Μαραντόνα: Θεέ, που πας

1053
Μαραντόνα Θεέ που πας

Η ταλαιπωρημένη σάρκα διαμαρτύρονταν χρόνια τώρα.   

Χίλιες ζωές στο ίδιο δέρμα.

Εκείνος όμως πάντα… μια φάση μπροστά: Σαν τότε που πρόσταζε τη μπάλα και εκείνη χαϊδεύονταν στο αριστερό του πόδι σαν παιχνιδιάρικο γατί.

Πόσες φορές δεν ντρίμπλαρε τον θάνατο;

Πόσες φορές δεν έκλεισε αλήτικα το μάτι εκεί που η επιστήμη σήκωνε τα χέρια ψηλά;

Ακόμη και απόψε, άπαντες ψάχνουν να διασταυρώσουν δύο και τρεις φορές μέχρι να αγγίξουν το πληκτρολόγιο.

Πως να το πιστέψεις;

Τον είδε άλλωστε κανείς να πεθαίνει;

Ο Τζιμ Μόρισον, ο Κερτ Κομπέιν, ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν και άλλοι πολλοί αληθινοί εκφραστές του Sex Drugs and RocknRoll άντεξαν ως τα 27.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα μέχρι τα 26. Μέχρι εκείνο το καλοκαίρι στα γήπεδα του Μεξικό που απέδειξε πως μόνος εναντίον όλων δεν θα επέτρεπε ποτέ σε κανέναν να αμφισβητήσει ποιος είναι ο μεγαλύτερος όλων των εποχών.

Ότι ακολούθησε ήταν απλά το νήμα της ζωής. Και η αντοχή του μέχρι να σπάσει.

Για εκείνο το καλοκαίρι δούλεψε μήνες ολόκληρους. Τραβήχτηκε μακριά από όλα εκείνα που έκαιγαν το κορμί και το μυαλό του. Συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του για μια παράσταση μοναδική που θα του εξασφάλιζε την αθανασία.

Και ύστερα βυθίστηκε και πάλι.

Λες και δεν είχε τίποτε άλλο να αποδείξει. Λες και στο Μεξικό το ΄86 άφησε την ψυχή του.

Μάνα του, δεν ήταν η γλυκιά του Ντάλμα.

Δεν ήταν η Νάπολι που τον αγάπησε όσο ποτέ δεν αγάπησε κανέναν.

Μάνα του ήταν το εθνόσημο της Αργεντινής. Εκείνο τον μάζευε από την άσωτη ζωή, για να του δώσει ευκαιρίες.

Το ΄90 στην Ιταλία όταν με δάκρυα φώναξε κλέφτες τους γραβατάκηδες της FIFA.

Το ΄94 όταν κρατώντας από το χέρι εκείνη τη νοσοκόμα στις ΗΠΑ έφευγε από γήπεδο για εκείνον τον έλεγχο ντόπινγκ.

Το ’10 στην Αφρική όταν τα έβαλε με τον Καραγκούνη που τόλμησε να βάλει χέρι στον (πραγματικό του γιο) Λίο Μέσι «που να ξέρεις Καραγκούνη τον έχω σαν παιδί μου».

Κάθε φορά που η γαλάζια φανέλα τον καλούσε, ήταν σα να το έδινε μια ζωή ακόμη.

Τις ξόδεψε. Όπως τα ξόδεψε όλα.

Μέχρι απόψε: στις 25 του Νοέμβρη 2020.

Στην ίδια ημερομηνία που… έφυγε ο (πραγματικός) του αδερφός από το Μπέλφαστ. Ο Τζορτζ Μπεστ (2005). Εκείνος ήταν 59. Ο Ντιέγκο 60.

Ο ένας είπε «Ξόδεψα το 90% των χρημάτων μου σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα».

Ο άλλος «δεν ξέρεις τι παίκτη χάσαμε, αν δεν ήταν εκείνη (σ.σ κοκαϊνή)».

Ο Ντιέγκο φεύγει και παίρνει μαζί τη νιότη μας.

Την επανάσταση που δεν έγινε.

Το RocknRoll.

Το «10» που δεν ταίριαξε σε άλλον κανέναν…

Αφήνει τις αναμνήσεις. Φτάνουν και περισσεύουν

Αντίο Θεέ του ποδοσφαίρου.

Και να ξέρεις: Ho visto Maradona

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας