Το ελληνογερμανικό ζήτημα αποκτά θεμελιακό χαρακτήρα για το μέλλον της Ευρώπης: αν και η γερμανική πλευρά κατόρθωσε να κατευνάσει το “διεκδικητικό οίστρο” της ελληνικής κυβέρνησης, μετά τις πρώτες εντυπωσιακές κινήσεις συμβολισμού (κατάθεση στεφάνου από τον πρωθυπουργό στην Καισαριανή κ.α.), οι οποίες έφεραν στο προσκήνιο τους ανοικτούς λογαριασμούς του σημερινού γερμανικού κράτους με το παρελθόν του, εκείνο των νατσιστικών θηριωδιών στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη, το ζήτημα παραμένει ανοικτό, όσο και εάν η γερμανική πλευρά προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και να μεταθέσει το πρόβλημα στο μέλλον ή να το διαπραγματευτεί με τους δικούς της όρους και ει δυνατόν να το εντάξει στο δικό της ευρύτερο σχεδιασμό για την τακτοποίηση των ηθικών εκκρεμοτήτων του γερμανικού έθνους απέναντι στα χθεσινά θύματά του και, περαιτέρω, συνολικώς έναντι της ανθρωπότητος – αναφέρομαι στο πολυσυζητημένο υπόδειγμα της αποκατάστασης και των επανορθώσεων μέσω της δημιουργίας ιδρυμάτων και άλλων παρεμφερών θεσμών φιλίας και συνεννόησης.
Καμία κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να εισέλθει σε μια τέτοια συζήτηση με τη γερμανική πλευρά: δε διαθέτουμε ως χώρα τις απαραίτητες υποδομές να υποστηρίξουμε σε ένα τέτοιο πλαίσιο τα δίκαιά μας και δεν έχουν οι Γερμανοί, μέχρι τούδε, επιδείξει καμία διάθεση ουσιαστικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Όποιος παρακολουθεί τις γερμανικές αντιδράσεις μέσω της γερμανικής Einheitspresse – ο όρος ευθυγραμμισμένος τύπος στα ελληνικά θα απέδιδε κάπως αδύναμα τη σημασία της λέξης – αντιλαμβάνεται ότι η γερμανική πλευρά συνεχίζει να συμπεριφέρεται αλαζονικά, όπως ακριβώς συμπεριφέρθηκε και κατά τη μεταπολεμική περίοδο: τότε ήταν το λεγόμενο “οικονομικό θαύμα” που έδινε φτερά στη νέα γερμανική αλαζονεία – για αυτό η επιστημονική έρευνα και συζήτηση για τις επανορθώσεις και τις αποζημιώσεις δεν πρέπει να περιοριστεί στην περίοδο της Κατοχής, αλλά να συμπεριλάβει και τη μετέπειτα στάση του (δυτικο)γερμανικού κράτους απέναντι στα συγκεκριμένα ζητήματα.
Είχαν οι δημοκρατικώς εκλεγμένες κυβερνήσεις της μεταπολεμικής Γερμανίας, την ίδια στάση απέναντι σε άλλες χώρες της (δυτικής) Ευρώπης αναφορικά με τα εγκλήματα πολέμου; Αποσιωπήθηκαν με τον ίδιο τρόπο συστηματικά τα εγκλήματα εις βάρος του άμαχου πληθυσμού; Αντιμετωπίσθηκαν με τον ίδιο τρόπο οι κυβερνήσεις των μικρών κρατών που υπέφεραν από την νατσιστική κατοχή; Μας λείπουν οι συγκριτικές μελέτες. Και οι συγκριτικές μελέτες, εκτός από τη φώτιση των διαφόρων ερωτημάτων επιστημονικού χαρακτήρα, αποτελούν και ένα πολιτικό όπλο στη διαπραγμάτευση με τη σημερινή Γερμανία – π.χ. για πιθανή άνιση μεταχείριση των θυμάτων της. Η αποσιώπηση της ελληνικής περίπτωσης, ούτως ή άλλως, είναι ένα σκάνδαλο από μόνη της, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να ανιχνευθεί ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν οι δημοκρατικές κυβερνήσεις της Γερμανίας το ζήτημα ή πως το εκπαραθύρωναν από τη συλλογική μνήμη του γερμανικού λαού, ο οποίος την ίδια περίοδο άρχισε να επισκέπτεται ως τουρίστας την Ελλάδα ή να υποδέχεται τους Έλληνες και τις Ελληνίδες στην χώρα του, ως GastarbeiterInnen.
Αλλά οι συγκριτικές μελέτες δε θα πρέπει να περιοριστούν στη στάση των δημοκρατικών κυβερνήσεων της μεταπολεμικής Γερμανίας, αλλά θα πρέπει να επεκταθούν στα κοινά σημεία στην πρακτική των σφαγών, των διωγμών και των τοπικών ολοκαυτωμάτων σε όλες τις περιοχές στις οποίες πάτησε η μπότα του χιτλερισμού. Εξ όσων γνωρίζω, ενώ έχουν γραφεί – και ορθώς έγινε αυτό – χιλιάδες συγγράμματα που ασχολούνται με λεπτομέρεια με όλες τις πτυχές του Ολοκαυτώματος, δεν υπάρχουν εκτεταμένες συγκριτικές μελέτες για την πολιτική βίας που εφάρμοσαν οι χιτλερικοί στις διάφορες χώρες. Μελέτες που θα έφερναν στο προσκήνιο πιθανές πτυχές των εγκλημάτων, οι οποίες διέλαθαν της προσοχής της επιστημονικής κοινότητας.
Όλα αυτά φαντάζουν, εκ πρώτης όψεως, θέματα που αφορούν μόνο τους ιστορικούς ή άλλους σχετικούς επιστήμονες: η παρόμοια εκτίμηση των πραγμάτων παραγνωρίζει την εκρηκτική πολιτική ύλη που εμπεριέχουν αυτά τα ζητήματα. Και ακόμη περισσότερο παραγνωρίζει το γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί ως πολιτικό επιχείρημα και ως μέσο πίεσης προς τη γερμανική πλευρά. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να δώσουμε στο εγχείρημα των διεκδικήσεων βάθος χρόνου. Να δημιουργήσουμε τις υποδομές, που απαιτούνται για μια τέτοια πολιτική αντιπαράθεση με μια οικονομικά ισχυρή και, σύμφωνα με τις επαναλαμβανόμενες γερμανικές διευκρινίσεις, φιλική προς την Ελλάδα χώρα. Δεν έχουμε καμία διάθεση να αρνηθούμε τη φιλελληνική διάθεση της νέας γερμανικής πολιτικής τάξης, αλλά υποθέτουμε και το αυτονόητο: προβάδισμα για αυτήν έχει η Γερμανία, οπότε είναι φυσιολογικό η φιλία να περιορίζεται κατά πολύ όταν διακυβεύονται τέτοια ηθικά, πολιτικά και οικονομικά μεγέθη, σαν αυτά που θέτει το αίτημα για σύναψη συνθήκης ειρήνης και οριστικής τακτοποίησης όλων των εκκρεμοτήτων – εδώ συμπεριλαμβάνονται και οι πολεμικές αποζημιώσεις.
Η ελληνική πλευρά και η κοινωνία των πολιτών θα πρέπει να υπερβεί –υπέρβαση δε σημαίνει φυσικώς εγκατάλειψη- τη μονοδιάστατη νομική-διεκδικητική πολιτική απέναντι στη Γερμανία και να μεταφέρει το ζήτημα στην καθημερινότητα της ευρωπαϊκής δημοσιότητας: στην κατεύθυνση αυτή οι συγκριτικές ιστορικές και πολιτικές μελέτες (όχι φυσικώς μόνον αυτές) θα κρατούν διαρκές το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης – με ότι αυτό συνεπάγεται ως μέσο πίεσης προς τη γερμανική πλευρά.
Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η δημιουργία ή καλύτερα η διεύρυνση ενός ήδη υπάρχοντος θεσμού σε ευρωπαϊκό επιστημονικό κέντρο με κύριο αντικείμενο τη βία του νατσισμού και, πιο συγκεκριμένα, τη βία εναντίον των αμάχων. Θεωρώ ότι το σχετικό “Μουσείο” στο μαρτυρικό Δίστομο μπορεί να διευρυνθεί και να πάρει τα χαρακτηριστικά του ιδρύματος που προτείνω. Εάν υπάρχουν νομικές δυσκολίες μπορεί να γίνει ένα άλλο αυτοτελές ίδρυμα, αλλά μη-ανταγωνιστικό προς το “Μουσείο” και το ρόλο του. Το Δίστομο, μπορεί να γίνει ο ομφαλός της κοινής ιστορικής μνήμης, το κέντρο αναφοράς για όλους τους τόπους της Ευρώπης, όπου οι άμαχοι υπέστησαν τα πάνδεινα της χιτλερικής βίας.
Υ.Γ.: Περιέγραψα, η αλήθεια είναι “συμπυκνωμένα”, μόνο πλευρές του προβληματισμού μου και δεν υπεισήλθα σε λεπτομέρειες της πρότασης. Αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται για μια ανεπεξέργαστη ιδέα, που “ρίχνεται” έτσι, προς συζήτηση. Δεν είναι αυτά ζητήματα για να “παίζει” κανείς και για να τα αντιμετωπίζει με προχειρότητα. Στην πολιτική υπάρχει πάντοτε ένα στοιχείο “ποιοτικής” προσέγγισης των πραγμάτων που αναζητά την ποσοτικοποίηση -και κατ΄ επέκταση την κοινωνική-πολιτική επίδραση του- στην αποδοχή του από τους άλλους.
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”