Περί Πινοσέτ, αναστολής των περικοπών στις συντάξεις και άλλων (προεκλογικών) δαιμονίων

1522
αυτοκίνητα

Με το επίσημο άνοιγμα της προεκλογικής περιόδου από τον ίδιον το πρωθυπουργό Τσίπρα δια του βήματος της ΔΕΘ, εντάθηκε η συζήτηση γύρω από το συνταξιοδοτικό.

Με δεδομένο ότι επίκειται από την πρώτη του ερχόμενου έτους δραματική μείωση στις συντάξεις, που είναι ένα ψηφισμένο μέτρο και περιλαμβάνεται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021, η συζήτηση περί αυτού «πυροδοτήθηκε» για τα καλά.

Θα κοπούν οι συντάξεις, ή δεν θα κοπούν; Κι εάν δεν κοπούν τι είδους άλλες δραστικές περικοπές θα πρέπει να υπάρξουν ως αντίμετρα για να έχουμε και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολάκερη; Δηλαδή, τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων σωρευτικά 42,5 δις ευρώ μέχρι το 2022, όπως το μεσοπρόθεσμα προβλέπει;

Πρέπει να σημειωθεί, ότι από αυτά τα 18,5 δις αφορούν καθαρή μείωση δαπανών από τις περικοπές στις συντάξεις και τα υπόλοιπα από αύξηση εσόδων λόγω της κατάργησης του αφορολογήτου και άλλες παρεμβάσεις.

Αναφορικά με τα περίφημα εξισορροπητικά «αντίμετρα» αυτά δεν ξεπερνούν στην υλοποίησή τους σωρευτικά τα 14,3 δις ευρώ. Έτσι ακόμα και αν υπάρξει ταυτόχρονη κατάργηση μέτρων και αντίμετρων τότε θα παραμείνει μια διαφορά της τάξης των 42,5-14,3=28,2 δις ευρώ. Πόθεν;

Αυτό δεν θα σημάνει ανατροπή ολόκληρου του «σεναρίου» που συμφωνήθηκε με τους «θεσμούς» για την υποτιθέμενη μεταμνημονιακή πορεία και την από την πλευρά τους ενεργοποίηση των όποιων μέτρων «ελάφρυνσης» του χρέους;

Πως είναι δυνατό τον Ιούλιο να συμφωνούμε με τους «θεσμούς» και να πανηγυρίζουμε τη συμφωνία που μας οδηγεί στην «έξοδο» και τον Σεπτέμβρη να αμφισβητούμε ό,τι μόλις δύο μήνες πριν συμφωνήθηκε; Κάτι δεν πάει καλά εδώ.

Μπροστά στις εκλογές

Η κυβέρνηση με ένα κυνικό, αν όχι χυδαίο, επιχείρημα ότι οι συνταξιούχοι δεν έχουν και πολλή ζωή μπροστά τους, επιχειρεί να πείσει τους «θεσμούς», ότι η ψηφισμένη αυτή περικοπή των συντάξεων είναι αχρείαστη. Θεωρεί -και σωστά- ότι εάν επιτύχει έστω και μια ολιγόμηνη αναστολή του μέτρου, θα μπορεί να προσέλθει στις κάλπες με πιθανότητα αποφυγής μιας προδιαγεγραμμένης συντριβής της.

Δεν μας λέει όμως ότι ακόμα και εάν επιτευχθεί μια αναστολή για μερικούς μήνες, ή ακόμη και για έναν χρόνο, του μέτρου, οι περικοπές θα είναι μεγαλύτερες τότε, αφού το τελικό αποτέλεσμα στο τέλος της περιόδου θα πρέπει να είναι το ίδιο με βάση τα συμφωνηθέντα (και ψηφισθέντα) στο μεσοπρόθεσμο. Δεν μας λέει, επίσης, πόσο θα επιβαρυνθούν τα νοικοκυριά με την κατάργηση του αφορολόγητου και με πιθανή αύξηση αντί για μείωση των φορολογικών συντελεστών για να υπάρξει η όποια εξισορρόπηση και συμβατότητα με τα συμφωνηθέντα (την επίτευξη των στόχων του μεσοπροθέσμου).

Η Νέα Δημοκρατία και ο επιδιωκόμενος διπολισμός

Αντίθετα η Νέα Δημοκρατία προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τη δυσκολία της κυβέρνησης στο θέμα, δεν υπόσχεται κατάργηση του μέτρου των περικοπών, αφού αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις βουλήσεις των δανειστών που πιστά και η ίδια υπηρετεί, αλλά, οι αθεόφοβοι, βρήκαν να προτείνουν την καθιέρωση ενός τριφασικού συνταξιοδοτικού συστήματος στα πρότυπα της Χιλής του δικτάτορα Πινοσέτ. Η θρησκοληψία και η ηλιθιότητα του νεοφιλελεύθερου μαζί σε όλο τους το μεγαλείο.

Και η πάσα βέβαια στην κυβερνητική πλευρά για τον τεχνητό διπολισμό που στήνεται μπροστά στις επερχόμενες εκλογές, με τα πληρωμένα παπαγαλάκια στα ΜΜΕ και στο διαδίκτυο να κάνουν υπερωρίες για να μας πείσουν πόσο είναι καλοί οι μεν «αριστεροί» και φιλολαϊκοί και πόσο κακοί «ακροδεξιοί» οι δε και αντίστροφα, πόσο κακοί «αριστεροί» είναι οι άλλοι!

Ανεξάρτητα βέβαια από τη χαμηλή ποιότητα αυτού του τύπου του πολιτικού διαλόγου που αναπτύσσεται γύρω από το θέμα, αυτός είναι αντιεπιστημονικός και αποδεικνύεται εξόχως παραπειστικός και αποπροσανατολιστικός από το κυρίαρχο πρόβλημα. Όπως και οι δήθεν επιστημονικές αναλύσεις, επί αναλύσεων για το πως 1,5 έως 2 το πολύ εργαζόμενοι έρχονται με τις εισφορές τους να καλύψουν τη σύνταξη ενός συνταξιούχου. Πράγμα που δεν βγαίνει!

Το «συνταξιοδοτικό» ως κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα

Όμως, ένα αξιόπιστο συνταξιοδοτικό σύστημα δεν μπορεί να στηρίζεται σε τέτοιου τύπου προσεγγίσεις.

Το κοινωνικοασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό ζήτημα δεν είναι στενά οικονομικό θέμα, αλλά καθαρά πολιτικό. Το πως, δηλαδή, μια κοινωνία προκειμένου να είναι συνεκτική και να ευημερεί, χρησιμοποιεί τους πόρους και κατανέμει το προϊόν της παραγωγής της, δηλαδή τον παραγόμενο πλούτο.

Το ζήτημα λοιπόν είναι κατά πόσο μια χώρα μπορεί, αφ’ ενός μεν να εφαρμόζει τέτοιες πολιτικές που οδηγούν μέσω της πλήρους απασχόλησης των διατιθέμενων πόρων και των ανθρώπων σε παραγωγή του αναγκαίου προϊόντος για να καθιστά την κοινωνία ευημερούσα, ανεξάρτητα του αριθμού των εργαζομένων, ή των μη δυναμένων να εργαστούν (λόγω γήρανσης, ή άλλου αποχρώντος λόγου) και ανεξάρτητα της αριθμητικής σχέσης μεταξύ τους. Αφ’ ετέρου δε το πως κατανέμει αυτό το προϊόν της παραγωγής και του αντίστοιχου πλούτου. Εάν δηλαδή θεωρεί, ότι οι αναγκαστικά αποσυρόμενοι από την παραγωγική διαδικασία συνταξιούχοι, ως απόμαχοι, δεν είναι απόβλητοι και παρίες, αλλά ισότιμα μέλη της κοινωνίας με αναφαίρετο το δικαίωμά τους να ζουν με αξιοπρέπεια και υψηλή ποιότητα το υπόλοιπο του βίου τους, ανεξάρτητα εάν αυτό είναι μικρό, ή μεγαλύτερο. Πολύ περισσότερο εάν στη ζωή τους έχουν προσφέρει με τον προσωπικό τους μόχθο στην οικοδόμηση της παραγωγικής διαδικασίας και έχουν συνεισφέρει με μέρος της αμοιβής της εργασίας τους. Διότι οι ασφαλιστικές εισφορές αποτελούν τμήμα της αμοιβής της προσφερόμενης εργασίας μαζί με την εξασφάλιση ποιότητας στη ζωή τους μετά την απόσυρση από την παραγωγική αυτή διαδικασία. Γι’ αυτό ακριβώς είναι εξαιρετικά πρόστυχη και χυδαία η αναφορά του πρωθυπουργού στον λίγο βίο που τους απομένει ως μέσο απόσβεσης της αντίστοιχης δαπάνης.

Ποια είναι μια τέτοια χώρα;

Προφανώς μια τέτοια χώρα που μπορεί να εξασφαλίζει στο σύνολο του πληθυσμού της επάρκεια αγαθών και καλή ποιότητα διαβίωσης δεν μπορεί να είναι μια χώρα έρμαιο των αγορών και του δανεισμού από αυτές. Δεν μπορεί, επίσης, να είναι μια χώρα που η φερόμενη ως ηγεσία της θεωρεί τους απόμαχους παρίες και «αντιαναπτυξιακό» βάρος, αναμένοντας τον θάνατό τους.

Μπορεί να είναι μόνο μια χώρα που διαθέτει ανεξαρτησία επιλογών και μέσω αυτών μπορεί να σχεδιάζει και να υλοποιεί πολιτικές πλήρους απασχόλησης πόρων και ανθρώπων και ορθολογικής διανομής του παραγόμενου πλούτου.

Μπορεί να είναι μια χώρα που διαθέτει το δικό της εθνικό νόμισμα. Διότι μόνο μια τέτοια χώρα μπορεί να χρηματοδοτεί αενάως και χωρίς πρόβλημα ένα ποιοτικό ασφαλιστικό σύστημα, εξασφαλίζοντας μέσω των αναγκαίων δαπανών μια παραγωγική διαδικασία πλήρους απασχόλησης και επάρκειας αγαθών, για να μπορεί να τα διανέμει ορθολογικά και με σχετική δικαιοσύνη.

Τουτέστιν μια χώρα που ο πληθυσμός της και η ηγεσία που λαμβάνει τις αποφάσεις παραδέχονται την ανάγκη ύπαρξης οργανωμένης κοινωνίας και δεν τα αφήνουν όλα στη ζούγκλα της «ελεύθερης» αγοράς των ανταγωνιζόμενων σκληρά μεταξύ τους ατομικών μονάδων. Επειδή και τα δύο μαζί δεν γίνονται!

«Φιλελευθερισμός» και μάλιστα στην μορφή του ορντολιμπεραλισμού (γερμανική εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, που θέλει στη θέση «της αόρατης χειρός», το «σιδερένιο» χέρι του κράτους να επιβάλλει άτεγκτους «κανόνες» εξασφάλισης του αγοραίου «ανταγωνισμού») και δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία είναι ασύμβατες μεταξύ τους έννοιες!

Μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική -προπαντός- χώρα με δικό της εθνικό νόμισμα, διαθέτει όλα εκείνα τα εργαλεία για να διατηρεί τα συστήματα σε ισορροπία και να εξασφαλίζει ευημερία για ολόκληρο τον πληθυσμό. Το πως κι εάν τα χρησιμοποιεί, ανάλογα με τις πραγματικές της ανάγκες είναι δεύτερο ζήτημα. Πχ στις σκανδιναβικές χώρες με τα αξιοζήλευτα ακόμη και σήμερα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα, δεν υπήρχαν (ενδεχομένως να μην υπάρχουν ακόμα και μετά την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού) καν ασφαλιστικές εισφορές.

Διότι το πρόβλημα δεν είναι στη σχέση του αριθμού των εργαζόμενων με τον αντίστοιχο των συνταξιοδοτουμένων, ούτε στο ύψος των εισφορών. Ούτε βέβαια οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων μπορεί να είναι ο αποκλειστικός χρηματοδότης ενός σοβαρού και αξιόπιστου κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Ούτε φυσικά ο ιδιωτικός τομέας που η αποκλειστική του στόχευση είναι η παραγωγή κερδών για τον ίδιον. Πράγμα φυσικά ασύμβατο με την επικρατούσα οικονομική θεολογία, που θεωρεί το ιδιωτικό κέρδος ως την αποκλειστική κινητήριο δύναμη της ζωής και ότι τα πάντα θα πρέπει να θυσιάζονται για τη μεγιστοποίησή του, ακόμα και οι ίδιες οι ζωές των ανθρώπων, που η μοίρα δεν τους έταξε να ανήκουν στην «κάστα» των λίγων ελέω «αγοράς» προνομιούχων.

Το πρόβλημα, επομένως, συνίσταται στο εάν μπορεί μια χώρα να εφαρμόζει ελεύθερα πολιτικές πλήρους απασχόλησης και να ανανεώνει το παραγωγικό της δυναμικό για να εξασφαλίζει την απαιτούμενη παραγωγή, έτσι ώστε μετά να διανέμει ορθολογικά το προϊόν της. Αυτό όμως είναι αδύνατο όταν βρίσκεσαι σε καθεστώς κατοχής. Είναι αδύνατον όταν το όποιο προϊόν το καρπούται μια ελάχιστη μειοψηφία ευρωδίαιτων παρασιτούντων και οι πόροι  κατευθύνονται, σχεδόν στο σύνολό τους, στο εξωτερικό, για την αποπληρωμή ενός χρέους που η δομή του είναι τέτοια, που όσο το πληρώνεις αυτό να αυξάνει.

Η γήρανση του πληθυσμού

Για τη σταδιακή μείωση των συντάξεων και την αλλαγή του χαρακτήρα του από αναδιανεμητικό σε απολύτως κεφαλαιοποιητικό. Για την άμεση εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα, και συνεπώς από κοινωνικό δικαίωμα η ασφάλιση να μετατραπεί σε ατομική δυνατότητα, ή αδυναμία. Για την κρατική συνεισφορά να περιέλθει στο επίπεδο μιας ελάχιστης φιλανθρωπίας. Για όλα αυτά χρησιμοποιείται ως πρόσχημα το δημογραφικό και η γήρανση του πληθυσμού. Ότι το σύστημα δεν αντέχει αφού είχε σχεδιαστεί στη λογική των πολλών εργαζομένων να συντηρούν με τις εισφορές τους έναν συνταξιούχο. Δηλαδή, το κύριο επιχείρημα είναι, ότι ανατρέπεται σταδιακά η σχέση του αριθμού των εργαζομένων με εκείνη των συνταξιούχων. Συνεπώς ελλείπουν οι πόροι και η επιβολή πρόσθετης φορολογίας είναι αντιαναπτυξιακή. Όμως, όπως είναι γνωστό, ένα κράτος που διατηρεί τη νομισματική του κυριαρχία δεν φορολογεί για να δαπανά! Δαπανά ελεύθερα ανάλογα με τις ανάγκες του και φορολογεί για να ασκήσει αναδιανεμητική πολιτική, ή να αποσύρει το υπερβάλλον χρήμα, αφού εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση πόρων, μέσων και ανθρώπων και για να διατηρήσει έτσι την αξία του νομίσματος σταθερή.

Σε αυτήν την περίπτωση το θέμα είναι εάν η στήριξη ενός ποιοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος θεωρείται ανάγκη και ως εκ τούτου εύλογη δαπάνη. Αντίθετα, σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα που έχει παραδώσει τη νομισματική της κυριαρχία και είναι υποχρεωμένη να δανείζεται προκειμένου να καλύπτει τις δαπάνες της, αναγκαστικά το βάρος στήριξης ενός τέτοιου συστήματος πέφτει αποκλειστικά στις εισφορές των εργαζομένων και εάν αυτές δεν αρκούν, στη φορολογία, προκειμένου να μην υποχρεωθεί η χώρα να δανειστεί, επιβαρύνοντας το δημόσιο χρέος της.

Να γιατί με το ευρώ, που είμαστε υποχρεωμένοι να το δανειζόμαστε, ποτέ δεν θα υπάρξουν πόροι ικανοί να στηρίξουν ένα αξιόπιστο και ποιοτικό κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα, ανεξάρτητα από τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, που έτσι κι αλλιώς είναι λίαν προβληματικοί, λόγω του ειδικού καθεστώτος επιτροπείας που επιβλήθηκε στην χώρα και τα αναγκαία υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για την εξυπηρέτηση των δανειστών, όπως πανταχόθεν αναγνωρίζεται.

Πέραν αυτού, η γήρανση του πληθυσμού, στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη που επικρατεί πανευρωπαϊκά, επιφέρει σταδιακά μείωση στην προσφορά εργατικών χεριών, η οποία με τη σειρά της προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας, συντηρώντας τις αμοιβές σε υψηλά επίπεδα με άμεση επίπτωση στις τιμές των προϊόντων και κατά συνέπεια στην ανταγωνιστικότητα. Συνεπώς σταδιακά και οι ασφαλιστικές εισφορές θα πρέπει να πάψουν να αποτελούν τμήμα της αμοιβής της εργασίας επιβαρύνοντας το κόστος παραγωγής και να καταστούν ιδιωτική υπόθεση του οποιουδήποτε επιθυμεί να αποταμιεύει για το μέλλον, απευθυνόμενος στην ιδιωτική ασφάλεια.

Η «ορντολιμπεραλιστική» Γερμανία και άλλες βόρειες χώρες, παρασύροντας συνολικά την Ευρωπαϊκή Ένωση, προχωρούν σε σταδιακές αλλαγές στα ασφαλιστικά συστήματα (πχ αύξηση στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, σταδιακή εισδοχή του ιδιωτικού τομέα κτλ), στην κατεύθυνση ολοκληρωτικής εφαρμογής ενός «πινοσετικού» τριφασικού συστήματος, χρησιμοποιώντας κι εδώ την Ελλάδα ως πειραματόζωο.

Κι έτσι παρατηρούμε στη συγκυρία το -όχι τώρα πια- παράδοξο φαινόμενο, η μεν «δεξιά» Νέα Δημοκρατία να το προτείνει, ο δε «αριστερός» ΣΥΡΙΖΑ να το υλοποιεί σιωπηρά στην πράξη και να «κοκορομαχούν» μεταξύ τους για το θεαθήναι.

Ταυτόχρονα, οι κεντροευρωπαϊκές χώρες, έχοντας και οι ίδιες πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού τους, προσπαθούν, με ανορθολογικό τρόπο, να εξισορροπήσουν τα συστήματά τους με εισαγόμενο εργατικό δυναμικό μέσω των μεταναστευτικών ροών, μετατρέποντας τη χώρα μας σε αποθήκη εφεδρικού τέτοιου δυναμικού και με καταλήστευση κάθε άλλου διαθέσιμου δικού μας πόρου.

Η ευελιξία που μπορεί να διαθέτει μια χώρα σαν την Ελλάδα

Η χώρα μας όμως είναι μικρή. Δεν έχει ανάγκες επέκτασης, ούτε διεκδικεί ρόλο διεθνούς «παίκτη», έτσι τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα να εφαρμόσει κατάλληλες πολιτικές πλήρους απασχόλησης, και ορθολογικής αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου, αλλά και εξισορρόπησης του δημογραφικού. Διότι στην περίπτωσή μας -για το ασφαλιστικό σύστημα- ακόμη και στο πλαίσιο μιας «φιλελεύθερης» άποψης, το πρόβλημα δεν είναι το δημογραφικό, αλλά η εντεινόμενη χρόνο με το χρόνο καταστροφή της παραγωγικής βάσης. Ας φανταστούμε κάτω από τις σημερινές συνθήκες να μην είχαμε δημογραφικό σε τι ύψη θα είχε εκτιναχθεί η υποαπασχόληση και η ανεργία, όπως και η εκροή του καλύτερου δυναμικού. Όταν σήμερα με έντονη την υπογεννητικότητα και την εκτίναξη των θανάτων, μέσω της μείωσης -σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία- κατά τουλάχιστον 3 χρόνια του προσδόκιμου ζωής, εξ αιτίας της φτωχοποίησης, πλέον του 50% του πληθυσμού αργεί, όχι γιατί συνταξιοδοτείται, αλλά λόγω αναδουλειάς!

Και αυτό παρά τη δημογραφική κατακρήμνιση. Διότι, από τα επίσημα στοιχεία όλων των ληξιαρχείων της χώρας από το 2010 έχουμε χάσει περισσότερους από 160.000 λόγω της εκτίναξης των θανάτων και της κατάρρευσης των γεννήσεων! Με 600.000 θύματα στην πρώτη κατοχή (‘41-‘44), ο πληθυσμός της χώρας δεν μειώθηκε. Μειώνεται όμως ραγδαία τώρα!

Ωστόσο, υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης -εάν αποτινάξουμε το καθεστώς κατοχής, διαγράψουμε το παράνομο χρέος και επαναφέρουμε καθεστώς νομισματικής κυριαρχίας με εθνικό νόμισμα- ο ενεργός πληθυσμός θα ξεπερνούσε τα 6,5 εκ., ενώ τώρα οι εργαζόμενοι φτάνουν δε φτάνουν τα 3,5 εκ.. Πέραν της μετανάστευσης των νέων, τρία ολόκληρα εκατομμύρια ανθρώπων σε παραγωγική ηλικία βρίσκονται επί της ουσίας εκτός παραγωγής! Αλλά, αυτό δεν ανησυχεί κανέναν και οι συνταξιούχοι μας μάραναν! Ρίξτε μια ματιά στα επίσημα στοιχεία και φρίξτε!

Βέβαια, η χώρα μας λεηλατούμενη, από τους εγχώριους και ξένους προτέκτορες, καταρρέει και δημογραφικά εκτός από παραγωγικά. Πρόκειται για γενοκτονία!

Κι όσο περιμένουμε να βγούμε στις αγορές για νέα δανεικά και να έλθει η «ανάπτυξη» τόσο τα πράγματα θα χειροτερεύουν και κανιβαλίζοντας ο ένας τον άλλον, θα τρώμε από τις σάρκες μας, μέχρι τελικής εξαφάνισης ολόκληρου του Έθνους. Τόσο απλά είναι τα πράγματα.
Και η Λύση μια και μοναδική: Διαγραφή χρέους και Εθνικό Νόμισμα!

Τώρα από δεξιά ή «αριστερή» μονεταριστική οπτική και με «αγοραία» αντίληψη, κάποιοι ψάχνουν να βρουν… γωνία στο δεκάρικο και διαφορές στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ. Δεν πρόκειται! Ας δουν καλύτερα… survivor, ή ό,τι άλλο αποχαυνωτικότερο προσφέρει η τηλεοπτική πιάτσα!

*Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι αρχιτέκτονας μηχ/κος και συγγραφέας

**Πηγή: hereticalideas.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας