Ο (υποτιμημένος) αντιευρωπαϊσμός μας και οι Πρέσπες

1649
πρέσπες

Σε αυτό το σημείωμα θα προσπαθήσω να συγκεκριμενοποιήσω τη θέση μας για τη συμφωνία των Πρεσπών, ώστε να της δώσω έτσι το χαρακτήρα μιας θέσης και όχι απλώς μιας άρνησης και να την καταστήσω πρακτικά πιο αποτελεσματική.

Η τοποθέτηση της ΛΑ.Ε για τις Πρέσπες κινείται βέβαια προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού τονίζει ότι οι εξαρτημένες από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ κυβερνήσεις των δυο γειτονικών χωρών επιβάλλουν τη συμφωνία στις κοινωνίες τους ώστε να ανταποκριθούν στις πολιτικές πιέσεις που τους ασκούν οι οργανισμοί αυτοί για την άμεση είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ταχεία έναρξη διαπραγματεύσεων με την ΕΕ για τη μελλοντική ένταξή της στους κόλπους της. Η ΛΑ.Ε ορθά επιμένει ότι η πλήρης Νατοποίηση της γειτονικής μας χώρας και αυτή η διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην περιοχή των Βαλκανίων οδηγεί στη μεγαλύτερη και όχι σε μικρότερη ανασφάλεια και αστάθειά της˙ την απορρίπτει λοιπόν επαναλαμβάνοντας τη γενική θέση της, η οποία είναι και γενική θέση των κομμάτων της αριστεράς, για ειρηνική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.

Η περαιτέρω εξειδίκευση της θέσης μας για το ζήτημα μπορεί κατά τη γνώμη μου να προκύψει μόνο από μια αντιευρωπαϊστική στρατηγική η οποία θα πρέπει να καταστεί κεντρική και κομβική για την ιδεολογία, το πρόγραμμα και την πολιτική μας. Αυτό διότι η διαχείριση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007/8 από την ΕΕ και την Ευρωζώνη οδήγησε ˗με ιστορική και λογική αναγκαιότητα δεδομένης της φύσης τους˗ στη μεγάλη ενίσχυση του κεφαλαίου έναντι της εργασίας και στη διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα σε χώρες του κέντρου και της περιφέρειας της Ευρωζώνης, αλλά και μεταξύ των ίδιων των χωρών του κέντρου. Επομένως η αποτίναξη της μισθωτής σκλαβιάς και η εξάλειψη της ανεργίας, η ανάκτηση της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, προϋποθέτουν απαραίτητα τον συνεπή και σταθερό αγώνα για τη διάσπαση της ευρωζώνης, η οποία θα καταφέρει το αποφασιστικό πλήγμα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την είσοδο της ΠΓΔΜ στους κόλπους του εντάσσεται στην επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, η οποία ξεκινά το 1991 και εξελίσσεται σταθερά, παρά τις περί του αντιθέτου συμφωνίες των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ κατά το 1989. Σκοπός της είναι η στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και η αλλαγή καθεστώτος σε αυτήν σύμφωνα με τις διεθνοπολιτικές βλέψεις των ΗΠΑ και της Δύσης. Στην περιοχή των (Δυτικών) Βαλκανίων η επέκταση αυτή είχε ως προϋπόθεση και αποτέλεσμα τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το τσάκισμα της πολιτικής ισχύος και των υποδομών της Σερβίας. Δεδομένου όμως ότι η Ρωσία παραμένει η μόνη χώρα που μπορεί να εξαλείψει τις ΗΠΑ με το πυρηνικό της οπλοστάσιο, η πολιτική αυτή των κυρίαρχων κύκλων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα παγκόσμιας ανασφάλειας.

Επίσης, οι πολίτες της ΠΓΔΜ και της Ελλάδας αντιτίθενται στη συμφωνία των Πρεσπών. Είναι γνωστή η αποχή των πολιτών της πρώτης από το σχετικό δημοψήφισμα που είχε προκηρύξει η κυβέρνηση Ζάεφ και η οποία με βάση το σύνταγμα της χώρας κατάστησε άκυρο το αποτέλεσμά του. Παραμένει επίσης εύγλωττη η άρνηση της κυβέρνησης Τσίπρα να προχωρήσει σε δημοψήφισμα για την ίδια συμφωνία ή έστω να απαιτήσει τη μεγαλύτερη και ουσιαστική συναίνεση της ελληνικής Βουλής για ένα ζήτημα που απασχολεί όλη την κοινωνία μας και πρωτίστως τους πολίτες της Βόρειας Ελλάδας εδώ και τριάντα χρόνια.

Η δική μας πρόταση θα όφειλε λοιπόν να θεραπεύει τόσο την ανασφάλεια στην περιοχή μας όσο και την έλλειψη συναίνεσης των κοινωνιών των δυο χωρών απέναντι στην επιβαλλόμενη σε αυτούς λύση από τις ελίτ της Δύσης και τις δικές τους. Θα μπορούσαμε επομένως να προβάλλουμε την ιδέα της επίλυσης του ζητήματος από μια διπλωματική διαδικασία 2 + 2, η οποία θα περιλάμβανε τις δυο χώρες από τη μια πλευρά και την ιταλική και ρωσική διπλωματία από την άλλη και που το αποτέλεσμά της θα κυρωνόταν καταρχάς από τις δυο χώρες με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση και τελικά από τον ΟΗΕ, υπό την αιγίδα του οποίου θα διεξαγόταν από την αρχή αυτή η διπλωματική συνεννόηση. Η παρουσία της ρωσικής διπλωματίας θα μπορούσε να εξασφαλίσει ότι ο διάλογος δεν θα αποσκοπούσε σε συνθήκες όξυνσης της ανασφάλειας και διεύρυνσης της αστάθειας στην περιοχή, αλλά και να βοηθήσει να λειτουργήσουν πραγματικά δεσμευτικά οι εγγυήσεις για τη μη ύπαρξη επεκτατικών τάσεων απέναντι στην ελληνική Μακεδονία˙ ας μην ξεχνούμε εδώ τον θετικό ρόλο που έχει παίξει διαχρονικά η ΕΣΣΔ και η Ρωσική Ομοσπονδία απέναντι στα ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στο Κυπριακό ζήτημα. Ακόμη, η συμμετοχή της ρωσικής πλευράς θα βοηθούσε να εξασφαλιστεί η συναίνεση τόσο των πολιτών της ΠΓΔΜ που πρόσκεινται στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όσο και στο Εθνικιστικό της Κόμμα (δίχως να θίγονται τα καλώς εννοούμενα δικαιώματα της αλβανόφωνης μειονότητας της χώρας). Η συμφωνία λοιπόν που θα προέκυπτε από μια τέτοια διαδικασία θα ήταν πολύ πιο στέρεα και πραγματικά συναινετική και δεσμευτική για τις δυο χώρες, θα εξασφάλιζε πολύ περισσότερο την εδαφική τους ακεραιότητα, την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή μας και σε αυτή των Δυτικών Βαλκανίων. Μια τέτοια εξέλιξη θα μείωνε και τις πιθανότητες εθνικιστικών συγκρούσεων και εδαφικών ανταλλαγών ανάμεσα στη Σερβία και το προτεκτοράτο του Κοσόβου, τις οποίες φαίνεται να επιδιώκουν κύκλοι της Δύσης και που θα αύξαιναν κατά πολύ τους κινδύνους στην περιοχή.

Στο σκέλος της πρότασης που αφορά τη συμμετοχή της Ιταλίας στη διπλωματική προσπάθεια για μια διαφορετική επίλυση του ζητήματος παίρνουμε υπόψη μας την απόσταση των ιταλικών κυβερνήσεων από τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας και τη διάθεση ευρύτερων κύκλων ιταλών επιχειρηματιών, κοινωνικών επιστημόνων και διοικητικών στελεχών, καθώς και πολιτών, για αναβάθμιση των διμερών σχέσεων της χώρας τους με τη Ρωσία, ήδη πριν την άνοδο του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας στην κυβέρνηση στο τέλος της περασμένης άνοιξης. Είναι γνωστή η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση της κυβέρνησής τους με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης για τη σύνταξη του ιταλικού προϋπολογισμού και με στόχο των Ιταλών την παύση της πολιτικής λιτότητας στην Ιταλία. Τέλος, γίνεται σαφής η απόπειρα και των δύο κομμάτων που συναποτελούν την ιταλική κυβέρνηση να ηγηθούν ενός διακρατικού μετώπου κατά του ευρωπαϊστικού κατεστημένου, εν όψει των προγραμματισμένων ευρωεκλογών του Μαΐου. Εκτός από όλους αυτούς τους λόγους, η Ιταλία αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια τις αρνητικές συνέπειες της επέμβασης Αμερικανών και Αγγλογάλλων στη Λιβύη, της ανατροπής του Καντάφι και της κατάρρευσης του Λιβυκού κράτους που προήλθε από αυτήν, και επομένως δεν θα ήθελε μεγαλύτερη ανασφάλεια και αστάθεια και στα γειτονικά της Δυτικά Βαλκάνια εξαιτίας του δυτικού επεκτατισμού στην περιοχή και της ανοιχτής Νατοποίησης της ΠΓΔΜ. Θεωρούμε λοιπόν ότι θα υπήρχαν αυξημένες πιθανότητες να αποδεχτεί η ιταλική κυβέρνηση την ενεργή και εποικοδομητική ανάμιξή της σε μια διπλωματική διαδικασία επίλυσης του “μακεδονικού ζητήματος” από τις δυο άμεσα ενδιαφερόμενες Ελλάδα και ΠΓΔΜ, από τη Ρωσική Ομοσπονδία και την ίδια την Ιταλία.

Δοκίμασα να δείξω πως μια τέτοια πρόταση εκ μέρους μας θεμελιώνεται στέρεα πάνω σε πραγματικά δεδομένα και σε υπαρκτές δυνατότητες. Όμως δεν θα έπρεπε να μας διαφύγει και ο ισχυρός θετικός συμβολισμός της, αφού σε μια τέτοια διπλωματική απόπειρα δίκαιης και μακρόβιας επίλυσης του χρονίζοντος διμερούς ζητήματος θα έπαιρναν μέρος δυο χώρες που θα παρέπεμπαν στη δυνατότητα ύπαρξης μιας ειρηνικής Ευρώπης από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια αντί για την πραγματικότητα μιας διχαστικής για την ήπειρό μας Ευρωζώνης μα και ολοένα και περισσότερο μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό γερμανική κυριαρχία (και αμερικανική επικυριαρχία). Μια τέτοια πρόταση εκ μέρους μας βρίσκεται σε αρμονία με τον αντιευρωπαϊσμό μας, ο οποίος στηρίζεται στις υπαρκτές τάσεις στη σημερινή Ευρώπη για συγκρότηση εθνικά ανεξάρτητων κρατών δικαίου και κρατών πρόνοιας, που μπορεί να προκύψουν μόνο μετά τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης˙ το αποφασιστικό πλήγμα γι’ αυτήν θα αποτελέσει η αποχώρηση από την Ευρωζώνη κάποιου μέλους της. Μόνο ύστερα από αυτά θα μπορέσουν να υπάρξουν πραγματικά ισότιμες και μεταβλητές στη γεωμετρία τους συνεννοήσεις μεταξύ των ελεύθερων πια εθνικών δημοκρατικών κρατών της Ευρώπης με ποικίλες αφορμές και πάνω σε διαφορετικά ζητήματα.

*Ο Θανάσης Ν. Μποχώτης συμμετέχει στο Δ.Σ. του Ινστιτούτου Μπάτσης. Το παρόν σημείωμα δεν εκφράζει κατ’ ανάγκην την άποψη των άλλων μελών του για το ζήτημα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας