Λεγεωνάριος, μουσικός, συγγραφέας

μουσικοί

Πέθανε ξαφνικά, ξημερώματα Πέμπτης, σε ηλικία 79 χρονώ, ένας μεγάλος αιρετικός της γραφής (και της σκέψης) και κηδεύεται σήμερα, δύο η ώρα, στο Νεκροταφείο Ζωγράφου (πολιτική κηδεία) ο συγγραφέας, μουσικός και δημοσιογράφος Γιώργος Μανιάτης. Ξεχωριστή περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, ευφυής και οξύς στην κριτική του. Γεννήθηκε στη Μεσσήνη αλλά έζησε στην Αθήνα (και στο εξωτερικό έως το 1972).
Μυθιστορηματική, θυελλώδης και η ζωή του. Πήγε ελάχιστα στο σχολείο από το οποίο δεν συναπεκόμισε, όπως έλεγε, και πολλά πράγματα. Δεκαπέντε χρονώ υπηρετούσε σε σχολή υπαξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού και στα δεκαοχτώ του ήταν ανθρακωρύχος στο Βέλγιο· αμέσως μετά Παρίσι όπου κατατάχτηκε στη Λεγεώνα των Ξένων και στη συνέχεια στο Αλγέρι δρώντας υπέρ των Αλγερινών και καταγράφοντας τις θηριωδίες των Γάλλων. Δραπέτευσε μετά τριάμισι χρόνια και διασχίζοντας τη Σαχάρα (!) έφτασε το 1961 στην Ελλάδα.
Δημοσιεύει το πρώτο έργο «Ημερολόγιο, Αλγερία 1957-1961». Το έργο γίνεται αφορμή για επερώτηση στην ελληνική Βουλή και αποσπάσματά του μεταφράζονται στη Γαλλία (όπου και καταδικάζεται από τις γαλλικές αρχές), τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δουλεύει ως δημοσιογράφος στην «Ελευθερία» και είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη. Προβλέπει την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα και τον Απρίλιο του 1967 αυτοεξορίζεται σε χώρες του εξωτερικού.
Επιστρέφει το 1972. Το 1973 ταξιδεύει στη Χιλή αμέσως μετά τη δολοφονία Αλιέντε, ως απεσταλμένος της «Ακρόπολης» και κάθεται σαράντα μέρες φτιάχνοντας ένα σπαραχτικό ρεπορτάζ με τίτλο «Σαράντα μέρες όλο νύχτα», που, όμως, δεν δημοσιεύτηκε γιατί ενώ ήταν στο πιεστήριο εισέβαλαν οι πραξικοπηματίες και κατέστρεψαν τα πάντα. Μετά το Πολυτεχνείο είναι στην παρανομία. Πέφτει με τα μούτρα στη μουσική δημιουργώντας την πρώτη ορχήστρα με το όνομα «Ευρετήριο». Το 1980 βρίσκεται στην Τουρκία του Εβρέν και αναζητεί αγνοούμενους της Κύπρου.
Πλέον ασχολείται περισσότερο με τη μουσική έρευνα και την ανακατασκευή των μουσικών οργάνων της αρχαίας Ελλάδας, δίνοντας με αυτά συναυλίες στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Απειθάρχητος, ατίθασος, ελεύθερος, άνθρωπος της περιπέτειας, δημιούργησε έναν δικό του τρόπο («μέθοδο») τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή του. Τα πολύ σπουδαία βιβλία του κυρίως από τις εκδόσεις «Κέδρος», εκτός από τη λεγεώνα, είναι: «Δραπέτευσα από τη λεγεώνα των ξένων», 1961, «Objet sans valeur», 1972, «Ο Μίδας βασιλιάς έχει αυτιά γαϊδάρου ή εκατέρωθεν της ουσίας», «Εξεργα» 1976 κ.ά., ακόμη και ανέκδοτα.
Ο εκδότης της «Στιγμής» Αιμίλιος Καλιακάτσος τον κατατάσσει στους πέντε πνευματικούς ανθρώπους που, κατ’ αυτόν, σημάδεψαν τον 20ό αιώνα – οι άλλοι τέσσερις είναι: Καβάφης, Καρυωτάκης, Μέλπω Αξιώτη και βεβαίως Παναγιώτης Κονδύλης. Ο συγγραφέας θεωρούσε τον εαυτό του «απόστρατο», «απεργό», «συνταξιούχο» αλλά και «δημόσιο κίνδυνο». Απρόβλεπτος και στις συναναστροφές με οικείους και φίλους.
Σε αφιερώσεις του λ.χ., σημείωνε: «Αγαπητέ πλησίον, κάνε πιο κει» ή «Το χιλιοειπωμένο, αυτό μόνο μπορεί να ειπωθεί για πρώτη φορά» ή ακόμη «Ανθρωπος εγγράμματος, ξύλο πελεκημένο». Μακριά βέβαια από «αυλές» και μέσα ενημέρωσης. Ελεύθερος.
*Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας