Μερικές σκέψεις για μια πολιτιστική πολιτική στο πάντα Ανυπόταχτο Ιόνιο
Το Ιόνιο είναι γαλαζοπράσινο, σε αντίθεση με το εκτυφλωτικό απόλυτο μπλε του Αιγαίου. Τα νησιά του είναι πνιγμένα στο πράσινο. Το φως του είναι απαλό, πορτοκαλόχρωμο, σαν το φως της Τοσκάνης στους μεγάλους μαστόρους της Αναγέννησης και όχι ανελέητο όπως στο Αιγαίο. Το Ιόνιο δεν γνώρισε τουρκοκρατία, παρά μόνο δυτικές καταχτήσεις που του χάρισαν κουλτούρα, πολιτισμό, φινέτσα και έκαναν τους κατοίκους του λεπταίσθητους, με την τραγουδιστή τους ομιλία, την αγάπη τους για τη μουσική, τη χαριτωμένη τρέλα τους …
Ένα τέτοιο κείμενο θα ήταν πολύ καλό για λεζάντα σε αφίσα του ΕΟΤ που θα διαφήμιζε τα Ιόνια νησιά. Και οπωσδήποτε αποτυπώνει μιαν ορισμένη πραγματικότητα για τα νησιά, τον πολιτισμό και τους ανθρώπους τους. Όμως, θέλω να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου: οι ζωντανοί τόποι, που κατοικούνται από ζωντανούς και δρώντες ανθρώπους δεν είναι Ντίσνεϋλαντ: δεν υπάρχουν για να βρίσκουν εξωτικούς παραδείσους οι τουρίστες. Υπάρχουν για να ζουν πρώτα και κύρια καλά οι ίδιοι οι άνθρωποί τους, να μπορούν να απολαμβάνουν τα αγαθά του μόχθου τους και την κληρονομιά που τους έχουν αφήσει οι γενιές που έζησαν στον ίδιο τόπο πριν από αυτούς. Ο πολιτισμός, σε μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων, δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρείται προϊόν ή εμπόρευμα, πολλώ δε μάλλον τουριστικό προϊόν. Ο πολιτισμός – είτε ως φυσική ομορφιά είτε ως αρχιτεκτονημένος ανθρωπογενής χώρος είτε ως «άυλη» κουλτούρα – συγκροτεί την ιδιοπροσωπία του χώρου και των ανθρώπων.
Κάνω αυτή την εισαγωγή, για να αναφερθώ σε μια, κατά τη γνώμη μου, στρεβλή αντίληψη που κυριαρχεί στην πολιτιστική πολιτική που ακολουθείται από το αστικό κράτος, τους θεσμούς και τους φορείς του, ιδιαίτερα στην περίπτωση των Ιόνιων νησιών, παίρνοντας μάλιστα υπ` όψη το γεγονός ότι η περί πολιτισμού αντίληψη υποτάσσεται κατά τεκμήριο στις ανάγκες του τουρισμού. Ας μου επιτραπεί, δεδομένης της σχέσης μου με το νησί, να αντλήσω τα περισσότερα παραδείγματά μου από την περίπτωση της Κέρκυρας.
Γενικά, οι επτανήσιοι αντιμετωπίζονται ως κληρονόμοι μιας φινετσάτης, λεπταίσθητης, δυτικότροπης κουλτούρας, ως άνθρωποι χωρίς την πείρα ιστορικών περιπετειών και δραμάτων. Και ναι, οι επτανήσιοι είναι χαριτωμένοι άνθρωποι. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Αν πολιτισμός σημαίνει και ιστορία, αν είναι παράγωγο της ιστορίας, πρέπει να ξαναδούμε ορισμένες πλευρές της ιστορίας των νησιών που η ανάδειξή τους (όχι μόνο στα πλαίσια επιστημονικών συνεδρίων, όπως τα εξαιρετικά Πανιόνια Συνέδρια που, ωστόσο, αφορούν τους ειδικούς), μπορεί να συντελέσει στην αυτογνωσία και στη συγκρότηση ιστορικής εμπειρίας των τοπικών κοινωνιών.
Αν λοιπόν κάτι χαρακτηρίζει την ιστορία των Ιόνιων νησιών, αυτό είναι ακριβώς ο ανυπόταχτος χαρακτήρας της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων τους και η βαθιά ταξική τους συνείδηση. Οι μακρόχρονες δυτικές κυριαρχίες δεν ήταν καθόλου πιο ήπιες από την Οθωμανική στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Αντίθετα, οι δυτικοί επικυρίαρχοι επέβαλαν (ή διατήρησαν) ένα μεσαιωνικού τύπου γαιοκτητικό σύστημα και την αντίστοιχη βαθιά ταξική διαίρεση που ίσχυε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη. Οι χωρικοί ζούσαν σε συνθήκες οιονεί δουλοπαροικίας και καθόλου ρόδινη δεν ήταν η ζωή των λαϊκών στρωμάτων των πόλεων. Οι εξεγέρσεις δεν ήταν σπάνιες: μπορεί η πιο γνωστή να είναι το ζακυνθινό «Ρεμπελιό των ποπολάρων» (με τις ιδιαιτερότητές του, που δεν είναι η στιγμή να αναλύσουμε), αλλά υπήρξαν, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, αντίστοιχες εξεγέρσεις στην Κέρκυρα, στην Κεφαλλονιά και στη Λευκάδα ή ακόμα και έριδες ανάμεσα στους αγροτικούς πληθυσμούς που αποτυπώνουν μια ορισμένη – ανεπεξέργαστη αλλά πάντως υπαρκτή – κοινωνικοταξική αντιπαλότητα.
Η περίοδος της Αγγλικής Προστασίας άφησε πίσω της τη μεγάλη κληρονομιά του κινήματος των Ριζοσπαστών: οι αγώνες των επτανησίων για την Ένωση με το ανεξάρτητο (;) ελληνικό κράτος ξεφεύγουν από το παραδοσιακό μεγαλοϊδεάτικο σχήμα του 19ου αιώνα. Ο πατριωτισμός τους έχει έκδηλα ταξικό πρόσημο: το ερώτημα που έμπαινε μπροστά στα πληβειακά στρώματα των Ιόνιων νησιών είχε διπλό περιεχόμενο: ή θα γίνονταν Έλληνες (εννοώ πολίτες Έλληνες) ή θα έμεναν δουλοπάροικοι.
Εξαίρεση στην ιστορία των δυτικών κυριαρχιών, αποτελεί το σύντομο διάλειμμα των δημοκρατικών Γάλλων που εκδιώξανε τους βενετούς. Οι Γάλλοι προσπάθησαν να καταλύσουν τους φεουδαρχικούς θεσμούς και, για τούτο, έγιναν κατ` αρχήν δεκτοί με ενθουσιασμό από τις μεγάλες πληβειακές μάζες. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, η προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας δεν περιλαμβάνει μόνο το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά πάει προς τα πίσω, μέχρι και τη Γαλλική Επανάσταση. Είδαμε λοιπόν, μέσα σ` αυτά τα πλαίσια, να τιμώνται οι αυτοκρατορικοί Ρώσοι που – μαζί με τους Οθωμανούς, ας μην το ξεχνάμε αυτό – έδιωξαν τους δημοκρατικούς (τους «άθεους» παρακαλώ, σύμφωνα με το μνημείο που έχει στηθεί στο νησάκι Βίδο) Γάλλους∙ αλλά και την αγιοποίηση του ναυάρχου Ουσακώφ …
Τα Ιόνια νησιά, ιδιαίτερα η Κέρκυρα, από την εποχή της Αγγλικής Προστασίας και μετά, υποδέχτηκαν πολλούς κεφαλαιούχους από τις απέναντι ελλαδικές ακτές, κυρίως από την Ήπειρο. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και εντεύθεν, ιδρύονται μεγάλες εργοστασιακές μονάδες και συγκροτείται ένα πολυάριθμο βιομηχανικό προλεταριάτο. Από εκεί προκύπτουν και ορισμένες πρώιμες σοσιαλιστικές συλλογικότητες, ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση κατέχει ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας.
Αυτή η εντελώς συνοπτική ιστορική διαδρομή γίνεται για τον εξής λόγο:
Από το πλουσιότατο πολιτισμικό φορτίο των νησιών (φυσικό, ανθρωπογενές, άυλο), προβάλλεται κυρίως εκείνο το κομμάτι που παραπέμπει στις κατά καιρούς άρχουσες τάξεις, στους επικυρίαρχους, ή στους «υψηλούς» παρεπιδημούντες. Για να δώσω ένα τυπικό κερκυραϊκό παράδειγμα: άπαντες γνωρίζουν το – αναμφίβολα υψηλής αισθητικής – Αχίλλειο, αλλά ελάχιστοι το «ταπεινό» Μαντούκι: τη γραφική λαϊκή γειτονιά με την εργατική παράδοση και τα φαντάσματα των παλιών εργοστασίων.
‘Όμως το Ιόνιο έχει πολύ ισχυρή την παράδοση της εξέγερσης και των εθνικών και ταξικών αγώνων. Το Ιόνιο ήταν πάντα ανυπόταχτο: αυτές οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες γέννησαν τον ιδεολογικά ασυμβίβαστο, στο πλευρό της επανάστασης, Διονύσιο Σολωμό∙ τον καρμπονάρο Κάλβο∙ τον διεισδυτικό ως προς τις σχέσεις των κοινωνικών τάξεων Γρηγόριο Ξενόπουλο∙ τον τεράστιο Ντίνο Θεοτόκη που συμπύκνωσε ολόκληρη την ιστορία της πάλης των τάξεων στο εμβληματικό του έργο «Η τιμή και το χρήμα» και που έβαλε στο στόμα της νεαρής εργάτριας από το Μαντούκι τη φράση που αποτυπώνει τη χειραφέτηση του φύλου και της τάξης της: «Δουλεύτρα είμαι, ποιόν έχω ανάγκη;». Αυτές οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες γέννησαν τους σπουδαίους Κεφαλλονίτες, τον εργάτη της θάλασσας Αντώνη Αμπατιέλο και τον ποιητή της, Νίκο Καββαδία∙ κι ακόμα, τους μεγαλύτερους ιστορικούς της νεότερης Ελλάδας, τους μαρξιστές Λευκαδίτες Νίκο Σβορώνο και Σπύρο Ασδραχά.
Σε όλο αυτό τον πλούτο, δεν μπορούμε παρά να προσθέσουμε και τα μνημεία της νεότερης πολιτικής ιστορίας της χώρας μας, τους τόπους μαρτυρίου των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» των εθνικοαπελευθερωτικών και ταξικών αγώνων του 20ου αιώνα, τις φυλακές της Κέρκυρας και το νησί θυσιαστήριο – το Λαζαρέτο…
Μπορεί μια τέτοια ανάγνωση της ιστορίας των νησιών να ξεφεύγει από το πανελλήνιο στερεότυπο της ελαφρότητας και της χάρης. Επιμένω: ο πολιτισμός των νησιών δεν είναι μόνο καντάδες – χωρίς να παραγνωρίζω τη χάρη, το λυρισμό και το πνεύμα τους∙ δεν είναι μόνο οι φιλαρμονικές (εκτιμώντας βαθιά την υψηλή αισθητική της δουλειάς τους και την προσφορά τους στη μουσική και όχι μόνο διαπαιδαγώγηση των νέων παιδιών). Ο πολιτισμός των νησιών είναι και ο λυγμός και οι αγώνες και οι αγωνίες των πληβειακών στρωμάτων, «χιλιάδων ψυχών που έζησαν μια ζωή σκοτεινή, ποτίζοντας με τον ίδρο τους μια γη που δεν ήταν δική τους». Θαρρώ λοιπόν ότι μια ολοκληρωμένη πολιτιστική πρόταση από μια περιφερειακή αρχή με φιλολαϊκά χαρακτηριστικά, αυτά ακριβώς τα στοιχεία των νησιών θα πρέπει να αναδείξει: δίπλα στα τραγούδια του έρωτα και τις μουσικές του θριάμβου, τα τραγούδια της δουλειάς∙ στα αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα (αλίμονο, κυρίως στην Κέρκυρα καθώς τα νότια Ιόνια έχουν χάσει τον παραδοσιακό αρχιτεκτονικό τους ιστό λόγω των σεισμών – υπάρχει ωστόσο η χαριτωμένη λαϊκή αρχιτεκτονική της Λευκάδας), τους χώρους του ανθρώπινου μόχθου. Σε ορισμένα σημεία (όπως στις Αλυκές της Λευκίμμης) έχει γίνει μια ορισμένη αναπαλαίωση. Από την άλλη όμως, τα παλιά εργοστάσια στην πόλη της Κέρκυρας καταρρέουν: μια φιλολαϊκή αυτοδιοικητική αρχή οφείλει να διεκδικήσει τους χώρους αυτούς, να τους αναπαλαιώσει και να τους μετατρέψει σε βιομηχανικά πάρκα ή σε μουσεία του εργατικού κινήματος. Ένα μνημείο της νεότερης ελληνικής ιστορίας όπως είναι το νησάκι των εκτελέσεων, το Λαζαρέτο, μπορεί επίσης και πρέπει να διαμορφωθεί σε μνημείο, σε χώρο απόδοσης τιμών και σεβασμού. Υπάρχει η τεχνογνωσία και η εμπειρία του Δήμου Καισαριανής που, μετά από σειρά λαϊκών αγώνων και σκληρής διαπάλης με τη Σκοπευτική Εταιρεία κέρδισε και διαμόρφωσε σε μνημείο το θυσιαστήριο της λευτεριάς, το Σκοπευτήριο.
Δεν μπορούμε βέβαια να ισχυριστούμε ότι οι μέχρι τώρα αυτοδιοικητικές αρχές έχουν σημειώσει σπουδαίες επιδόσεις ακόμα και στην ανάδειξη της κυρίαρχης αντίληψης για τον πολιτισμό των νησιών. Η πόλη της Κέρκυρας, ανακηρυγμένη σε Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO, αφενός μεν καταρρέει, αφετέρου γίνεται ολοένα και πιο εχθρική για τους μόνιμους κατοίκους της. Τα ιδιωτικά συμφέροντα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, λυμαίνονται μια από τις καλύτερα διατηρημένες ιστορικές πόλεις της Ελλάδας; από τα τραπεζοκαθίσματα που καταλαμβάνουν δημόσιο χώρο, μέχρι τα διαβόητα «κόκκινα» τουριστικά λεωφορεία που αποτελούν πραγματικό κίνδυνο ακόμα και για τη στατικότητα συγκεκριμένων περιοχών της πόλης, όπως τα Μουράγια. Να τι σημαίνει καθυπόταξη των πάντων στον τουρισμό … Λίγο πιο βόρεια, οι βενετσιάνικοι νεώσοικοι είναι παρατημένοι στην τύχη τους…
Άλλο ένα παράδειγμα, εξ ίσου, κατά τη γνώμη μου, σημαντικό: το νεκροταφείο της Γαρίτσας, διαθέτει ταφικά μνημεία μερικά από τα οποία θα μπορούσαν να συναγωνιστούν σε αισθητική και ιστορική σημασία ακόμα και τα μνημεία του Α` Νεκροταφείου Αθηνών. Εκεί βρίσκεται ο τάφος του Νικόλαου Μάντζαρου, εκεί και το – κενοτάφιο πλέον – που φιλοξένησε για 10 περίπου χρόνια τη σορό του Διονυσίου Σολωμού, πριν μεταφερθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ζάκυνθο. Χώροι απεριποίητοι, εγκαταλειμμένοι, παραδομένοι στην αμετάκλητη φθορά του χρόνου … Δεν είναι αυτό κομμάτι του επτανησιακού – και όχι μόνο – πολιτισμού; Ή δεν μας ενδιαφέρει ή εικόνα που παρουσιάζουν, διότι το μεθυσμένο εγγλεζάκι και ο Γερμανός συνταξιούχος που θα έρθουν στην Κέρκυρα, δεν έχουν καμμιά όρεξη να επισκεφτούν νεκροταφεία;
Στην Κέρκυρα στεγάζεται και λειτουργεί ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα ιστορικά αρχεία της χώρας, στο χώρο του Παλαιού Φρουρίου. Το ίδιο το Φρούριο παρουσιάζει προβλήματα εγκατάλειψης, ίσως και στατικότητας. Τα ίδια τα Αρχεία (θησαυρός γνώσης για τους ερευνητές) λειτουργούν με τρομακτικές δυσκολίες: οι εργαζόμενοί τους είναι αφανείς εργάτες του πολιτισμού και της επιστήμης. Συντηρούν και προσέχουν αυτό το θησαυρό με αφοσίωση, τολμώ να πω και με αυταπάρνηση, μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες υποχρηματοδότησης και αδιαφορίας. Η διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών δουλειάς γι` αυτούς τους ανθρώπους, η γερή στελέχωση του Αρχείου, η διεκδίκηση πόρων για τη βελτίωση της υλικοτεχνικής τους υποδομής, δεν είναι πολιτισμός;
Πολιτισμός είναι και η δυνατότητα των ντόπιων πληθυσμών να απολαμβάνουν χωρίς τη διαμεσολάβηση του ιδιώτη τα αγαθά με τα οποία προίκισε τον τόπο τους η φύση και η ιστορία. Στα πλαίσια όμως της ιδιωτικοποίησης και της εκποίησης των πάντων τα τελευταία χρόνια (και παίρνοντας πάντοτε σαν παράδειγμα την Κέρκυρα), η πρόσβαση των λαϊκών στρωμάτων σε καθαρές, οργανωμένες παραλίες δυσχεραίνεται όλο και περισσότερο. Παραδοσιακές πλαζ στις οποίες μεγάλωσαν γενιές κερκυραίων, όπου παππούδες και εγγόνια χαίρονταν μαζί τη θάλασσα, εκποιούνται σε ιδιώτες που επιβάλλουν, μαζί με τις πανάκριβες υπηρεσίες, και μια καθόλα αταίριαστη με το περιβάλλον κιτς βλαχομπαρόκ αισθητική. Και να μη συζητήσουμε για την τεράστια ζημιά που έχει ήδη γίνει από το 2ο μισό του 20ου αιώνα, με τα γιγαντιαία, ακαλαίσθητα, εντελώς ασύμβατα με το φυσικό και αρχιτεκτονικό περιβάλλον του νησιού ξενοδοχεία, που ακόμα δεσπόζουν (ενίοτε και ως κουφάρια) βιάζοντας το συγκλονιστικό τοπίο της Κέρκυρας…
Και μια που μιλάμε για το τοπίο της Κέρκυρας: ο κερκυραϊκός ελαιώνας είναι ένα μνημείο της φύσης αλλά και του ανθρώπινου μόχθου. Δεν θέλω – δεν είναι στο γνωστικό μου πεδίο – να σταθώ στην οικονομική διάσταση της εγκατάλειψης της ελαιοκαλλιέργειας προς όφελος – και πάλι – του τουρισμού. Όμως, θαρρώ ότι θα μπορούσε θαυμάσια να συγκαταλέγεται στα πολιτιστικά αγαθά του νησιού, καθώς, πέρα από την ομορφιά τους, αυτά τα λιόδεντρα (μερικά υπεραιωνόβια) είναι αψευδείς μάρτυρες της ιστορίας του τόπου και των ανθρώπων του.
Τελειώνοντας: τα Ιόνια νησιά είναι πιο όμορφα, πιο πλούσια και πιο ενδιαφέροντα από το μύθο τους. Ο πολιτισμός τους περιλαμβάνει, μεταξύ πολλών άλλων, και μια μεγάλη ιστορία λαϊκών αγώνων και ανθρώπων που υπηρέτησαν τους αγώνες αυτούς με τα εργαλεία της δουλειάς, με τα όπλα ή με την πένα. Μια περιφερειακή αρχή που θα στέκεται στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων οφείλει να αναδείξει και αυτή την πλευρά του Ιόνιου πολιτισμού. Οφείλει να αναπτύξει διεκδικητικούς αγώνες ώστε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από το κράτος και την ΟΥΝΕΣΚΟ, όπου αυτή εμπλέκεται, για την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων, της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, του πλουσιότατου αρχειακού υλικού. Οφείλει να ανοίξει στα λαϊκά στρώματα το πολιτισμικό αγαθό: από τη δυνατότητα να έχει ελεύθερη πρόσβαση στα γαλαζοπράσινα νερά του πελάγους μας μέχρι τη δυνατότητα να έχει την καλύτερη δυνατή γνώση για την ιστορία και την κουλτούρα του τόπου του. Οφείλει να αντιπαραταχθεί σθεναρά σε οποιαδήποτε απόπειρα ιδιωτικοποίησης του φυσικού και πολιτισμικού πλούτου. Η σύνδεση του πολιτισμού με τον τουρισμό θα πρέπει, σε ένα τέτοιο σχεδιασμό, να μην είναι σχέση καθυπόταξης αλλά ισοτιμίας ώστε οι λαοί να έρχονται πραγματικά κοντά, γνωρίζοντας την ιδιοπροσωπία του τόπου και των ανθρώπων και όχι μια Ντίσνεϋλαντ. Μια περιφερειακή αρχή που θα σέβεται τα λαϊκά στρώματα θα παλεύει όχι μόνο γι` αυτά αλλά και μαζί τους, θα τα θεωρεί πρωταγωνιστές στην ανάπτυξη συλλογικών αγώνων για καλύτερες συνθήκες ζωής, δουλειάς, για ψωμί και τριαντάφυλλα. Και στα Ιόνια νησιά, τα λαϊκά στρώματα έχουν μια τεράστια αγωνιστική πείρα να κεφαλαιοποιήσουν. Εξ άλλου, παραδοσιακά, έχουν ως τρόπο ζωής τη διατύπωση της Εθνικής Αντίστασης «πολεμάμε και τραγουδάμε». Μόνο που εδώ, πέρα από τις δυτικές ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, το λέμε: «εμείς θα τραγουδάμε μέχρι να φτάσουμε».-
*Δώρα Μόσχου
Ιστορικός
Υποψήφια περιφερειακή σύμβουλος Κέρκυρας
Με το συνδυασμό «Ανυπόταχτο Ιόνιο»