Ποιος θυμάται την 29η Ιουνίου 2011;

3153
ιουνίου

H 29η Ιουνίου αποτελεί μια από τις κορυφώσεις, ίσως την πιο μνημονευόμενη, του πρώτου κύκλου αγώνων μετά την επιβολή της βιοπολιτικής του Μνημονίου στην Ελλάδα. Τη μέρα αυτή, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι από ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό φάσμα, έχοντας ως αιχμή την αντίθεση στην υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου, βρέθηκαν στο κέντρο της πόλης και της χώρας προκειμένου να αποκλείσουν το κοινοβούλιο και να αποτρέψουν την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, του βασικού πακέτου μέτρων του πρώτου Μνημονίου. Η άγρια και μεγάλης κλίμακας καταστολή εκείνης της μέρας, εκτός από την επιδίωξη να εμφυσήσει το φόβο στους αντιστεκόμενους –οι περισσότεροι από τους οποίους κατέβαιναν πρώτη φόρα στο δρόμο–, συμβόλοποιούσε με τον πιο (τηλεοπτικά) εμφανή τρόπο το πέρασμα σε μια νέα επόχη για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και την ταξική πάλη στο εσωτερικό του.
Η αναβάθμιση της οικονομικής επίθεσης που ξεκίνησε το 2010, απέκτησε το καθρέφτισμά της στην κρατική καταστολή. Η κυβερνητική πολιτική ενός υποτίθεται σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, στην πραγματικότητα ρυμουλκημένου από χρόνια στον «τρίτο» δρόμο του σοσιαλφιλελευθερισμού, έδειξε με τον πιο φανερό τρόπο ότι «αυτά που ξέραμε» είχαν τελειώσει. Τώρα θα είχαμε πόλεμο: στις εφορίες, στους χώρους δουλειάς αλλά και στους δρόμους. Ο πόλεμος αυτός υπήρχε πάντα και πάντα θα υπάρχει: στο εξής, όμως, θα έπαιρνε νέα μορφή και ένταση. Για κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, το τσεκούρι αυτού του πολέμου είχε θαφτεί κάπου στην αρχή της μεταπολίτευσης, κάτω από τις παραχωρήσεις του κοινωνικούς κράτους της «Αλλάγής» ή, στη χειρότερη περίπτωση, κάτω από τεύχη του ΚΛΙΚ και τις ευρωπαϊκες επιδοτήσεις. Κι αυτό, ενώ άλλα κομμάτια αύτης της κοινωνίας συνέχιζαν να ζουν κάτω από έντονες ταξικές αντιθέσεις: οι μετανάστες/τριες, οι ελαστικά εργαζόμενοι νέοι και νέες, γενικότερα οι «διαφορετικοί». Αυτό που, εντελώς αυτοαναφορικά, το μεσοαστικό κομμάτι της γενιάς των γονιών μας ονομάζει «εποχής της αστακομακαρονάδας», δεν αφορούσε τόσους όσους νομίζουν. Κι αυτή η σημείωση είναι σημαντική για να γίνει σαφές ότι η «μνημονιακή εποχή» δεν αποτελεί ένα καθεστώς εξαιρετικό που έπεσε από τον ουρανό, αλλά μια αναβάθμιση μιας νεοφιλελεύθερης επίθεσης διαρκείας, που και αυτή έχει τις βάσεις της σε προηγούμενες δεκατείες και μορφές οικονομικού πολέμου: κάθε εναλλαγή εμπεριέχει τόσο συνέχειες όσο και ασυνέχειες με την προηγούμενη κατάσταση μέσα στην πραγματικότητα του καπιταλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, μλάμε για μια νέα ένταση, με την οικονομική επίθεση να αγγίζει πλέον μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας. Η επίθεση αυτή έδωσε το έναυσμα γι’ αυτό που πρόχειρα μπορούμε να ονομάσουμε «πρώτο κύκλο αγώνων» της περιόδου του μνημονίου. Μια κοινωνία συνηθισμένη στο πλαίσιο μιας μεταπολεμικής/μεταπολιτευτικής πραγματικότητας, και του αντίστοιχου κοινωνικού συμβολαίου, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη νέα συνθήκη σαν ξυπνημένη από λήθαργο. Με τους αυτοματισμούς του αγουροξυπνημένου, επιδίωξε να πράξει όπως συνήθιζε να πράττει μεσα σε αυτό το πλαίσιο, για να υπερασπιστεί τα «κεκτημένα» εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Και ήταν η μέθοδος της μαζικής διεκδίκησης που είχε αποδειχτεί σχετικά αποτελεσματική σε αυτή την περίοδο, με πιο πρόσφατο τέτοιο παράδειγμα μεγάλης κλίμακας τον αγώνα ενάντια στο νομοσχέδιο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό το 2001. Απεργίες, διαδηλώσεις, οργή προς τους πολιτικούς εκπροσώπους, πρόκληση «πολιτικού κόστος» ήταν οι βασικες μέθοδοι που υιοθετήθηκαν από την ετερόκλητη συμμαχία εργατών και μικροαστών που βρέθηκε στο δρόμο για να υπαρασπιστεί το βιοτικό της επίπεδο –  και, κατ’ επέκταση, αξίες που θεωρούσε σημαντικές, ανάλογα και με την ιδεολογική απόχρωση κάθε υποκειμένου: πατρίδα, κοινωνικό κράτος, δημοκρατία, αριστερά, αναρχία, αντίσταση.
Ειδικά στη πλατεία Σύνταγματος, αλλά και όπου οργανώθηκαν λαϊκές συνελεύσεις, συνέβη κάτι παραπάνω από αυτό, κάθως οι συνήθεις μορφές και υποκείμενα των αγώνων ενάντια στην αναδιάρθρωση συναντήθηκαν με την κληρονομιά του Δεκέμβρη του 2008 –τη λογική της αυτόργανωσης και της άμεσης δράσης, την οριζοντιότητα στις αποφάσεις και τον διεθνισμό–, αλλά και με το αποτύπωμα της μετανεωρικότητας που είχε προικίσει μεγάλο μέρος της γενιάς των 40ρηδών: το «όχι στα κόμματα», «όχι στη βία», «όχι στα συνδικάτα», η πολιτική ως αισθητική κ.ο.κ. Αυτά τα τρία συστατικά συναντήθηκαν και αναμείχθηκαν, αναδεικνύοντας τόσο ομοιότητες όσο και διαφορές. Για παράδειγμα, ο αντικομματισμός ενυπήρχε και στο αναρχίζοντα κλίμα του Δεκέμβρη, όσο και στο μετανεωτρικό στυλ του «αγανακτισμένου». Παράλληλα, τα ίδια τα κινηματικά ρεύματα και οι άνθρωποι που τα ενσάρκωναν μπολιάστηκαν από τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Μπόλιασμα που μπορεί να είχε αρνητικές ή θετικές επιπτώσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση, έφερνε τις ομάδες αυτές πιο κοντά στη ευρύτερη κοινωνία. Για παραδείγμα, η αδιαφορία πολλών νέων αριστερών για τις μεγάλες αφηγησεις δεν μπορεί να ιδωθεί πέρα από την επίδραση της μετανεοτερικότητας ή του ατομισμού. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό ή καλό, σε κάθε περίπτωση όμως, είναι αντιπροσωπευτικό της εποχής μας. Αντίστοιχα, η κοινωνικοποίηση του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την οργανική συμμετοχή του στους αγώνες αυτούς.
Τη στιγμή εκείνη, λοιπόν, δημιουργήθηκε αυτό το ετερόκλητο κράμα αντίστασης που, παρά τις αδυναμίες του, ήταν πολύτιμο, ακριβώς επειδή αφορούσε μια πραγματική κίνηση των κοινωνικών μαζών. Ο δημόσιος χώρος επαναπροσδιορίστηκε ως πολιτικός, ως χώρος συζήτησης, απόφασης και δράσης. Η «πολιτική» δεν είναι απαραίτητα κάτι βαρετό, αλλά κάτι που συζητάς στις παρέες και σε ενδιαφέρει, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι αφορά την καθημερινότητα σου. Το κύριο, όμως, ήταν η εμπέδωση της αντίληψης ότι κάτι δεν πάει καλά: ότι οι μπάτσοι δεν είναι φίλοι μας, ότι αυτοί εκεί (κυβερνήσεις, ΕΕ, κράτος, ΜΜΕ) μάλλον δεν θέλουν το καλό μας τελικά κ.ο.κ. Αυτή η ρήξη με την κυριάρχη αφήγηση μπορεί για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνιας να έλαβε χώρα σε αυτές τις έντονα πολιτικα φορτισμένες μέρες, όμως τροφοδοτήθηκε και διατηρήθηκε από την οικονομική-υλική ρήξη που προκάλεσε η ίδια η βιοπολιτική του Μνημονίου.
Είχαμε, λοιπόν, την ευθυγράμμιση του οικονομικού και του πολιτικού από την πλευρά του αγωνιστικού υποκειμένου, όπως ακριβώς ευθυγραμμίζεται η ρήξη της πολιτικής ηγεσίας με τα κατωτερα κοινωνικά στρωματα, με την οικονομική πολιτικη που τα εξοντώνει. Η κρατική καταστολή, η επιδεικτική αδιαφορία για την ζωή της “πλέμπας με τα τσαντίρια” που διαδηλώνει, αποτελεί το επιστέγασμα της πολιτικής που ασκείται στα πλαίσια της αστικής αναγκαιότητας: να μείνουμε στο ευρώ, να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, να μείνει η Βουλή ανοιχτή. Σε ελεύθερη μετάφραση: να μεταθέσουμε τα βάρη της κρίσης στους υποτελείς και …«καλό τους ψόφο».
Η 29η Ιούνη, όμως, απότελεσε και την αρχή του τέλους αυτού του κύκλου αγώνων. Κι αυτό ακριβώς επειδή άρχισε να γίνεται φανερό ότι το παλιό πλαίσιο της μεταπολιτευτικής πραγματικότητας χανόταν, και μαζί του αχρηστεύονταν και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι υποτελείς για να αγωνιστούν μέσα σε αυτό. Μια πολιτική ηγεσία που δεν διστάζει να καταστείλει με αυτό τον τρόπο, που δεν διστάζει να έρθει σε πλήρη ρήξη μια τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων της, δεν καταλαβαίνει από αυτό που λέμε διεκδίκηση. Θα προχωρήσουν αδιαφορώντας αν εμείς φωνάζουμε, διεκδικούμε, απεργούμε ή τα κάνουμε «όλα λίμπα». Σωστή ή λάθος, αυτή η διαπίστωση γενικά φάνηκε να κερδίζει έδαφος μέσα στις αντισκετόμενες μάζες. «Όλη η Ελλάδα ήταν στο Σύνταγμα», αλλά το μεσοπρόθεσμο πέρασε. Τον Οκτώβριο οργανώθηκαν τεράστιες απεργίες, η κυβέρνηση έπεσε, αλλά οι τεχνοκράτες ήταν εκεί για να αναλάβουν. Το ευρωπαϊκό πλαίσιο προσφέρει εργαλεία για την αποστείρωση της πολιτικής διαδικασίας από τις επιθυμίες και τις ανάγκες των πολλών, και χωρίς την ανάγκη στρατιωτικών ενεργειών. Οι τράπεζες και τα Eurogroup δίνουν την φαινομενικά δημοκρατική και «νορμάλ» δυνατότητα επιβολής που βαφτίζεται «βοήθεια» και «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη», ενώ παράλληλα χτίζεται ο μύθος της «ελληνικής εξαίρεσης» που δεν ακολουθά τις μεταρρυθμίσεις, κάτι για το οποίο σαν λάος –ενιαίος και αδιαίρετος– πρέπει να έχουμε τύψεις.
Αν ο ιστορικός του μέλλοντος θέλει να κλείσει κάπου συμβατικά αυτόν τον κύκλο, θα μπορούσε να το κάνει στις 12 Φλεβάρη του 2012, όταν δηλαδή ψηφίζεται το δεύτερο Μνημόνιο και με το PSI λαμβάνει χώρα η δραστική μείωση του συστημικού κινδύνου που θα μπορούσε να προκύψει από το ελληνικό χρέος, και μαζί, της ευκαιρίας για μεταστροφή πολιτικής εντός ένος αστικο-δημοκρατικού διαπραγματευτικού πλαισίου. Η οργή που υπήρξε στην εξέγερη εκείνης της ημέρας ίσως υποδηλώνει και την υποβόσκουσα αντίληψη στους αντισκετόμενους ότι «η δουλειά είχε γίνει». Γινόταν όλο και πιο σαφές ότι ο μνημονιακός χειμώνας είχε έρθει για να μείνει ως νέο καθεστώς, και όχι ως προσωρινή εξαίρεση, μαζί με τις δημοκρατικές εκπτώσεις και τις αλλαγές στις μεθόθους άσκησης πολιτικής, αχρηστεύοντας παράλληλα και τα μέχρι πρότινος εργαλεία αντίστασης των υποτελεών.
Στη δική μου τουλάχιστον αντίληψη, η ήττα αυτή, που οδηγήγησε στην καθίζηση των κοινωνικών αγώνων (συγκριτικά και με την έντονη προηγούμενη διετια), προϋπήρξε της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, δεν ήταν τόσο η υπάρξη του ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικού εκφαστή της αντι-λιτότητας, αυτή που οδήγησε τις κοινωνικές μάζες στο «δημοκρατικό μαντρί», ως εάν εκείνες να ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά ριζοσπαστικές. Αντίθετα, η αποτυχία των κοινωνικών διεκδικητικών αγώνων να παραγάγουν αποτέλεσμα, έστρεψε το κοινωνικό σώμα των υποτελών στην επιλογή της εκλογικής μάχης. Η ανυπαρξία μιας πολιτικής εκπροσώπησης σαν αυτή που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σήμαινε απαραίτητα μια συνέχεια ριζοσπαστικοποίησης. Θα μπορούσε κάλλιστα, όμως, να οδηγήσει σε μια διαδικασία αποστράτευσης από τους αγώνες, απογοήτευσης και ατομισμού. Η λογική της αλλαγής πολιτικής ηγεσίας, αφού η τότε υπάρχουσα δεν εξυπηρετούσε τα συλλογικά μας συμφερόντα, αποτέλεσε το έναυσμα γι’ αυτόν που θα μπορούσαμε να πούμε  σχηματικά «δεύτερο κύκλο αγώνων», που ξανά ο ιστορικός του μέλλοντος θα μπορούσε πολύ βολικά να κλείσει στο δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2015. Ο κύκλος αυτός δεν αφορούσε φυσικά μόνο το ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα: όλα τα οργανωμένα αγωνιζόμενα κομμάτια αλλά και τα κοινωνιά υποκείμενα γενικώς επαναπροσδιόριστηκαν γύρω από την επερχόμενη κυβερνητική αλλαγή, όποια στάση και αν είχαν, δημιούργησαν νέες μεθόδους, πρακτικές και αντιλήψεις.
Όλο αυτό το αγωνιστικό πλαίσιο διαλύθηκε εκκωφαντικά, όπως και το προηγούμενο, αφηνόντας μια επιπλέον σύγχυση, καθώς η ήττα για πολλούς σήμαινε και προσχώρηση στο αντίπαλο στρατόπεδο. Εκτότε, μουδιασμένοι, χτίζουμε και πάλι τις αντιστάσεις μας, καθώς η κοινωνική πραγματικότητα δεν αφήνει άλλες επιλογές. Κόντρα σε οποιαδήποτε εσχατολογική προσεγγιση, έχουμε τη δυνατότητα να αναζητήσουμε τα νέα εργαλεία, τις νέες μεθόδους και πρακτικές αντίστασης και ανατροπής: μαθαίνοντας από την εμπειρία των προηγούμενων κύκλων και βάζοντας ο καθένας/μια τα δικά του χαρακτηριστικά στη συζήτηση που, εκ των πραγμάτων, έχει ξεκινήσει. Για τους περισσότερους/ες, εξάλλου, το ρήγμα μεταξύ επιθυμητής και υπαρκτής ζωής συνεχίζει να χάσκει ορθάνοιχτο.
*Πηγή: REDNotebook.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας