Η νέα «επιδρομή» Ερντογάν την ημέρα μάλιστα της μαύρης επετείου του ΑΤΤΙΛΑ, όπου επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει όλη την προηγούμενη επί δύο έτη παράνομη και επιθετική καταπάτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου (ΑΟΖ), με την προώθηση της πλήρους διχοτόμησης με δύο ανεξάρτητα κράτη, με το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου (Βαρώσι) και την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των κατεχομένων με βάση drones, γεννά την ανάγκη μιας συνολικής αποτίμησης. Αποτίμηση οδυνηρή, που είναι όμως κρίσιμος παράγοντας για την κατανόηση των γεωπολιτικών δεδομένων και την άμεσα επιβαλλόμενη αλλαγή της στάσης της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς το Κυπριακό ζήτημα.
Η αιτία για αυτή τη μεγάλη εθνική καταστροφή ήταν τα ολέθρια διαχρονικά λάθη των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών, ο άθλιος ρόλος της Βρετανίας, με τον αταλάντευτο στόχο της της διαίρεσης του νησιού, με αποκορύφωμα τον ηλίθιο και προδοτικό ρόλο της Χούντας των Συνταγματαρχών. Σε όλη αυτή την περίοδο, η λαβωμένη Κύπρος διέπρεψε οικονομικά και έγινε μέλος της Ε.Ε. ως Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να λύσει το ακανθώδες πρόβλημα της διαίρεσης και της τουρκικής κατοχής, παρά τα καταψηφιστικά ψηφίσματα του Ο.Η.Ε. Και αυτό γιατί απουσίαζε όλα αυτά τα χρόνια μια σοβαρή εθνική στρατηγική, που θα είχε ως στόχο την συνεχή διεθνοποίηση του Κυπριακού και το επίμονο αίτημα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και των αυτονόητων ρυθμίσεων για όλα τα σύγχρονα κράτη. Σημειωτέον ότι, σήμερα στη Λευκωσία παραμένει ενεργό το μοναδικό τείχος διαίρεσης σε όλη την Ευρώπη. Αντιθέτως, υποδόρια και συστηματικά υπήρξε από τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Ανδρέας Παπανδρέου και Τάσσος Παπαδόπουλος), αποδοχή της ήττας. Έτσι, χάθηκε το ηθικό πλεονέκτημα και δόθηκε έμμεση νομιμοποίηση στον Αττίλα.
Οι υποτελείς πολιτικοοικονομικές ελίτ της Αθήνας και της Λευκωσίας μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ένα διμερές ελληνοτουρκικό πρόβλημα με συνέπεια σήμερα την ημέρα πένθους του Ελληνισμού, θρασύτατα ο Ερντογάν βαπτίζει τον ΑΤΤΙΛΑ ελληνική επιχείρηση και επιρρίπτει μάλιστα και τις ευθύνες στην ελληνοκυπριακή πλευρά.
Η ιστορία του Κυπριακού από το 1974 έως σήμερα, είναι ένα άλμπουμ συνεχών υποχωρήσεων της ελληνικής κυπριακής πλευράς, στην λογική ότι προσφέροντας κάποια «δώρα» στην Τουρκία, αυτή θα συνεργάζονταν για εξεύρεση λύσης, πλην όμως η λύση δεν επιτεύχθηκε. Αντίθετα, αυτή η τακτική εξώθησε την Τουρκία να ξεπεράσει κάθε όριο ανοχής επιθετικότητας με αποκορύφωμα τον Αττίλα ΙΙΙ με τα γεωτρύπανα, εντός της ΑΟΖ της Κύπρου το 2020 και την τωρινή φιέστα Ερντογάν ενόψει της μαύρης επετείου.
Παρά το γεγονός ότι ο κυπριακός λαός αντιστάθηκε στις πολυποίκιλες πιέσεις του διεθνούς παράγοντα και των εσωτερικών δυνάμεων και απέρριψε το εκτρωματικό σχέδιο Ανάν, το οποίο θα οδηγούσε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη δημιουργία Συνομοσπονδίας, που αποτελεί στρατηγικό στόχο της Τουρκίας, αφενός για να κατοχυρώσει τα παράνομα κεκτημένα της Τουρκίας από την εισβολή του 1974 και αφετέρου για να μπορεί, μέσω της χαλαρής κεντρικής κυβέρνησης, να ασκεί και τον πολιτικό έλεγχο στο ελεύθερο κομμάτι της Μεγαλονήσου, ποτέ δεν υπήρξε ο απεγκλωβισμός από αυτή την αδιέξοδη εμμονή στη λεγόμενη «διζωνική Ομοσπονδία», που πέραν του ατελέσφορου της, αποτελεί και την «Κερκόπορτα» για τη Συνομοσπονδία.
Ενόψει των νέων προκλήσεων και της τουρκικής διακήρυξης για δύο ανεξάρτητα κράτη στην Κύπρο, που συνιστούν αντικειμενικά τον ΑΤΤΙΛΑ IV και παραβιάζουν κάθε έννοια νομιμότητας και διεθνούς δικαίου, είναι πλέον η ώρα του απεγκλωβισμού της ελληνικής πλευράς από τη θανάσιμη παγίδα της διζωνικής ομοσπονδίας και της μετατροπής του Κυπριακού σε διμερή διαφορά και της εξόδου από την ύπνωση των πολικών ελίτ Ελλάδος και Κύπρου. Χρειάζεται η άμεση διεθνοποίηση του Κυπριακού προβλήματος σε όλα τα φόρα και οργανισμούς και η απαίτηση να εφαρμοστούν οι αποφάσεις του ΟΗΕ για τη Κύπρο. Απαιτείται η διακήρυξη από την ελληνική πλευρά ενός σχεδίου λύσεως του Κυπριακού, με βάση τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και πυρήνα την άρση της τουρκικής κατοχής, που θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής αυτονόητα σημεία:
Πρώτον: Η Κύπρος πρέπει να είναι ενιαία, ανεξάρτητη και κυρίαρχη με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής και των εποίκων, και όχι συγκεκαλυμμένη αποικία ή προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων.
Δεύτερον: Θα πρέπει να εφαρμοστούν οι βασικές δημοκρατικές αρχές της συγκρότησης των σύγχρονων κρατών, που είναι η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, με παράλληλη απόλυτη προστασία όλου του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και ως τέτοια αυτονόητη πράξη είναι η επιστροφή όλων των προσφύγων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους.
Τρίτον, να απαιτηθεί δυναμικά από την Ε.Ε. να τιμήσει τον ίδιο της τον εαυτό και τις «κροκοδείλιες» ως τώρα αναφορές της για τις παραβιάσεις του ΑΤΤΙΛΑ στη Κύπρο και να υπάρξουν σημαντικές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, ενόψει των νέων προκλήσεων και παραβιάσεων.
Τέταρτον, πρωτίστως όμως αυτό που θα αλλάξει τη σημερινή βαλτώδη κατάσταση και την έμμεση νομιμοποίηση της τουρκικής κατοχής στο βόρειο τμήμα του νησιού και θα ταρακουνήσει τους διεθνείς γεωπολιτικούς παίκτες λόγω της καίριας στρατηγικής σημασίας της Κύπρου, θα είναι η κατάθεση δήλωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ, σε συνεννόηση με την Ελλάδα, ότι μετά τη διακήρυξη της Τουρκίας περί δύο ανεξάρτητων κρατών και την επιχείρηση αλώσεως της Αμμοχώστου, ότι η Βόρεια Κύπρος τελεί υπό τουρκική κατοχή και ότι ο στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η πλήρης ανάκτηση της κυριαρχίας της επί του βορείου κατεχόμενου τμήματος.
Σε αυτή την κρίσιμη στροφή της «Οδύσσειας» του Κυπριακού, η Ελλάδα οφείλει να αναθεωρήσει πλήρως τη στρατηγική της για την προστασία των συμφερόντων του Ελληνισμού στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ως εκ τούτου, η αμυντική προστασία της Κύπρου, αλλά και οι δυνατότητες αποκατάστασης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλο το νησί, πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχο στοιχείο της συνολικής ελληνικής αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος της στην ευρύτερη περιοχή. Η συνέχιση της απαράδεκτης έως τώρα διαχρονικής λογικής ότι η Κύπρος βρίσκεται μακράν και ότι η Ελλάδα είναι παρατηρητής και απλός συμπαραστάτης εκ του μακρόθεν είναι ανιστόρητη και επικίνδυνη. Και αυτό, γιατί στην Κύπρο χτυπάει η καρδιά του Ελληνισμού και δοκιμάζεται σήμερα η αντοχή του, αλλά και το μέλλον του στην ευρύτερη περιοχή.