνης και για την προστασία του Ευρώ. Εκτός των άλλων και γιατί δεν υποκαθιστά τον ESM. Δεν μεταφέρει πόρους στον προϋπολογισμό του κράτους μέλους για να ενισχύσει την δημοσιονομική του θέση. Είναι ένα αναπτυξιακό εργαλείο, ένας μηχανισμός χρηματοδότησης της ανάκαμψης. Θα μπορούσε την ίδια δουλειά να την κάνει η ΕΤΕπ, και την κάνει η ΕΤΕπ, δανειζόμενη από τις αγορές με ευνοϊκούς όρους και μεταφέροντας με τη μορφή δανείων τα αντίστοιχα κονδύλια στα κράτη μέλη της, για την υλοποίηση έργων υποδομής κατά κύριο λόγο. Χρηματοδοτεί τα κράτη που δεν έχουν το ίδιο υψηλή με αυτήν πιστοληπτική ικανότητα, ώστε να δανειστούν από την ίδια με το ίδιο ευνοϊκούς όρους με τους οποίους δανείζεται αυτή από τις αγορές.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα γιγαντιαίο ΕΣΠΑ, το οποίο, αντί να δαπανηθεί στις λιγότερο προηγμένες ευρωπαϊκές περιφέρειες, θα στηρίξει τις πιο εύθραυστες λόγω πανδημίας οικονομίες της ΕΕ. Τώρα επίσης, αντί να διοχετεύσει η ΕΕ ίδιους πόρους της στα κράτη μέλη της, προερχόμενους από τον προϋπολογισμό της, θα αναζητήσει τους πόρους αυτούς στις αγορές κεφαλαίων, στις οποίες θα προσφύγει για να συγκεντρώσει γρήγορα ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που θα διασφάλιζε σε βάθος δεκαετίας μέσω των ιδίων πόρων της. Και ήδη αναζητά τρόπους να χρηματοδοτήσει την επιστροφή των κεφαλαίων αυτών στις αγορές, μέσω της επιβολής ενός ή περισσοτέρων φόρων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αποδεικνύοντας πως ούτε δωρεάν γεύμα υπάρχει. Όχι μόνο τα δάνεια, αλλά και οι επιχορηγήσεις θα πρέπει να επιστραφούν, εφόσον τα αντίστοιχα κεφάλαια αντλήθηκαν από τις αγορές και δεν είναι πόροι του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού προερχόμενοι από τις συνήθεις πηγές χρηματοδότησής του.
Λέγεται ότι δεν θα υπάρχουν μνημονιακοί όροι που θα παρακολουθούνται από κάποια Τρόικα για την εκταμίευση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Με άλλα λόγια, ότι δεν θα υπάρχει conditionality. Όσο unconditional, όμως, είναι η χορήγηση των κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ στα κράτη μέλη της, άλλο τόσο unconditional θα είναι και η χορήγηση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Κάθε μέρα επιστρέφει κονδύλια η Ελλάδα (όπως και πολλές άλλες χώρες) στην ΕΕ λόγω παράβασης των όρων χορήγησής τους. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν ακόμη μύθο που καλλιεργείται για το Ταμείο Ανάκαμψης, ότι τάχα τα κονδύλιά του θα χορηγούνται άνευ όρων στα κράτη μέλη.
Λέγεται ακόμη ότι κινδυνεύει από την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Weiss του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Πρόκειται για αστειότητα. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα μέτρο περιστασιακό και προσωρινό, δικαιολογημένο απόλυτα από τις εξαιρετικές συνθήκες, τις οποίες βιώνει η Ευρωπαϊκή Οικονομία. Δεν έχει μάλιστα καμιά σχέση με την φούσκα που δημιουργούν οι κεντρικές τράπεζες στην παγκόσμια οικονομία, ωθώντας εν μέσω ύφεσης τις μετοχές σε επίπεδα προ κορωνοϊού! Αν πριν την πανδημία οι μετοχές δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματική αξία των εταιριών που τις εξέδιδαν, τώρα, εν μέσω ύφεσης, έχουν ακόμη λιγότερη σχέση με αυτό που αντιπροσωπεύουν. Η μοναδική εικόνα που μπορεί να αποδώσει όσο καμιά άλλη αυτό που κάνουν σήμερα οι κεντρικές τράπεζες στην παγκόσμια οικονομία είναι η γνωστή ατάκα του Νίκου Κούρκουλου στην ταινία Ορατότης Μηδέν “Όχι άλλο κάρβουνο”. Ε, λοιπόν, τη φράση αυτή την ξεστόμισε (και μπράβο του) το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στην ΕΚΤ. Εδώ είμαστε, όμως, και θα δούμε το έργο αυτό μέχρι τέλους. Δεν πρόκειται να έχει happy end. Και τότε θα μάθουμε ποιος απ’ τους δυο είχε δίκιο.
Σε αντίθεση με την ΕΚΤ, που τυπώνει χρήμα, το Ταμείο Ανάκαμψης αντλεί πραγματικά κεφάλαια από τις αγορές για να χρηματοδοτήσει υγιώς την ανάκαμψη, η οποία με τη σειρά της θα προκαλέσει αυξημένα έσοδα στα δημόσια ταμεία των χωρών μελών του, ικανά να επιστρέψουν τα κεφάλαια αυτά, μέσω φόρων που θα εισπράξει η ΕΕ, στις αγορές. Λέγεται ότι η ΕΚΤ καραδοκεί πίσω από την ΕΕ για να αγοράσει στην δευτερογενή αγορά τα ομόλογα που θα εκδώσει αυτή για να χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης. Αν έχει ανάγκη η ΕΕ την ΕΚΤ για να αποκαταστήσει την πιστοληπτική της ικανότητα απέναντι στις αγορές, αλίμονό μας.
Δεν θα προκάνουμε, Κυριάκο!
Για την διψασμένη για ρευστότητα Ελλάδα, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια βρύση, στην οποία αυτή μπορεί να μην προλάβει να φτάσει για να πιεί νερό. Με ποια οικονομία θα εμφανιστεί το ’21 στις Βρυξέλλες για να ζητήσει κονδύλια για να ανακάμψει; Ό,τι θάχει απομείνει από την καταστροφή που υπέστη ο παραγωγικός ιστός της χώρας (ό,τι κι αν παρήγαγε αυτός) την προηγούμενη δεκαετία, θα το αποτελειώσει η πανδημία. Και μέχρι να φτάσει η πρώτη ρευστότητα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα πιάσουμε το ’22, έτος μιας άλλης καταστροφής. Μόνο που τότε δεν θά χει μείνει τίποτ’ άλλο στην ελληνική οικονομία για να καταστραφεί. Θα έχουν καταρρεύσει τα πάντα. Η ελληνική οικονομία τώρα χρειάζεται μια γερή ένεση ρευστότητας, όχι με τη μορφή δανείων ή αναβαλλόμενων φόρων, αλλά μη επιστρεπτέων επιδοτήσεων. Για να το κάνουν οι άλλοι, κάτι ξέρουν. Αλλά και μπορούν. Αυτό είναι το πρόβλημα, στην πραγματικότητα, ότι εμείς δεν μπορούμε. Θα το δούμε, όμως, αυτό πώς θα μπορέσουμε. Το να δώσεις, ωστόσο, δάνειο σήμερα σε μια επιχείρηση για να το εισπράξεις σ’ ένα χρόνο, είναι σαν να την κλείνεις σ’ ένα χρόνο. Το να την απαλλάσσεις από την καταβολή φόρων για τρεις μήνες, είναι σαν να την κλείνεις σε τρεις μήνες. Κι αυτή, αν το ξέρει, δεν θα περιμένει ούτε το χρόνο, ούτε το τρίμηνο. Θα κλείσει από μόνη της τώρα. Τί θα την κάνεις μετά την ρευστότητα για να φτιάξεις ανεμογεννήτριες το 2021;
Bridge financing
Τη στιγμή που μιλάμε, η Ελλάδα κάθεται πάνω σ’ ένα μαξιλάρι ρευστότητας, που εγγυάται τη βιωσιμότητα του χρέους της. Στην παρούσα συγκυρία, ωστόσο, με την ΕΚΤ να αγοράζει ό,τι βρει στο διάβα της, με αποτέλεσμα να διατηρεί την Ελλάδα στις αγορές και να της επιτρέπει να δανείζεται, και μάλιστα με τους ευνοϊκούς όρους μιας χώρας με πιστοληπτική ικανότητα Α, ενώ η αξιολόγησή της είναι μη επενδύσιμη (!), είναι εντελώς άχρηστο το μαξιλάρι αυτό για το σκοπό για τον οποίο συγκροτήθηκε. Το χρέος της Ελλάδας, αν και μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα κατά το ΔΝΤ, το εγγυάται η ΕΚΤ. Μόλις έσκασε η νέα κρίση, τo spread του πενταετούς ομολόγου εκτινάχθηκε στο 4% και χρειάστηκε να παρέμβει η ΕΚΤ και να δηλώσει ότι αγοράζει και ελληνικά ομόλογα για να το φέρει στο 2,5%. Και τότε υπήρχε μαξιλάρι. Συγκίνησε κανέναν στις αγορές; Όχι. Η παρέμβαση της ΕΚΤ, όμως; Σήμερα, η ΕΚΤ διαθέτει για την Ελλάδα αρκετά κεφάλαια για ν’ αγοράσει όλο το ιδιωτικό της χρέος, διασφαλίζοντας έτσι το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του τεράστιου χρέους της χώρας και κρατώντας την με αυτό τον τρόπο στη ζωή. Τί το θέλουμε, λοιπόν, το μαξιλάρι;
Αυτό που προτείναμε εδώ και καιρό με τον συνάδελφό μου από τη Νομική Σχολή του Εδιμβούργου Αιμίλιο Αυγουλέα, είναι μια νέα αναδιάρθρωση χρέους εδώ και τώρα, που θα μας επιτρέψει να αξιοποιήσουμε άμεσα το μαξιλάρι που διαθέτουμε για να διασώσουμε την οικονομία μας. Διαφορετικά, θα πεθάνουμε πλούσιοι!
Υπενθυμίζω ότι από το 2016 το ΔΝΤ έχει κάνει μια γενναιόδωρη πρόταση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους στους ευρωπαίους δανειστές μας, που προβλέπει 25ετές moratorium, με το χρέος μας να τρέχει με σταθερό επιτόκιο μικρότερο του 1,5%, το οποίο θ’ αρχίσει να εξοφλείται από το 2042 μέχρι το 2070, οι δε τόκοι θα κεφαλαιοποιηθούν και θα πληρωθούν από το 2060 και μετά. Με τον τρόπο αυτό πίστευε το ΔΝΤ ότι θα καθίστατο μακροπρόθεσμα βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Η βασική παραδοχή του ήταν ότι η μέση ανάπτυξη στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια θα ήταν … 1%. Τόσο ήταν το τέταρτο τρίμηνο του 2019, όταν δεν είχαμε κορωνοϊό. Τώρα, η ανάπτυξη έχει ήδη γυρίσει σε ύφεση, άγνωστο για πόσο.
Η πρόταση των Αυγουλέα, Eichengreen, Maduro, Panizza, Portes, di Mauro, Wyplosz και Zettelmeyer, που κατατέθηκε το 2018, ήταν λιγότερο γενναιόδωρη από αυτήν του ΔΝΤ, εξίσου όμως αποτελεσματική στο να καταστήσει το χρέος μας μακροπρόθεσμα βιώσιμο.
Σήμερα, είναι αδήριτη ανάγκη να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις με τον ESM για το πώς θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε άμεσα το μαξιλάρι, εκχωρώντας του ισόποσες μελλοντικές επιχορηγήσεις που θα έχουμε λαμβάνειν από την ΕΕ (το Ταμείο Ανάκαμψης). Και για να εγγυηθούμε στην ΕΕ ότι θα υλοποιήσουμε τα έργα που θα μας χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης, πλην όμως αυτό θα έχει δεσμεύσει τα χρήματά μας για τον ESM, θα συνάψουμε από τώρα ένα credit line με τον ESM, ώστε να μας δανείσει τα χρήματα που θα χρειαστούμε για να υλοποιήσουμε τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης στο μέλλον. Και όλο αυτό, καλό θα ήταν να το εντάξουμε σ’ ένα νέο πλαίσιο ρύθμισης του χρέους μας προς τους δημόσιους πιστωτές μας (Κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, EFSF, ESM).
Με τον τρόπο αυτό, θα διοχετεύσουμε τώρα μια ρευστότητα στην αγορά, που την έχει άμεση ανάγκη για να επιβιώσει, ώστε να προλάβει να ευεργετηθεί τα επόμενα χρόνια από τις αναπτυξιακές χρηματοδοτήσεις που θα εισρεύσουν στη χώρα. Διαφορετικά, η οικονομία θα καταρρεύσει πριν προλάβει να ανακάμψει. Ιδίως αν δεν αποφύγουμε το γενικό ή τοπικό κλείσιμο λόγω νέας έξαρσης της πανδημίας αργότερα. Τότε είναι που θα μας φανεί ακόμη πιο χρήσιμο το μαξιλάρι.
Όλα αυτά, βέβαια, τελούν υπό την προϋπόθεση ότι η παγκόσμια οικονομία θ’ αντέξει και δεν θα υποστεί ένα δεύτερο χτύπημα, που κινδυνεύει ν’ αποδειχθεί μοιραίο για όλους μας, ιδίως για μας.
*Ο κ. Γκλαβίνης είναι Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ.
**Οι θέσεις του κειμένου εκφράζουν τον υπογράφοντα