Και μόνο η ανάγνωση του λιτού ανακοινωθέντος του Λευκού Οίκου για την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν οι Τζο Μπάιντεν και Ταγίπ Ερντογάν την Παρασκευή (παραμονή της ημέρας μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων) μαρτυρεί την ψυχρότητα στις σχέσεις των δύο ηγετών, που άλλωστε δεν είχαν προηγουμένως καμία ευκαιρία να συνομιλήσουν στους τρεις μήνες που ο πρώτος βρίσκεται στα πράγματα.
Η ανακοίνωση Μπάιντεν την επομένη αποτελεί την πρώτη περίσταση στην οποία πρόεδρος των ΗΠΑ χρησιμοποίησε την G-word (“γενοκτονία”) για να περιγράψει την αιματηρή ακολουθία γεγονότων που ξεκίνησε την 24η Απριλίου 1915, όταν στο φόντο της επέμβασης της Αντάντ στην Καλλίπολη συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον θάνατο, όπως επρόκειτο να συμβεί και με άλλους ενάμιση εκατομμύριο ομοεθνείς τους, οι πρόκριτοι της αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. (Μάλιστα στη σχετική αναφορά του ο Αμερικανός πρόεδρος των ΗΠΑ χρησιμοποιεί κατ’ ιστορική ακρίβεια την ονομασία Constantinople για την μεγαλούπολη που μέχρι το 1930 ονομαζόταν επισήμως Kostantiniyye).
Η πρωτοβουλία του Μπάιντεν να αποκαλέσει την Αρμενική Γενοκτονία με το όνομά της, αποτελούσε προεκλογική του δέσμευση. Το ίδιο όμως ίσχυε και με τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος, όταν ήρθε η ώρα, προτίμησε να καλυφθεί πίσω από τον καθιερωμένο αρμενικό όρο Mets Yeghern (“Μέγα Κακό”).
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια, η διεθνής κοινότητα προσχωρεί σε μιαν όλο και σαφέστερη τοποθέτηση ως προς το ζήτημα – καθώς μοιάζουν πια μακρινοί οι καιροί κατά τους οποίους η Τουρκία μπορούσε να χρηματοδοτεί στρατιές ιστορικών ανά τον κόσμο (με γνωστότερο τον αγαπημένο των “νεοσυντηρητικών” Μπέρναρντ Λιούις), για να διασπείρουν τη σύγχυση. Δεν θα πρέπει επίσης να παραγνωριστεί το μεγάλο ηθικό βάρος του Πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος δεν δίστασε να κατονομάσει την “πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα”.
Όμως οι τοποθετήσεις του εκάστοτε ενοίκου του Λευκού Οίκου δεν αφορούν την ιστορική αλήθεια – αφορούν τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις. Και επ’ αυτού ο Τζο Μπάιντεν δίνει το μήνυμα ότι δεν σκοπεύει να λειτουργεί, όπως ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ, σαν “ασπίδα” απέναντι στις όλο και πιο τιμωρητικές διαθέσεις του Κογκρέσου απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν και τη χώρα του.
Άλλωστε έχει αλλάξει και η γεωμετρία των ομάδων πίεσης στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον. Παλαιότερα, το φιλο-ισραηλινό λόμπι κατέβαλε προσπάθειες να αποτρέψει την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας, εν μέρει από επιθυμία να προστατεύσει τη μοναδικότητα του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος και εν μέρει με το βλέμμα στραμμένο στη στρατηγική συνεργασία Τουρκίας-Ισραήλ. Πλέον, ο κρίσιμος αυτός παράγοντας έχει αλλάξει άρδην τη στάση του.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η ανακοίνωση του Τζο Μπάιντεν για την 24η Απριλίου δεν περιέχει ούτε μία αναφορά στην (σύγχρονη) Τουρκία, καθώς το ίδιο το κείμενο αποπνέει μιαν αμερικανική λογική “θεραπείας των τραυμάτων” και ρητά αναφέρει ότι η απότιση του οφειλόμενου φόρου τιμής προς τα θύματα της γενοκτονίας δεν στρέφεται υποχρεωτικά εναντίον κάποιου.
Όμως ο μόνος στην τουρκική πολιτική σκηνή, ο οποίος θα μπορούσε να συνομιλήσει με αυτή τη λογική είναι ένας απόμαχος: ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιούλ, ο οποίος στην (καταδικαστική) δήλωσή του για την ανακοίνωση Μπάιντεν κάνει λόγο για εκμετάλλευση του “κοινού πόνου” Αρμενίων και Τούρκων μέσα στην θύελλα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μια γραμμή που θυμίζει την πρώτη δεκαετία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, όταν και ο ίδιος ο Ερντογάν ως πρωθυπουργός εξέδιδε ανακοινώσεις (με στρογγυλεμένες, οπωσδήποτε, διατυπώσεις) για την 14η Απριλίου και εξέφραζε την προσδοκία αποκατάστασης των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δημοκρατία της Αρμενίας.
Σήμερα, ο Ερντογάν συγκυβερνά με τους Εθνικιστές του Μπαχτσελί, το αποτύπωμα των οποίων στον δημόσιο λόγο δεν θα πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί, ενώ οι περίπου 80.000 Αρμένιοι της Τουρκίας γίνονται, στο φόντο και του πρόσφατου πολέμου στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αντικείμενο ρητορικής μίσους. Άλλωστε το αντιαρμενικό μένος του παντουρκισμού δεν αποτελεί απλώς υπόθεση του παρελθόντος: η καταστροφή αρμενικών μνημείων στο Αζερμπαϊτζάν, οι επιθέσεις των προστατευόμενων της Άγκυρας ισλαμιστών ανταρτών της βόρειας Συρίας εναντίον αρμενικών στόχων, και οι αντι-αρμενικές διαδηλώσεις των φιλότουρκων σουνιτών του Λιβάνου το δείχνουν αυτό καθαρά.
Τα αντιπολιτευόμενα τουρκικά κόμματα (εξαιρουμένου του φιλοκουρδικού HDP το οποίο καλεί σε αναγνώριση της γενοκτονίας και κατηγορείται και για αυτόν τον λόγο ως “τρομοκρατικό”) συντάσσονται ασφαλώς με την εθνική γραμμή, αλλά έχουν την ικανοποίηση να κατηγορούν τον Ερντογάν για καταρράκωση του κύρους και της επιρροής της Τουρκίας. Μάλιστα η Μεράλ Ακσενέρ του εθνικιστικού “Καλού Κόμματος” αναρωτήθηκε γιατί ο πρόεδρος δεν έκλεισε το τηλέφωνο στον Αμερικανό ομόλογό του ήδη από την Παρασκευή.
Όμως το κοινό μυστικό είναι ότι το “τηλέφωνο” δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ και από καμία πλευρά. Η “σκληρή παιδαγωγική” του Μπάιντεν απέναντι στον αυτονομημένο Ερντογάν δεν ταυτίζεται με επιλογή συνολικής ρήξης με την Τουρκία – και μάλιστα σε καιρούς νέου Ψυχρού Πολέμου. Και πάντως η προσφορότερη αφορμή για κάτι τέτοιο δεν θα ήταν η αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας – όπως δεν αποτέλεσε εμπόδιο και για την συνεργασία με τη Ρωσία, που έχει επί του θέματος ολοκάθαρη τοποθέτηση (και μια ισχυρή αρμενική κοινότητα στο έδαφός της).
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι όποια εκδοχή της ταυτότητας και του παρελθόντος της και να υιοθετήσει η Τουρκία που ξέρουμε δεν μπορεί να απαλλαγεί από το άγος της Αρμενικής Γενοκτονίας. Για το παλαιότερο κεμαλικό κατεστημένο η άκαμπτη στάση απέναντι σε ένα ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα πριν καν γεννηθεί η Τουρκική Δημοκρατία υπαγορευόταν από την επίγνωση του ότι πρωταγωνιστές της σφαγής ήταν ακριβώς οι Νεότουρκοι προάγγελοι ενός εθνικού κράτους που δεν θα μπορούσε να προκύψει από τα ερείπια μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας δίχως εθνοκαθάρσεις και ανταλλαγές πληθυσμών. Για τον Ερντογάν, πάλι, ο μοιραίος παράγοντας είναι ο θαυμασμός του για την οθωμανική κληρονομιά και δη τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ (που άλλωστε ξεκίνησε τις σφαγές των Αρμενίων δύο δεκαετίες πριν από το 1915). Θα μπορούσε η ηγεσία της σημερινής Τουρκίας να αποκρούσει την ευθύνη της γενοκτονίας, επιρρίπτοντάς της στους Κούρδους εν πολλοίς φυσικούς αυτουργούς της ή στους Γερμανούς στρατιωτικούς συμβούλους και εμπνευστές της. Όμως την εμποδίζει ο θαυμασμός προς το αυταρχικό και θρησκευτικά καθαγιασμένο οθωμανικό “μεγαλείο”. Αν η ματιά του παρόντος αναμετριόταν κριτικά με αυτό το παρελθόν, αντί να συμβαίνει το αντίθετο, θα είχε αναδυθεί μια περισσότερο δημοκρατική Τουρκία.