Περιμένοντας την ανάπτυξη

1862
πλειστηριασμών

«Το 2016 σηματοδοτεί στροφή στην ανάπτυξη», έλεγε το Δεκέμβριο του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, ακολουθώντας όλους τους προηγούμενους μνημονιακούς πρωθυπουργούς, αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς, σε αυτό το παράξενο παιχνίδι όπου κάθε χρονιά αναγγέλλουν την πολυπόθητη ανάπτυξη για το επόμενο έτος. Στο ίδιο παιχνίδι επιδίδονται και εφέτος ο πρωθυπουργός και τα στελέχη της κυβέρνησης και του Σύριζα. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά. Η οικονομία έχει προσαράξει στον πυθμένα της θάλασσας και δεν μπορεί να αποκολληθεί παρά μόνο εάν κάποιος από μηχανής θεός ασκήσει έξωθεν την ευνοϊκή του δράση…

Η κα­τα­στρο­φή πα­γί­ου κε­φα­λαί­ου στην Ελ­λά­δα της οι­κο­νο­μι­κής συ­ντρι­βής ανέρ­χε­ται σε 8% του συ­νό­λου και θα εντα­θεί πε­ραι­τέ­ρω κατά το 2017-2018 (υπο­λο­γι­σμοί Ευ­ρω­παϊ­κής Επι­τρο­πής). Είναι αυτό λίγο ή είναι πολύ; Ο Eric Hobsbawm ανα­φέ­ρει ότι το συ­νο­λι­κό πάγιο κε­φά­λαιο στη Γαλ­λία και στην Ιτα­λία μειώ­θη­κε στη διάρ­κεια του δευ­τέ­ρου Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου κατά 8% και 7% αντί­στοι­χα. Το πα­ρα­γω­γι­κό σύ­στη­μα, λοι­πόν, έχει συρ­ρι­κνω­θεί σε βαθμό που συ­να­ντά­με συ­νή­θως σε καιρό πο­λέ­μου. Επι­πλέ­ον, η δια­δι­κα­σία της κα­τα­στρο­φής δεν έχει ολο­κλη­ρω­θεί, βρί­σκε­ται ακόμη σε εξέ­λι­ξη και θα συ­νε­χι­στεί κατά το τρέ­χον και το επό­με­νο έτος (προ­βλέ­ψεις Ευ­ρω­παϊ­κής Επι­τρο­πής). Είναι μια δια­δι­κα­σία «απο­ε­πέν­δυ­σης», με την έν­νοια ότι ο επεν­δύ­σεις πα­γί­ου κε­φα­λαί­ου που πραγ­μα­το­ποιού­νται είναι τόσο μι­κρές, ώστε δεν φτά­νουν ούτε για να ανα­πλη­ρώ­σουν τις πά­γιες πα­ρα­γω­γι­κές εγκα­τα­στά­σεις που απο­σβέ­νο­νται ή απο­σύ­ρο­νται από το πα­ρα­γω­γι­κό δυ­να­μι­κό εξαι­τί­ας της παύ­σης της λει­τουρ­γί­ας ολό­κλη­ρων επι­χει­ρή­σε­ων ή τμη­μά­των επι­χει­ρή­σε­ων. Αυτό έχει απο­τέ­λε­σμα να μειώ­νε­ται ο συ­νο­λι­κός όγκος προ­ϊ­ό­ντος που θα ήμα­σταν σε θέση να πα­ρά­γου­με ακόμη και εάν υπήρ­χε η απα­ραί­τη­τη ζή­τη­ση για τα προ­ϊ­ό­ντα μας (π.χ. μέσω μιας υπο­τί­μη­σης του νο­μί­σμα­τος ή μέσω της άσκη­σης κεϊν­σια­νής πο­λι­τι­κής αύ­ξη­σης της ζή­τη­σης). Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, η πα­ρα­γω­γή ήταν 240 δισ. το 2008, κατά την έναρ­ξη της κρί­σης, και τώρα μπο­ρού­με να πα­ρά­γου­με μά­ξι­μουμ 200. Η δε απα­σχό­λη­ση έχει συρ­ρι­κνω­θεί δρα­μα­τι­κά και κάθε ερ­γα­ζό­με­νος αμεί­βε­ται με πολύ χα­μη­λό­τε­ρο μισθό, με απο­τέ­λε­σμα η αγο­ρα­στι­κή δύ­να­μη του συ­νό­λου των μι­σθω­τών να είναι κα­θη­λω­μέ­νη σε χα­μη­λά επί­πε­δα. Η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία όμως χρειά­ζε­ται τις αυ­ξή­σεις των μι­σθών για να ανα­πτυ­χθεί, διότι είναι μια οι­κο­νο­μία που ωθεί­ται από τους μι­σθούς (Μαρ­σέλ­λου 2013, Onaran και Obst 2015).
Με αυτά τα δε­δο­μέ­να, πε­ρι­μέ­νουν τώρα στην κυ­βέρ­νη­ση, τον από μη­χα­νής θεό, δη­λα­δή την αύ­ξη­ση της πα­γκό­σμιας ζή­τη­σης που θα σύρει (υπο­τί­θε­ται) τις ελ­λη­νι­κές εξα­γω­γές και θα επι­τρέ­ψει στο εξω­τε­ρι­κό εμπο­ρι­κό ισο­ζύ­γιο να πα­ρα­μεί­νει ισο­σκε­λι­σμέ­νο ή πολύ μικρό όπως είναι σή­με­ρα (διότι αν διευ­ρυν­θεί θα απαι­τη­θούν νέα διαρ­θρω­τι­κά μέτρα). Πε­ρι­μέ­νουν, επί­σης, να ενερ­γο­ποι­η­θούν ξαφ­νι­κά τα έν­στι­κτα των κε­φα­λαιο­κρα­τών που μέσα στη διε­τία 2017-2018 θα κά­νουν επεν­δύ­σεις στην Ελ­λά­δα. Αυτά, μπο­ρούν να συμ­βούν ή να μη συμ­βούν, διότι δεν εμπί­πτουν στο βα­σί­λειο της ανα­γκαιό­τη­τας αλλά του αστάθ­μη­του, δεν απορ­ρέ­ουν από την ασκού­με­νη οι­κο­νο­μι­κή και διαρ­θρω­τι­κή πο­λι­τι­κή, είναι μια ζαριά στην πρά­σι­νη τσόχα της Ιστο­ρί­ας.

Το τοπίο με τη δική μας ματιά

Η ελ­λη­νι­κή κρίση δεν θα διαρ­κέ­σει για πάντα. Εί­μα­στε τώρα σε μια με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο κατά την οποία ανα­δύ­ε­ται, στην Ελ­λά­δα, ένα νέο κα­θε­στώς εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­σί­ας, το οποίο ανα­δύ­ε­ται βαθ­μιαία, ως απο­τέ­λε­σμα «δη­μιουρ­γι­κής κα­τα­στρο­φής». Τα κύρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του είναι ήδη φα­νε­ρά: Πρώ­τον, ένα μι­κρό­τε­ρο πα­ρα­γω­γι­κό σύ­στη­μα που συ­ντί­θε­ται από με­γα­λύ­τε­ρες, «μυώ­δεις» και επι­θε­τι­κές επι­χει­ρή­σεις που επέ­ζη­σαν της κρί­σης αφή­νο­ντας πίσω τους, στα ερεί­πια της με­γά­λης ύφε­σης, μυ­ριά­δες μι­κρών και με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων αλλά και έναν ση­μα­ντι­κό αριθ­μό με­γά­λων επι­χει­ρή­σε­ων. Δεύ­τε­ρον, ένα ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό που αμεί­βε­ται με χα­μη­λούς μι­σθούς, που είναι απρο­στά­τευ­το, που στε­ρεί­ται δι­καιω­μά­των και γί­νε­ται πει­θή­νιο με ερ­γα­λείο την εκτε­τα­μέ­νη και βαθιά ανα­σφά­λεια. Τρί­τον, ένα εξα­θλιω­μέ­νο κοι­νω­νι­κό κρά­τος, απο­γυ­μνω­μέ­νο σε με­γά­λο βαθμό από τις βα­σι­κές προ­στα­τευ­τι­κές του λει­τουρ­γί­ες. Τέ­ταρ­τον, μια κοι­νω­νία στην οποία τα δύο τρίτα του πλη­θυ­σμού βρί­σκο­νται σε κα­τά­στα­ση επι­σφά­λειας, υλι­κής στέ­ρη­σης και επα­πει­λού­με­νης φτώ­χειας. Πέμ­πτον, μια διαρ­κή κρίση κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής που σπρώ­χνει στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο με­γά­λες με­ρί­δες του πλη­θυ­σμού, εκεί­νες που απο­κλεί­ο­νται από τον κόσμο της αμει­βό­με­νης ερ­γα­σί­ας.
Σε ένα τέ­τοιο κα­θε­στώς εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­σί­ας, το από­θε­μα πα­γί­ου κε­φα­λαί­ου θα πρέ­πει να δια­τη­ρεί­ται σε επί­πε­δα τόσο χα­μη­λά όσο απαι­τεί­ται για να δια­τη­ρού­νται άφθο­νες ερ­γα­σια­κές εφε­δρεί­ες, δη­λα­δή ένα υψηλό πο­σο­στό ανερ­γί­ας ώστε να πα­ρα­μέ­νουν οι μι­σθοί τόσο χα­μη­λοί όσο απαι­τεί­ται για να ικα­νο­ποιού­νται οι απαι­τή­σεις κερ­δο­φο­ρί­ας του κε­φα­λαί­ου (οι οποί­ες απαι­τή­σεις κα­θο­ρί­ζο­νται εν πολ­λοίς εξω­γε­νώς, από τις αστάθ­μη­τες ορέ­ξεις δη­λα­δή της τάξης των κε­φα­λαιο­κρα­τών).
Επι­πλέ­ον, η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία είναι «κλει­δω­μέ­νη» σε μια κα­τά­στα­ση μειω­μέ­νου πα­ρα­γω­γι­κού συ­στή­μα­τος εξαι­τί­ας της υπο­χρέ­ω­σης να δια­τη­ρεί στο εξής, και για πολλά χρό­νια ακόμα, βιώ­σι­μο εξω­τε­ρι­κό εμπο­ρι­κό ισο­ζύ­γιο αγα­θών και υπη­ρε­σιών υπό το άγρυ­πνο μάτι του χρη­μα­το­πι­στω­τι­κού κε­φα­λαί­ου: αξιο­πι­στία, εμπι­στο­σύ­νη, συ­νέ­πεια.
Μέσα σε τέ­τοιες συν­θή­κες, η ύπαρ­ξη ενός ευ­με­γέ­θους εφε­δρι­κού ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, η υψηλή ανερ­γία και η υπο­α­πα­σχό­λη­ση, οι επι­σφα­λώς ερ­γα­ζό­με­νοι και οι απο­θαρ­ρη­μέ­νοι που στα­μά­τη­σαν να ανα­ζη­τούν ερ­γα­σία, είναι στοι­χεία κε­ντρι­κά του κα­θε­στώ­τος εκ­με­τάλ­λευ­σης που ανα­δύ­ε­ται στην Ελ­λά­δα, διότι λει­τουρ­γούν ως μη­χα­νι­σμός πει­θάρ­χη­σης των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων.
Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, στην καρ­διά αυτού το κα­θε­στώ­τος εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­σί­ας, βρί­σκου­με δύο πει­θαρ­χι­κούς μη­χα­νι­σμούς: έναν στην αγορά ερ­γα­σί­ας και έναν στις αγο­ρές χρή­μα­τος και κε­φα­λαί­ου (στις χρη­μα­το­πι­στω­τι­κές αγο­ρές):
Οι χρη­μα­τω­πι­στω­τι­κές αγο­ρές έχουν τώρα κε­ντρι­κό ρόλο στην ορ­γά­νω­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­με­τάλ­λευ­σης διότι επι­βλέ­πουν τα με­μο­νω­μέ­να κε­φά­λαια, θέ­τουν στό­χους κερ­δο­φο­ρί­ας γι’ αυτά, και τι­μω­ρούν τις επι­χει­ρή­σεις που απο­κλί­νουν από αυτά. Θέ­τουν με δυο λόγια τους όρους και την έντα­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­με­τάλ­λευ­σης – και τους θέ­τουν με βάση τις αστάθ­μη­τες ορέ­ξεις των κε­φα­λαιο­κρα­τών. Αυτές οι λει­τουρ­γί­ες το χρη­μα­τι­στι­κού κε­φα­λαί­ου συ­γκρο­τούν τον χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό μη­χα­νι­σμό κοι­νω­νι­κής πει­θαρ­χί­ας που επι­βάλ­λει την εντα­τι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση της ερ­γα­σί­ας υπό τη μορφή μιας πο­λι­τι­κής που υπο­τί­θε­ται ότι δεν έχει εναλ­λα­κτι­κή (thereisnoalternative).
Στο ση­μείο αυτό, οι ερ­γα­ζό­με­νοι έρ­χο­νται αντι­μέ­τω­ποι με έναν δεύ­τε­ρο μη­χα­νι­σμό κοι­νω­νι­κής πει­θαρ­χί­ας, που είναι ο μη­χα­νι­σμός πει­θάρ­χη­σης της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας: Υπα­κού­στε στο δε­σπο­τι­σμό του ερ­γο­δό­τη, ερ­γα­στεί­τε απο­τε­λε­σμα­τι­κά και πει­θαρ­χη­μέ­να ή αντι­με­τω­πί­στε τις σκλη­ρές συ­νέ­πειες της ανερ­γί­ας, της ανα­σφά­λειας, της φτώ­χειας, της επι­δεί­νω­σης της υγεί­ας, της σύ­ντο­μης ζωής και όλα τα δεινά που αυτά επι­σύ­ρουν.
Ωστό­σο, αυτό το ανα­δυό­με­νο πρό­τυ­πο πει­θαρ­χι­κού νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, που συ­μπυ­κνώ­νει τους δύο πα­ρα­πά­νω μη­χα­νι­σμούς πει­θάρ­χη­σης στις αυ­θαί­ρε­τες ορέ­ξεις των κα­τό­χων κε­φα­λαί­ου, εν­σω­μα­τώ­νει ως στοι­χείο χτι­σμέ­νο μέσα στο σώμα του, ως προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα, την συ­γκρου­σια­κή σχέση με­τα­ξύ των αυ­θαί­ρε­των απαι­τή­σε­ων του απο­χα­λι­νω­μέ­νου κε­φα­λαί­ου και της κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής, της ανά­γκης των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων να ζουν σε συν­θή­κες υλι­κής επάρ­κειας που θα επι­τρέ­πουν στον κα­θέ­να να έχει και ηθική επάρ­κεια, να συμ­με­τέ­χει δη­λα­δή στην κοι­νω­νι­κή ζωή και να συμ­με­τέ­χει με όρους αξιο­πρέ­πειας.
Εξαι­τί­ας αυτής της αντί­θε­σης, το κα­θε­στώς του πει­θαρ­χι­κού νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού κα­θί­στα­ται εγ­γε­νώς αστα­θές: με άλλα λόγια είναι ένα κα­θε­στώς σε μό­νι­μη κρίση κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής. Και το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο: αυτό ανοί­γει διαρ­κώς το ζή­τη­μα της πο­λι­τι­κής ηγε­μο­νί­ας, δη­λα­δή θέτει σε αμ­φι­σβή­τη­ση την ικα­νό­τη­τα της άρ­χου­σας τάξης να κυ­βερ­νά με βάση ένα σχέ­διο στο οποίο να ανα­γνω­ρί­ζει το συμ­φέ­ρον της η πλειο­ψη­φία της κοι­νω­νί­ας, επο­μέ­νως και πλα­τιές μάζες των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων.

Ηγε­μο­νι­κή Κρίση

Με δυο λόγια, μια τάση διαρ­κούς ηγε­μο­νι­κής κρί­σης ενυ­πάρ­χει, ως μό­νι­μο, διαρ­θρω­τι­κό στοι­χείο, στη καρ­διά του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου πει­θαρ­χι­κού κα­θε­στώ­τος. Η τάση αυτή συ­νο­δεύ­ε­ται από την αντίρ­ρο­πη τάση προς την πα­θη­τι­κό­τη­τα των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων, η οποία εκ­πο­ρεύ­ε­ται από την ανερ­γία, τη φτώ­χεια, την υλική στέ­ρη­ση κ.λπ., που απο­διορ­γα­νώ­νουν την πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση, την κι­νη­το­ποί­η­ση, τη στρά­τευ­ση, τις ατο­μι­κές ηθι­κές δυ­νά­μεις των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων. Τόσο η τάση διαρ­κούς ηγε­μο­νι­κής κρί­σης όσο και η αντι­τι­θέ­με­νη σε αυτήν πα­θη­τι­κο­ποί­η­ση που την απο­δυ­να­μώ­νει, εκ­πο­ρεύ­ο­νται από την ίδια αιτία: την ατελή, δυ­σλει­τουρ­γι­κή, δια­κε­κομ­μέ­νη κοι­νω­νι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή, την απο­διορ­γά­νω­ση των χαρ­το­γρα­φη­μέ­νων πε­ριο­χών της κα­θη­με­ρι­νής ζωής των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων, από την ίδια γνή­σια κρίση κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής, την κρίση μιας κοι­νω­νί­ας που δυ­σκο­λεύ­ε­ται πλέον να ανα­πα­ρά­γει τα βα­σι­κά υλικά στοι­χεία και τις ηθι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις της ύπαρ­ξής της. Η κρίση αυτή, πα­ρά­γει λοι­πόν αντα­γω­νι­σμό και πα­θη­τι­κό­τη­τα επί­σης.
Ποια από τις δύο θα επι­κρα­τή­σει είναι αβέ­βαιο, διότι δεν υπάρ­χει καμιά ανα­γκαιό­τη­τα χτι­σμέ­νη μέσα στο οι­κο­νο­μι­κό και κοι­νω­νι­κό σύ­στη­μα που είναι ο κα­πι­τα­λι­σμός για να κα­θο­ρί­σει ποιά από τις δύο τά­σεις, ο αντα­γω­νι­σμός ή η πα­θη­τι­κό­τη­τα, τε­λι­κά θα επι­κρα­τή­σει. Ποια θα επι­κρα­τή­σει είναι αστάθ­μη­το και το κενό θα κα­λύ­ψουν οι πο­λι­τι­κοί και κοι­νω­νι­κοί αγώ­νες (και ο από μη­χα­νής θεός).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας