Στο τέλος κάποιος θα πρέπει να “μαζέψει τον μουντζούρη” της συριακής κρίσης – και άλλος υποψήφιος για τον ρόλο αυτόν δεν υπάρχει από την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν.
Οι αραβικές μοναρχίες που επένδυσαν στην “αλλαγή καθεστώτος” στη Δαμασκό έχουν διακριτικά αποσυρθεί και προσανατολίζονται στις ευκαιρίες της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, θέτοντας τις βάσεις (άνοιγμα κάποιων πρεσβειών, επανάληψη αεροπορικών συνδέσεων) για την επιστροφή του Άσαντ στις αγκάλες της αραβικής οικογένειας. Οι ΗΠΑ έχουν τοποθετήσει τις δυνάμεις τους πέραν του Ευφράτη, όπου και η συριακή πετρελαιοπαραγωγή, και συνομιλούν με τους λοιπούς ενδιαφερόμενους με την ασφάλεια της υπερδύναμης. Η Ρωσία είδε τη σχετικά περιορισμένη στρατιωτική εμπλοκή της να αποδίδει, σε μιαν ιδιόμορφη “μόχλευση”, με πολλαπλάσια πολιτικά αποτελέσματα.
Όμως όλοι αυτοί “κείνται μακράν”. Η Τουρκία, πάλι, μοιράζεται 900 χιλιόμετρα κοινών συνόρων με τη Συρία και δεν μπορεί μετά από μία δεκαετία εμπλοκής να αποτραβηχτεί στα σύνορά της δίχως να αποσταθεροποιηθεί. Η προσπάθεια μέχρι και την ύστατη ώρα για τη διατήρηση ενός αποτυπώματος στην επικράτεια της Συρίας αποτυπώνει το άγχος της να έχει μια θέση στο τραπέζι της επόμενης μέρας, προκειμένου, αν μη τι άλλο, να ελέγχει τις εξελίξεις στο κατεξοχήν υπαρξιακό της ζήτημα: το Κουρδικό.
Οι συνομιλητές της στο πλαίσιο της “διαδικασίας της Αστάνα”, ήτοι η Ρωσία και το Ιράν, δεν είχαν αντίρρηση να τη διευκολύνουν: τόσο για λόγους ευρύτερων υπολογισμών (την προσπάθεια της Μόσχας να αξιοποιήσει το ρήγμα μεταξύ Τουρκίας και ΝΑΤΟ), όσο και για το ειδικό ζήτημα της αντιπροσώπευσης του αντιπολιτευόμενου σουνιτικού στοιχείου της Συρίας, ώστε να υπάρξει πολιτική διευθέτηση.
Όμως η Άγκυρα υποτίμησε τη διάθεσή τους να αποκαταστήσουν προοπτικά την εδαφική ακεραιότητα της συμμάχου τους Συρίας και να καταπολεμήσουν τους τζιχαντιστές που έχουν βρει καταφύγιο στον θύλακα της Ίντλιμπ.
Πρόκειται για όρους οι οποίοι περιλαμβάνονται στη ρωσοτουρκική συμφωνία του Σότσι του φθινοπώρου του 2018. Η παραβίασή τους επί 16 μήνες, λόγω των επιθέσεων των τζιχαντιστών σε συριακές και ρωσικές θέσεις δίνει σε Μόσχα και Δαμασκό τη νομιμοποίηση να προχωρήσουν σε μία επέλαση η οποία αργά ή γρήγορα θα πραγματοποιούνταν. Αντιθέτως, η Τουρκία βρέθηκε να έχει την ευθύνη μιας περιοχής όπου κυριαρχούσαν ανεξέλεγκτοι και δίχως καμία στρατηγική σκέψη ένοπλοι πρωταγωνιστές.
Μία ημέρα πριν από τη λήξη του τελεσιγράφου που έχει απευθύνει ο Ερντογάν για την απόσυρση των συριακών δυνάμεων στις προηγούμενες θέσεις τους μέχρι την 29η Φεβρουαρίου, η Τουρκία μετρά τουλάχιστον 33 νεκρούς στρατιώτες από το πλήγμα εναντίον στρατιωτικής της αυτοκινητοπομπής. Συνολικά οι τουρκικές απώλειες ανέρχονται πλέον σε 52 νεκρούς. Η έκτακτη συνεδρίαση του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας υπό τον Ερντογάν, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες του εξ απορρήτων του Τούρκου προέδρου, Ιμπραήμ Καλίν με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Ο’ Μπράιαν και του υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, οι εκκλήσεις της αντιπολίτευσης για κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης (αλλά και τα ξαφνικά προβλήματα στην πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) αποτυπώνουν ένα κλίμα πανικού.
Οι δε απειλές Τούρκων αξιωματούχων για άνοιγμα των συνόρων στις προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη, απλώς δηλητηριάζουν τις σχέσεις με αυτούς από τους οποίους η Άγκυρα κατεξοχήν ζητά βοήθεια. Πρόκειται για την πολλοστή δημόσια ομολογία του γεγονότος ότι η Τουρκία εργαλειοποιεί κυνικά τη διαχείριση πληθυσμιακών ροών – αλλά δεν αναιρεί το ότι πρωτίστως η ίδια απειλείται αυτή τη στιγμή με ένα κύμα προσφύγων που ενδέχεται να φτάνουν το ένα εκατομμύριο. Δεδομένου του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος στην Τουρκία, οι επιπτώσεις θα είναι εκρηκτικές.
Καταγγέλλει η Άγκυρα το “καθεστώς Άσαντ” ελπίζοντας ότι έτσι θα κινητοποιήσει παβλοφικά την αλληλεγγύη της Δύσης – πράγμα που συμβαίνει μεν φραστικά, αλλά δεν πρόκειται να έχει επιχειρησιακό αντίκρισμα. Η αμοιβαία συνδρομή των ατλαντικών συμμάχων δεν αφορά συγκρούσεις της επιλογής της Τουρκίας εκτός της επικράτειάς της.
Στην πραγματικότητα ο Ερντογάν δεν μάχεται απλώς τον Άσαντ, αλλά τους συνομιλητές του στη διαδικασία της Αστάνα, οι οποίοι δεν πείστηκαν από τις πολεμικές απειλές για να εγκαταλείψουν τις κόκκινες γραμμές τους. Ειδικότερα για τη Ρωσία το σημείο τομής ήταν η χορήγηση από την Τουρκία στους αντάρτες φορητών αντιαεροπορικών (MANPADs) απειλητικών για τις εναέριες δυνάμεις της σε χαμηλό ύψος. Μετά από αυτό η ρωσική στάση θα είναι λιγότερο διπλωματική.