Κριτική Θεάτρου – Γιάννης Χουβαρδάς: Ο γλάρος του Άντον Τσέχοφ στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, Νοέμβριος 2017-Ιανουάριος 2018

3460
θεσμοφοριάζουσες

Ένας εκ των εισηγητών του μεταμοντέρνου θεάτρου στην χώρα μας, ο Γιάννης Χουβαρδάς, ανεβάζει στη σκηνή του Δημοτικού του Πειραιά τον Γλάρο του Τσέχοφ. Έργο από τα πιο χαρακτηριστικά του ρώσου δραματουργού και σε ένα βαθμό αυτοβιογραφικό, «κωμωδία σε τέσσερις πράξεις» θα το χαρακτηρίσει ο ίδιος, παίζεται για πρώτη φορά το 1896 στην Αγία Πετρούπολη χωρίς καμία επιτυχία και δύο χρόνια αργότερα, στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας σκηνοθετημένο από τον Στανισλάφσκι, όπου τελικά και υπήρξε ενθουσιώδης υποδοχή.

Η ιστορία εκτυλίσσεται, όπως τόσο συχνά συμβαίνει στα έργα του Τσέχοφ, σε ένα κτήμα της ρώσικης επαρχίας, με μια διαφορά όμως· δεν είναι αυτό που αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αλλά η λίμνη που βρίσκεται δίπλα του. Ο ιδιοκτήτης του Σόριν, κρατικός σύμβουλός σε σύνταξη, έχει καλεσμένους την αδελφή του, διάσημη ηθοποιό Αρκάντινα με τον σύντροφό της και επίσης διάσημο λογοτέχνη Τριγκόριν και τον γιο της Τρέπλιεφ. Ο τελευταίος ζώντας κάτω από τη σκιά της μητέρας του προσπαθεί να διακριθεί ως ποιητής και θεατρικός συγγραφέας αναζητώντας νέους, πρωτότυπους τρόπους έκφρασης. Καθημερινή σχεδόν επισκέπτρια του κτήματος είναι η νεαρή ηθοποιός Νίνα, κόρη μεγαλοκτηματία της περιοχής, με την οποία είναι ερωτευμένος ο Τρέπλιεφ. Την έχει καλέσει για να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του, σε μια ιδιωτική παράσταση εντός του κτήματος και με φόντο τη λίμνη. Τελικά η παράσταση δεν ολοκληρώνεται ποτέ αφού ο ίδιος ο Τρέπλιεφ τη διακόπτει όταν εκλαμβάνει τους σχολιασμούς της μητέρας του ως εμπαιγμό εναντίον του. Οι πεσιμιστικές υπαρξιακές αγωνίες που καταθέτει ο νέος στο έργο του, ενώ αφορούν όλα τα πρόσωπα που κατοικούν στις όχθες της λίμνης και καθρεφτίζουν τη μοναξιά και τη θλίψη τους στα νερά της, δεν τις αναγνωρίζει ούτε τις συμμερίζεται κανείς τους. Ακόμα και η Νίνα, γοητευμένη από τη δόξα και την προσωπικότητα του Τριγκόριν, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι της και να τον ακολουθήσει στη Μόσχα επιδιώκοντας να διακριθεί ως ηθοποιός. Δύο χρόνια αργότερα οι ήρωες μαζεύονται και πάλι στο σπίτι του Σόριν που είναι πια πολύ άρρωστος. Ο Τριγκόριν έχει αφήσει τη Νίνα για να επιστρέψει στην ασφάλεια της Αρκάντινα, η Νίνα έχει καταφέρει να παίζει σε τρίτης κατηγορίας περιφερόμενους θιάσους και ο Τρέπλιεφ έχει αποκτήσει μια κάποια φήμη ως συγγραφέας, χωρίς, ωστόσο, να ξεφύγει από την μετριότητα. Όλα τα πρόσωπα του τσεχοφικού έργου, βρίσκονται εγκλωβισμένα σε αντιλήψεις περασμένων εποχών και δυσκολεύονται να αυτοπραγματωθούν στο παρόν και να συγκροτήσουν μια στέρεη ταυτότητα. Το ίδιο ανικανοποίητοι και μίζεροι εμφανίζονται και οι υπόλοιποι ήρωες του έργου: ο επιστάτης Σαμράγεβ, η γυναίκα του Πολίνα, η κόρη τους Μάσα, ο δάσκαλος Μεντβεντένκο. Μόνη εξαίρεση αποτελεί ο γιατρός Ντορν, ο οποίος, χωρίς να ζει με την ψευδαίσθηση πως μόνο οι διάσημες και μεγάλες προσωπικότητες μπορούν να έχουν μια πραγματικά ενδιαφέρουσα και ξεχωριστή ζωή, απολαμβάνει κάθε ευχάριστη στιγμή που του προσφέρει η καθημερινότητα. Το έργο τελειώνει με τη Νίνα να φεύγει και πάλι μακριά από το κτήμα και τη λίμνη συνεχίζοντας την προσπάθεια να γίνει μια αναγνωρισμένη ηθοποιός και τον Τρέπλιεφ να βάζει τέλος στη ζωή του, την ώρα ακριβώς που ένα ανούσιο παιχνίδι τόμπολα κρατά απασχολημένους τους υπόλοιπους καλεσμένους στο κτήμα.

Ο Χουβαρδάς, κατά τον προσφιλή τρόπο του, κράτησε ακέραιο το κείμενο του έργου (απόδοση στα ελληνικά του ίδιου) και πρόβαλε μέσα από ένα έντονα μεταθεατρικό σχολιαστικό ύφος όχι μόνο την κωμικότητα αλλά και την τραγικότητα των προσώπων και των καταστάσεων που δημιουργούνται. Ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλοι και όλα είναι η λίμνη κι ό,τι αυτή συμβολίζει. Οι ήρωες αυτοπροσδιορίζονται σε σχέση με αυτήν, ενώ τα νερά της γίνονται ένας «μαγικός», αποκαλυπτικός καθρέφτης των μύχιων της ψυχής τους και ταυτόχρονα ένας δείκτης ακριβείας της ανικανότητάς τους να ζήσουν πέρα από τα μίζερα όρια μέσα στα οποία έχουν φυλακίσει τον εαυτό τους. Η δραματουργική αυτή ματιά αποδόθηκε άψογα από το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη. Ένας διαφανής και χονδρός μουσαμάς τυλιγμένος γύρω από έναν κρεμαστό και κάθετα μετακινούμενο άξονα, πλατύς όσο σχεδόν και η μπούκα της σκηνής, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο πλούσια, έπεφτε στο πάτωμα της σκηνής παριστάνοντας είτε τη λίμνη, είτε την όχθη της. Η εικόνα του ολοκληρωνόταν από τους έξοχους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, που αρμονικοί και «ήσυχοι», ανάμεσα στο ελαφρύ γαλάζιο και το κίτρινο, απέδιδαν ως αίσθηση και όχι ρεαλιστικά την εικόνα νερών και τις αντανακλάσεις τους.

Οι ηθοποιοί της παράστασης δεν έπαψαν να κινούνται διαρκώς γύρω από τη λίμνη, μέσα της, πάνω της με κάθε τρόπο. Η Νίνα (Άλκηστη Πουλοπούλου) σκαρφαλώνει στον μουσαμά/λίμνη και γκρεμίζεται για να ξανασηκωθεί, σε μια μάλλον άνιση αναμέτρηση με τα όνειρά της. Ο Κώστια (Νίκος Κουρής) παγιδεύεται από αυτήν σε ένα παιχνίδι θανάτου, όταν σκοτώνει έναν γλάρο που ζει στις όχθες της. Ο Τριγκόριν (Ακύλλας Καραζήσης) και η Αρκάντινα (Καρυοφιλλιά Καραμπέτη) δεν καταφέρνουν, παρά μόνο για λίγο, να τη χρησιμοποιήσουν για να προβάλουν πάνω της το ναρκισσισμό τους· σύντομα στη λαμπιρίζουσα επιφάνειά της θα αποτυπωθούν η φθορά, τα γηρατειά και ο θάνατος. Ο μουσαμάς όσο η ώρα περνά, από λίμνη τρέπεται σε μια τζαμαρία, εκθετήριο στοιχειωμένων ψυχών. Στο τέλος του έργου όλοι οι ήρωες έχουν αποκτήσει την όψη του νεκρού γλάρου (το μακιγιάζ τους αυτό προδίδει). Ο γλάρος/θάνατος είναι το πιο ισχυρό leitmotif της παράστασης και διατρέχει όλο το έργο. Αν και σε γενικές γραμμές ο ερμηνευτικός άξονας ήταν αρκετά ξεκάθαρος κρατώντας τον θεατή σε εγρήγορση, δεν έλειψαν ορισμένες ασάφειες. Η πιο χαρακτηριστική ήταν η διαρκής χρήση της πλατείας από τους ηθοποιούς ως σκηνικό χώρο, χωρίς ωστόσο να αιτιολογείται ή να γίνεται πάντα κατανοητή αυτή η επιλογή.

Η βασική, ωστόσο, αδυναμία αυτής της παράστασης, όπως και πολλών άλλων του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, δεν εντοπίζεται στην δραματουργία της αλλά στην απουσία της ενότητας των ηθοποιών σε υποκριτικό επίπεδο. Καθένας τους φέρνει στη σκηνή το προσωπικό του «υποκριτικό ιδίωμα», και αυτό τον διασώζει, αφού κατά τεκμήριο οι ηθοποιοί στις παραστάσεις του Χουβαρδά είναι αναγνωρισμένοι ως «καλοί» ηθοποιοί. Επιπλέον, κάτι άλλο που λειτουργεί υπέρ τους, είναι το γεγονός ότι ο θίασος που συγκροτείται, αποτελείται από σταθερούς κάθε φορά συνεργάτες, οπότε έχουν με έναν τρόπο καταφέρει να ταιριάζουν στη σκηνή.

Καταλήγοντας θα έλεγα πως ο Χουβαρδάς πέτυχε για μια ακόμα φορά να μας προσφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα, σύγχρονη και πρωτότυπη «ανάγνωση» του έργου, πέρα από το αναμενόμενο και το τετριμμένο, αποτυπωμένη σε μια επίσης εντυπωσιακή «σκηνική απόδοση», ένα είδος mise en scène, το οποίο, όμως, δεν αποτελεί και ολοκληρωμένη σκηνοθετική πρόταση. Οι ηθοποιοί, σε γενικές γραμμές, υπηρέτησαν τις ιδέες του σκηνοθέτη και ενσάρκωσαν με σχετική συνέπεια τους ήρωες, χωρίς να ξαφνιάσουν θετικά ή αρνητικά το κοινό τους· υποκριτικά κινήθηκαν στο πλαίσιο του αναμενόμενου.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί και συντελεστές της παράστασης είναι: Νίκος Χατζόπουλος (Σόριν), Δημήτρης Ήμελλος (Ντορν), Δημήτρης Μπίτος (Σαμράγεφ), Δημήτρης Παπανικολάου (Μεντβεντένκο), Άννα Καλαϊτζίδου (Μάσα), Σύρμω Κεκέ (Πολίνα)· Ιωάννα Τσάμη (κοστούμια), Δημοσθένης Γρίβας (μουσική).

Ναταλί Μηνιώτη

Διδάκτωρ Θεατρολογίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας