Οι ρίζες του μελλοντικού αμερικανικού στρατιωτικού πραξικοπήματος

590
αμερικανικού στρατιωτικού πραξικοπήματος

Στο χειμωνιάτικο τεύχος 1992-1993 του περιοδικού αναλύσεων του Αμερικανικού Στρατού Parameters, o αεροδίκης τότε (και σήμερα, μετά την αποστράτευσή του, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Duke) Τσαρλς Ντάνλαπ, δημοσίευσε ένα άρθρο με τον πιο προκλητικό τίτλο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς: “Οι ρίζες του αμερικανικού στρατιωτικού πραξικοπήματος του 2012”.

Επρόκειτο για μιαν άσκηση “εναλλακτικής ιστορίας”, τοποθετημένη σε μια εποχή είκοσι χρόνια μετά την στιγμή της συγγραφής, η οποία δεν αποτελούσε απλό παίγνιο, διότι κατατέθηκε με πάσα σοβαρότητα (και μάλιστα βραβεύθηκε) ως η πτυχιακή εργασία του Ντάνλαπ κατά τη μετεκπαίδευσή του στο National War College.

Το υποκείμενο της αφηγήσης σε αυτό το κείμενο είναι ένας αξιωματικός που έχει συλληφθεί μετά την κατάληψη της εξουσίας στις ΗΠΑ από κάποιον στρατηγό Brutus και ο οποίος αλληλογραφώντας με έναν παλαιό συμμαθητή του προσπαθεί να διακρίνει ποιές εξελίξεις του παρελθόντος (δηλ. της εποχής που γράφει ο Ντάνλαπ) προιωνίζονταν τη μετέπειτα εκτροπή.

Το συμπέρασμα είναι ότι τα πράγματα προδιέγραψε η διαρκής διόγκωση των ενόπλων δυνάμεων, κυρίως δε των καθηκόντων που τους ανέθετε η ίδια η Αμερική σε θέματα εσωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, η εμπέδωση της φήμης του στρατού ως του μόνου φορέα που μπορεί να δώσει λύσεις σε μία κοινωνία την οποία απογοητεύει διαρκώς η πολιτική ηγεσία, η τάση της στρατιωτικής ιεραρχίας να αδημονεί μπροστά στις χρονοβόρες δημοκρατικές διαδικασίες και να παρακάμπτει όπου μπορεί τους προϊσταμένους της, αλλά και η μετατροπή των στρατιωτικών σε μια κλειστή κοινωνία αποκομμένη στις βάσεις της οι οποίες καλύπτουν όλες τις ανάγκες της καθημερινής οικογενειακής ζωής.

Το 2012 παρήλθε βέβαια χωρίς να εκπληρωθεί η “προφητεία” του Ντάνλαπ. Όμως οι τάσεις που περιέγραφε κάθε άλλο παρά έχουν υποχωρήσει, ενώ και η λέξη “πραξικόπημα” πέρασε, μετά τη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, από την επιστημονική φαντασία στον αμερικανικό δημόσιο λόγο – αν και η εμπειρία της εισβολής στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου περισσότερο παραπέμπει σε κωμικοτραγικό “self-coup” παρά σε επιβολή στρατιωτικού καθεστώτος.

Ψύχραιμοι αναλυτές, μάλιστα, όπως ο πρώην σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζέιμς Κάρντεν, σε πρόσφατο άρθρο του στους Asia Times, θέτουν το ερώτημα αν στις ανεπτυγμένες χώρες οι πολιτικές ηγεσίες χάνουν σταδιακά τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων.

Ο Κάρντεν παραθέτει τα πρόσφατα γεγονότα στην Γαλλία για να υπενθυμίσει στο αγγλόφωνο ακροατήριο ότι και οι ΗΠΑ δεν είναι άμοιρες ανησυχητικών τάσεων αυτονόμησης του στρατιωτικού προσωπικού. Φέρνει δε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το πώς κατά την έναρξη της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, το Γενικό Επιτελείο υπονόμευσε και ανέτρεψε την απόφαση του τότε ενοίκου του Λευκού Οίκου για απεμπλοκή από το Αφγανιστάν. Το ίδιο επαναλήφθηκε και επί του διαδόχου του, με την ανατροπή από τους στρατιωτικούς της απόφασης του Τραμπ για απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία και τη Σομαλία.

Κατά τον Κάρντεν, στην επιδείνωση αυτής της “αυτοπεποίθησης” συντελεί και το γεγονός ότι έχει καταστεί πλέον εθιμική, κατά παράβαση της προηγούμενης πολιτικής παράδοσης, η ανάληψη του υπουργείου Άμυνας, αλλά και άλλων σημαντικών θέσεων στον τομέα της ασφάλειας, από πρώην στρατιωτικούς.

Τουλάχιστον, καταλήγει ο αρθρογράφος, υφίσταται μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στη Γαλλία και την Αμερική. Στην χώρα του Εμανουέλ Μακρόν η πλειοψηφία της κοινής γνώμης δείχνει να συμμερίζεται τις απόψεις των “ανταρτών” περί νόμου, τάξης και μετανάστευσης. Αντίθετα, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο πληθυσμός δεν είναι καθόλου συμφιλιωμένος με τις αέναες στρατιωτικές περιπέτειες στις οποίες οι ένστολοι έχουν επενδύσει τις καριέρες τους.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας