Τον Βασίλη τον Τσιράκη τον γνώρισα ως συγγραφέα από τα πρώτα βιβλία της Τριλογίας του για την Θεσσαλονίκη, το «Σελανίκ» και «Τα χρόνια ανάμεσα» (από τις εκδόσεις «Τόπος»), που μας άρεσαν, λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός μας για τα ιστορικά μυθιστορήματα και περισσότερο για όσα έχουν πολιτικό περιεχόμενο. Ήταν επόμενο λοιπόν να συνεχίσω με το «Οι αλώβητοι» και δεν έπεσα έξω στην επιλογή μου, γιατί το βιβλίο αυτό ήταν καλύτερο από τα προηγούμενα, και αισθητικά και πολιτικά.
Αναφέρεται χρονικά στο διάστημα από την Αντίσταση στην Κεντρική Μακεδονία μέχρι το Πολυτεχνείο με οδηγό τα μέλη μίας οικογένειας εξ αγχιστείας, μέσα από τα οποία πιάνει το φάσμα όλης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής αυτού του χρονικού διαστήματος. Πρωταγωνίστρια στο έργο είναι η αντάρτισσα Μυρτώ, που μας μεταφέρει σε όλους τους αγώνες στους οποίους ανελλιπώς συμμετείχε , αλλά και στις φυλακές και τις εξορίες. Ο αγαπημένος της Πασχάλης, από τους αρχηγούς της Αντίστασης στην Κεντρική Μακεδονία διαφεύγει την σύλληψη και φυγαδεύεται στην Τασκένδη με άλλους αγωνιστές, αναγνωρίζεται ως καθηγητής στη Μόσχα και διαπρέπει ως καρδιοχειρουργός στην Θεσσαλονίκη. Ο Πέτρος, ο αδελφός της , παρά το ακατάβλητο θάρρος στην φυλακή, μετατρέπεται σε μεγαλοεργολάβο κατά την μεταπολίτευση, η Βιργινία, η γυναίκα του, ως εκκολαπτόμενη λογοτέχνης μας γνωρίζει την καλλιτεχνική ζωή της πόλης, ο γιος βιομηχάνου Βίκτωρας γίνεται κι αυτός παράγοντας της μεγαλοαστικής τάξης, αλλά εκμεταλλευόμενος τις δεξιές κυβερνήσεις και την χούντα, ο Στάθης και η Διαμαντένια, η γυναίκα του, αδελφή του Πασχάλη, που παρά τις οικογενειακές καταβολές δεν συμμετέχουν στα ιστορικά κινήματα της εποχής, εκπροσωπώντας την σιωπηρή πλειοψηφία της Θεσσαλονίκης και ο άξεστος λούμπεν και συνεργάτης των χουντικών Μήτρος είναι αυτός που υφίσταται την μεγαλύτερη μετάλλαξη λόγω του έρωτά του. Τέλος την νέα γενιά εκπροσωπεί ο Άλκης, που σαφώς συμπαρατάσσεται με τους ακατάβλητους αγωνιστές, τους Αλώβητους.
Έτσι ο συγγραφέας περνά από τους εθνικούς και πολιτικούς αγώνες στις μεταπολεμικές συνθήκες, που βοηθούν στην ανάδειξη ικανών, αλλά και συμβιβασμένων ατόμων ή και όσων εκμεταλλεύονταν κάθε παράνομο μέσο, για οικονομική επικράτηση. Διατρέχει τον δυσχερή αγώνα ανασυγκρότησης του αριστερού κινήματος και τελικά φθάνει ως τα σημαντικά γεγονότα κατά την περίοδο της Δικτατορίας, το Μάη του 68 στην Γαλλία και το Πολυτεχνείο στην Θεσσαλονίκη παρουσιάζοντας τον θετικό τους αντίκτυπο στις ζωές των νέων.
Η αφήγηση του έργου είναι απολαυστική, δεν αφήνει τον αναγνώστη να εγκαταλείψει το βιβλίο μέχρι την τελευταία σελίδα. Κυλάει αβίαστα, χωρίς ο συγγραφέας να καταφεύγει σε ευκολίες, για να γίνει το κείμενό του αρεστό. Αντιθέτως η γλαφυρότητα της γραφής ξεκινάει από πολύ καλή γλωσσική επάρκεια, ευρύτατη παιδεία και γνώση των αφηγηματικών τρόπων Οι παράγραφοί του μεγάλες και χωρίς τελείες, που αν και ξενίζουν στην αρχή, κάνουν την ανάγνωση ασθματική και δίνουν μία κινηματογραφική υφή στο σύνολο. Άλλωστε ο συγγραφέας έχει ασχοληθεί με το ντοκιμαντέρ και τις ταινίες μικρού μήκους. Είναι επόμενο λοιπόν να υπάρχει σασπένς στην αφήγηση και η δομή με το πέρασμα από τον ένα ήρωα στον άλλον να εντείνει την αγωνία για την τύχη τους.
Πολλές από τις σκηνές του έργου είναι πολύ δυνατές ήδη από την αρχή, με την δολοφονία του Γιάννη Ζεύγου, του Δασκάλου, σε ένα ζαχαροπλαστείο της πόλης, και με την ευκαιρία αυτή παρουσιάζονται και κάποια καθοριστικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Σημαντική είναι και η σκηνή της νικηφόρας εισόδου των ανταρτών στην πόλη με την Μυρτώ πάνω στο άλογο ως αμαζόνα και ακόμη πιο συγκλονιστική αυτή της διαπόμπευσης των αγωνιστών από τον ίδιο κόσμο που προηγουμένως τους επευφημούσε. Γεννά συναισθήματα οργής και λύσσας η εικόνα του βιασμού της ηρωίδας μπροστά στα μάτια του μικρού αγοριού της, όπως και οι σκηνές που απεικονίζουν τις φυλακίσεις του Πασχάλη, της γυναίκας του, του Πέτρου ή τα βασανιστήρια που ακολουθούν τις ανακρίσεις. Και φυσικά η ζωή στις εξορίες στο Τρίκερι, την Μακρόνησο, την Γυάρο είναι συγκλονιστικές, παρόλο που διανθίζονται με επεισόδια αλληλεγγύης, ειδικά των γυναικών.
Οι περιγραφές των ηρώων είναι πολύ καθοριστικές, για να αντιληφθεί ο αναγνώστης την στάση τους και το χαρακτήρα τους και πολλές φορές να κατανοήσει και την μεταστροφή τους. Έτσι εξηγείται η συμπεριφορά του Μήτρου λόγω της ταπεινής καταγωγής του, που του επέφερε κοροϊδίες, της οικονομικής του κατάστασης και της αμορφωσιάς του, που τον οδηγούσαν σε λανθασμένες επιλογές. Ή της αταλάντευτης Μυρτώς που από μικρή άρχισε να συνειδητοποιείται βλέποντας να μαστιγώνονται οι καπνεργάτριες το 36 από τα όργανα της Τάξης, οπότε ήταν επακόλουθη η αγέρωχη στάση της στην πρώτη της ανάκριση. Εξαιρετικά σχεδιασμένος και ο Αγωνιστής Πασχάλης, που οι πολύχρονοι και οι μάταιοι, (κατά την κατοπινή του άποψη), αγώνες τον κατέβαλλαν και τον κέρδισε η Επιστήμη και η καλή ζωή, που προήλθε από τα επαγγελματικά του επιτεύγματα. Οι διάλογοι ρεαλιστικοί, εικονοποιούν τα πρόσωπα και τα ζωντανεύουν. Άλλωστε το πλάσιμο των ηρώων του είναι ένα από τα πλεονεκτήματα του έργου.
«Οι Αλώβητοι» βρίθουν ολοζώντανων περιγραφών της αγαπημένης πόλης, της Θεσσαλονίκης του τότε, με τα πλουσιόσπιτα και τα σπίτια της φτωχολογιάς, με τα νέα κτίρια που υψώνονταν λόγω της αντιπαροχής. Σκιαγραφούνται συνοικίες της, όπως η Πάνω πόλη, τα Καμινίκια, ο συνοικισμός Ουζιέλ, όπου έγινε ο γάμος του Πασχάλη, το Καραμπουρνάκι με τα ωραία ταβερνάκια, το Γεντί κουλέ, η Αριστοτέλους με τα γραφεία της ΕΔΑ και την κοντινή οδό, όπου έγινε η δολοφονία του Λαμπράκη. Δίνονται επίσης τα μεγάλα έργα που προήλθαν από την μεταπολεμική ανάπτυξη, όπως η ΕΙΡ, το ΑΧΕΠΑ, οι βιομηχανίες της ΥΦΑΝΕΤ, της ΕΛΒΙΕΛΑ, της Αλυσίδα, της ΕΤΕΡ, της Έσσο, τα πολυκαταστήματα Λαμπρόπουλος και Κατράντζος, τα μεγάλα ξενοδοχεία «Ηλέκτρα Παλάς» και «Μακεδονία Παλάς», το Δημαρχείο, τα Δικαστήρια, το Παλαί ντε σπορ, η τσιμεντοποίηση της νέας παραλίας, η διάνοιξη της Τσιμισκή.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι κάθε κεφάλαιο ανοίγει με τον καιρό της πόλης, που δίνεται με πρωτοτυπία και λίγες πινελιές, αλλά πολύ ουσιαστικές και καίριες, του Θεσσαλονικιότικου τοπίου.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί στην σημαντική λογοτεχνική και γενικότερα καλλιτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης που είναι πλούσια την περίοδο, πριν την Δικτατορία, κι αυτό το κάνει μέσω της Βιργινίας που την θέλγει από μικρή η Λογοτεχνία και η συγγραφή. Έτσι περνούν από το βιβλίο λογοτεχνικές μορφές της πόλης (Μανόλης Αναγνωστάκης, Νόρα Αναγνωστάκη, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Κλείτος Κύρου), σπουδαίοι ζωγράφοι, θεατρικά δρώμενα, λογοτεχνικά περιοδικά (ο «Κοχλίας», η «Τέχνη», η «Επιθεώρηση Τέχνης»), το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, αλλά και εμβληματικά πολιτικά βιβλία του Μπάτση, του Μάξιμου, του Κιτσίκη, που αποκτά η Βιργινία.
Η φιλοσοφική διάθεση διαπνέει το κείμενο ή μέσω της προοδευτικής ιδεολογικής οπτικής του συγγραφέα ή με στοχασμούς του που περνούν μέσα από τους διαλόγους των ηρώων. Έτσι τονίζεται η ενοχή του Πασχάλη, που αμφισβητείται όμως πάλι από τον ίδιο, για τα ωραία χρόνια στην Μόσχα σε σχέση με τα βάσανα της γυναίκας του. Αλλά από την άλλη δεν του διέφευγε ότι «από το παρελθόν δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς, σε σχέση με το μέλλον, που μπορεί να διαφοροποιηθεί». Αξιοπρόσεκτη είναι η κρίση του συγγραφέα για τη συλλογική νοοτροπία, που άλλοτε ωθεί τον κόσμο να τρέχει σε διαδηλώσεις και άλλοτε στους βασιλικούς γάμους, που ξεχνάει τα ηρωικά ανδραγαθήματα και εκεί που άλλοτε επευφημούσε, πολύ σύντομα μπορεί να φτύνει και να λοιδωρεί.
«Η Τέχνη δεν είναι για να καταγράφει γεγονότα είναι πάνω από την ζωή» λέει ο συγγραφέας, αλλά με την τελική στάση της Βιργινίας που μοιράζει στο Πολυτεχνείο τα φύλλα του βιβλίου της σαν προκηρύξεις δείχνει ότι η Τέχνη πρέπει να υποτάσσεται στην Πολιτική. ‘Άλλωστε αλλού η ίδια μας τονίζει ότι καθοριστικός για τον Μήτρο ήταν ο έρωτας, για την Μυρτώ η Επανάσταση και για την ίδια η Τέχνη που συνδυάζει τον έρωτα και την Επανάσταση. Η Βιργινία μάλλον είναι το alter ego του συγγραφέα , ειδικά όταν μιλά για το άγχος της συγγραφής και τον φόβο της απόρριψης ή όταν επισημαίνει ότι τα βαθειά νοήματα πρέπει να δίνονται πίσω από ανάλαφρες λέξεις.
Επίσης οι πανανθρώπινες αξίες διαποτίζουν το έργο, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, όπως αυτή της φοβισμένης, αλλά έντιμης Διαμαντένιας, η αντρίκεια στάση, παρά το χαμηλό του υπόβαθρο, που αναδεικνύει και τελικά εξυψώνει τον Μήτρο, η άδολη αγάπη, όπως της ερωτευμένης Βιργινίας, ή αυτής που εκφράζεται στο τρυφερό γράμμα του Πασχάλη προς την γυναίκα και τον γιο του και κυρίως ο αμείωτος αγώνας και η σταθερή προσήλωση στις αρχές της Μυρτώς, της πιο θετικής ηρωίδας του βιβλίου, κατά την γνώμη μας.
Αλλά αυτό που μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις από το βιβλίο του Βασίλη Τσιράκη είναι η πολιτική του θέση στα πολιτικά γεγονότα, με προοδευτική ματιά και σεβασμό στους αγωνιστές Η αμέριστη συμπάθειά του για όσους αντιστάθηκαν δεν αποκλείει βέβαια την κατανόηση για όσους οι συνθήκες τους οδήγησαν να συμβιβαστούν, αλλά και την απέχθεια για όσους, ενώ είχαν την δυνατότητα και το μορφωτικό υπόβαθρό να επιλέξουν, βρέθηκαν από σκοπιμότητα στην αντίπαλη παράταξη. Διασώζει μάλιστα σημαντικές σελίδες της Ιστορίας και της Αριστεράς, που δεν είναι πάντα γνωστή σε όλους. Και έχει το ήθος να παραθέτει στο τέλος πλούσια και πολύ κατατοπιστική βιβλιογραφία, όπως και μαρτυρίες, όπου μπορεί να ανατρέξει ο επιμελής αναγνώστης.
Προσωπικά μου έκανε εντύπωση η θέση του για την επέμβαση στην Πράγα, το 68, που εκφράζεται από τη Μυρτώ μπροστά στους ανακριτές της. Όταν την ρωτούν για την ρωσική εισβολή, επειδή ήταν απομονωμένη στο κρυσφήγετό της και δεν είχε πολιτική πληροφόρηση, υπερασπίζεται στην ουσία τους Σοβιετικούς, αφού οι ανακριτικές χουντικές αρχές ήθελαν να τους καταδικάσει. Αυτό είναι για την αγωνίστρια, το επίδικο ζήτημα, το σημείο αιχμής, για να πάρει την απόφασή της. Εφόσον οι χουντικοί ήθελαν να καταδικάσει την εισβολή, αυτή έπρεπε να υποστηρίξει το αντίθετο από τους εχθρούς της και εχθρούς του αγώνα για τη Δημοκρατία.
Το «Αλώβητοι» είναι ένα βιβλίο που τηρεί όλες τις προϋποθέσεις, για να διαβαστεί από όλους μας και κυρίως την νέα γενιά. Και σήμερα λίγες μέρες πριν από το Πολυτεχνείο και λίγες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 30 Οκτωβρίου, που αναφέρονται στο βιβλίο, μπορώ να κλείσω, δανειζόμενη τις σκέψεις του Ανέστη, όπως τις έγραψε στην κριτική του για τα «Χρόνια ανάμεσα» και να τις μεταφέρω αυτούσιες εδώ, για τους «Αλώβητους», «που ορίζουν ένα νέο επίπεδο στο νεοελληνικό μυθιστόρημα μέσα από τη βαθειά επίγνωση της κοινωνικής εξέλιξης των ιστορικών δεδομένων, της ταξικής διαπάλης, της σύγκρουσης των ιδεολογιών, πράγμα που έχει ανάγκη η σύγχρονη προοδευτική σκέψη, μέσα στην σημερινή καθίζηση, αποϊδεολογικοποίηση και καπιταλιστική αθλιότητα»
Και γι αυτό θα ήθελα να μείνει ως παρακαταθήκη η σελίδα 479 του βιβλίου που μιλά για τους «χαμένους αγώνες» : «άκουγε με προσοχή και σεβασμό τον καθηγητή του, μα η τελευταία του κουβέντα περί χαμένων αγώνων γύρισε το μυαλό του χρόνια πίσω, η εξέγερση του 1848, η κομμούνα του 1871 στην Γαλλία, η επανάσταση του 1905 στην Ρωσία και του 1918 στην Γερμανία, ο Εμφύλιος του 36 στην Ισπανία, ο Δεκέμβρης του 44 στην Αθήνα και ο Μάης του 68 στο Παρίσι, όλες αυτές οι αποτυχημένες έφοδοι στον ουρανό ήταν το γράσο στα γρανάζια της Ιστορίας, οι νίκες και οι ήττες έχουν την ίδια αξία αρκεί να ωθούν τους τροχούς εμπρός, αλλιώς το κάρο σέρνεται και κάποια στιγμή θα κολλήσει στα λασπόνερα, ένας Μεσαίωνας δηλαδή, η Ιστορία και η Επιστήμη αγνοούν τους ρεαλισμούς και τις πλειοψηφίες και προχωρούν με τις ουτοπίες και τις μειοψηφίες …»