Από τις αρχές της περασμένες εβδομάδας, πρώτα με στοχευμένες διαρροές και ύστερα με επίσημες δηλώσεις, οι ΗΠΑ κατηγόρησαν την Κίνα ότι βρίσκεται πίσω από επιθέσεις χάκερ που συλλέγουν στοιχεία ερευνών για την αντιμετώπιση του COVID-19.
Σε επικίνδυνη στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης με το Πεκίνο προχωρά η Ουάσιγκτον. Αυτή τη φορά όμως δεν αναφερόμαστε στις κινήσεις μαχητικών αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων που περιπολούν σε απόσταση αναπνοής στις κινεζικές ακτές (ή ακόμη και σε διαμφισβητούμενες περιοχές των κινεζικών χωρικών υδάτων) αλλά στον «πόλεμο» για την ανακάλυψη εμβολίων και φαρμάκων κατά του κορονοϊού.
Από τις αρχές της περασμένες εβδομάδας, πρώτα με στοχευμένες διαρροές και ύστερα με επίσημες δηλώσεις, οι ΗΠΑ κατηγόρησαν την Κίνα ότι βρίσκεται πίσω από επιθέσεις χάκερ που συλλέγουν στοιχεία ερευνών για την αντιμετώπιση του COVID-19. Όπως και στην περίπτωση των καταγγελιών ότι ο ιός δημιουργήθηκε σε κινεζικό εργαστήριο, δεν δόθηκε το παραμικρό στοιχείο που να στηρίζει το κατηγορητήριο από την πλευρά των ΗΠΑ.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους New York Times, της υπόθεσης έχει επιληφθεί ήδη η Διοίκηση Κυβερνοχώρου (USCYBERCOM) του Πενταγώνου, η οποία λειτουργεί σε συνεργασία με την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA). Η διοίκηση, την οποία δημιούργησε ο Μπαράκ Ομπάμα το 2009, φέρεται να αποκτά όλο και πιο επιθετικό χαρακτήρα επί προεδρίας Τραμπ καταστρώνοντας σχέδια κυβερνοεπιθέσεων σε δομές υποδομής εχθρικών χωρών.
Ενώ όμως αρκετοί αναλυτές άρχισαν να υποπτεύονται ότι η υπόθεση των κινέζων «χάκερ» θυμίζει απελπιστικά τις ανυπόστατες καταγγελίες για τα «Όπλα Μαζικής Καταστροφής» του Ιράκ, πολύ λιγότεροι τόλμησαν να θέσουν ένα ουσιαστικότερο ερώτημα: Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Κίνα υποκλέπτει στοιχεία που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν στην παραγωγή ενός εμβολίου, γιατί αυτά τα δεδομένα δεν είναι ελεύθερα διαθέσιμα στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα;
Το πρόβλημα στην περίπτωση των ΗΠΑ είναι ότι η αμερικανική υπερδύναμη είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει την οικονομική, πολιτική αλλά ακόμη και στρατιωτική ισχύ της για να προστατεύσει τις πληροφορίες και κατ’ επέκταση την κερδοφορία των δικών της εταιρειών. Με δεδομένο μάλιστα τον κλιμακούμενο Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου αλλά και τις διαρκείς παρενοχλήσεις που πραγματοποιούν οι ΗΠΑ εναντίον της Κίνας σε διαμφισβητούμενες περιοχές της Ανατολικής Ασίας, δεν θα ήταν υπερβολή να μιλάμε ακόμη και το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου.
Ήδη η εμπλοκή της Διοίκησης Κυβερνοχώρου σηματοδοτεί την στρατιωτικοποίηση μιας αντιπαράθεσης η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα έπρεπε να λύνεται μεταξύ επιστημόνων των δυο χωρών και στη χειρότερη μεταξύ δικηγόρων των φαρμακευτικών τους εταιρειών.
Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πρόσφατες καταγγελίες για τους «κινέζους χάκερ» στέλνουν ένα σαφές μήνυμα και στην αμερικανική επιστημονική κοινότητα να διακόψει κάθε συνεργασία με ερευνητές της Κίνας – τον τελευταίο κλάδο στον οποίο οι δυο χώρες διατηρούσαν επαφές μέσω των ερευνητικών τους ιδρυμάτων.
Στα μέσα Φεβρουαρίου ο κορυφαίος χημικός ερευνητής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Τσαρλς Λίμπερ, συνελήφθη από το FBI με την κατηγορία ότι συνεργαζόταν, έναντι αμοιβής, με επιστήμονες στην Κίνα. Ο Λίμπερ, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί ως ο κορυφαίος χημικός στον πλανήτη για την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ήταν ίσως το σημαντικότερο θύμα σε ένα νέο κυνήγι μαγισσών που θυμίζει απελπιστικά τις διώξεις που πραγματοποιούσε ο γερουσιαστής Μακάρθι στην Αμερική της δεκαετίας του ’50. Όλοι θυμούνται τις επιθέσεις που δέχονταν εκείνη την εποχή οι καλλιτέχνες. Λιγότεροι θυμούνται ότι ανάμεσα στα θύματα του μακαρθισμού βρίσκονταν και κορυφαίοι επιστήμονες όπως ο Αλμπερτ Αϊνστάιν.