Υπάρχουν φορές που ξεκινάς να γράψεις για μια παράσταση και δυσκολεύεσαι να βρεις στοιχεία για να γεμίσεις δυο σελίδες, κι άλλες φορές που κυριολεκτικά δεν ξέρεις τι να πρωτογράψεις, καθώς αυτό που είδες, φεύγοντας από τη θεατρική αίθουσα, δεν σταματά να δουλεύεται μέσα στο μυαλό σου, να γεννά σκέψεις και να επιχειρεί ερμηνείες. Μια τέτοιου τύπου παράσταση, «γεμάτη» και αισθητικά άψογη, αντιμετωπίζει το κοινό που παρακολουθεί Το τραμ με το όνομα πόθος του Τένεσι Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.
Το θεατρικό αυτό έργο, από τα πιο αγαπημένα του ελληνικού κοινού, δεν είναι άλλο από το γνωστό μέχρι σήμερα με τον τίτλο Λεωφορείον ο Πόθος, όπως αρχικά το μεταφράστηκε στα ελληνικά. Μια προχωρημένη σε ηλικία και ανύπαντρη δασκάλα του Αμερικάνικου Νότου, η Μπλάνς Ντιμπουά, κυνηγημένη από το παλαιότερο και το πρόσφατο παρελθόν της, καταφτάνει στη Νέα Ορλεάνη στο σπίτι της μικρότερης και παντρεμένης με έναν πολωνό εργάτη αδελφής της Στέλλας, σε μια έσχατη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή. Μεγαλομανής και φαντασμένη, ζούσε σε έναν δικό της πλασματικό κόσμο, αρνούμενη να προσαρμοστεί στην κυνική πραγματικότητα, μέχρι που αυτή εισέβαλε βίαια στη ζωή της και την εξανάγκασε σε φυγή. Η έλευσή της στη φτωχογειτονιά, όπου ζουν η Στέλλα με τον Στάνλεϋ Κοβάλσκυ, θέτει ευθύς εξαρχής σε δοκιμασία και σε μια διαρκή σύγκρουση τους δύο κόσμους που περιστοιχίζουν τους ήρωες: αν και ο «πόλεμος» έχει κριθεί ήδη δίνοντας τη νίκη στον «αληθινό», σύγχρονο και σκληρό κόσμο του ζευγαριού, οι επιμέρους μάχες μεταξύ τους είναι αμφίρροπες, και κάθε συμμετέχων σε αυτές είναι πρωτίστως ένα θύμα παρά ένας εν δυνάμει νικητής. Με την αποκάλυψη, όμως, της «αλήθειας» σχετικά με τους αναρίθμητους εραστές της Μπλάνς, την απόλυσή της, εξ αυτού του λόγου, από το σχολείο που δούλευε και τη χρεοκοπία της, όλα οδηγούνται σταδιακά σε ένα μοιραίο και μη αναστρέψιμο τέλος: η ηρωίδα εγκαταλείπεται από έναν υποψήφιο σύζυγο, τον Μιτς, τελευταία απατηλή της ελπίδα για σωτηρία, διασύρεται και βιάζεται από τον γαμπρό της, αποσπά τον οίκτο των γειτόνων και τέλος κλείνεται σε ψυχιατρείο.
Ο Μαρμαρινός, ένας εκ των εισηγητών του μεταμοντέρνου και όχι μόνο θεάτρου στη χώρα μας, με σχεδόν 50 παραστάσεις στο ενεργητικό του, και πολλούς επιγόνους στις εγχώριες σκηνές (παλιοί συνεργάτες και μη), διάβασε με τον δικό του τρόπο το «Λεωφορείον» μετατρέποντάς το, μαζί με τη βοήθεια του μεταφραστή Αντώνη Γαλέου, σε «Τραμ» που είναι και η πιστή μετάφρασή του πρωτοτύπου. Η ρηξικέλευθη αυτή επιλογή κρίθηκε πολύ τολμηρή και από κάποιους «επιθετική» απέναντι στην παράδοση δεκαετιών, που είχε κλειδώσει στον τίτλο Λεωφορείον ο Πόθος. Τίτλος και παράσταση, λοιπόν, κινήθηκαν έξω από το προσδοκώμενο, όπως θα το περίμενε κανείς από τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη. Το μεταμοντέρνο ύφος είχε ως σημείο αναφοράς και στόχο σχολιασμού τα στερεότυπα με τα οποία ανεβάζεται αυτό το έργο δεκαετίες τώρα, προερχόμενα από την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του από τον Ελία Καζάν με πρωταγωνιστή τον Μάρλον Μπράντο, την ίδια χρονιά που εκδόθηκε το έργο το 1947.
Στη σκηνική μεταφορά του Μαρμαρινού, όλοι οι ήρωες, Μπλάνς, Στάνλεϋ, Στέλλα και Μίτς, «συνομιλούν» με το αρκετά μακρύ πια –71 ετών– παρελθόν τους. Δεν αφήνονται να τους καταπιεί ο «ρεαλισμός» της μεγάλης οθόνης, αλλά στρέφονται προς το σύγχρονο κοινό και του ζητούν να συλλογιστεί πάνω στις πιθανές ερμηνείες και στην αποτελεσματικότητα κάθε απόφασης και δράσης που εκτυλίσσεται πάνω στη σκηνή. Άλλωστε ο συγγραφέας, όπως κι άλλοι μεγάλοι του καιρού του, φαίνεται να στέκεται με έντονη πεσιμιστική ματιά και βαθύ σκεπτικισμό απέναντι στον μεταπολεμικό, «κατακερματισμένο» άνθρωπο. Έτσι ούτε η Μπλανς της Μαρίας Ναυπλιώτου, ούτε ο Στάνλεϋ του Χάρη Φραγκούλη, ούτε η Στέλλα και ο Μιτς της Θεοδώρας Τζήμου και του Άγγελου Τριανταφύλλου αντίστοιχα, δεν μπορούν να βουλιάξουν στο δακρύβρεχτο μελοδραματικό σύμπαν που είχε φτιάξει για αυτούς η κινηματογραφική εκδοχή του έργου. Το περιεργάζονται με την ίδια περιπαιχτική διάθεση που προσεγγίζουν και το τραγικό της ανθρώπινης μοίρας, όχι όμως για να το χλευάσουν αλλά για να στοχαστούν πάνω σε αυτό.
Χρησιμοποιήθηκαν όλες σχεδόν οι αβανταδόρικες τεχνικές του μεταμοντέρνου θεάτρου χωρίς ποτέ να γίνονται αυτοσκοπός ή να θολώνουν τις προθέσεις της παραστασιακής γραφής. Τα μικρόφωνα, η κινηματογραφική οθόνη, η μικροκάμερα, το μη ρεαλιστικό και λιτό σκηνικό, σχεδόν στημένο στη λογική του κινηματογραφικού πλατό, λειτούργησαν σε συνδυασμό με μια απόλυτα ενταγμένη σε αυτό το αποδομημένο περιβάλλον υποκριτική των ηθοποιών. Κίνηση και φωνή βρέθηκαν να μοιράζονται ανάμεσα στον λόγο του κειμένου και στην μπλουζ μουσική που συνόδευε όλη την παράσταση. Οι ηθοποιοί έπαιζαν, αφηγούνταν, τραγουδούσαν ή εκτελούσαν μουσικά κομμάτια, πολλές φορές επιδιδόμενοι σε παράλληλες δράσεις: στο κέντρο διαδραματιζόταν μια σκηνή του έργου και στην «περιφέρεια», περιμετρικά δηλαδή, όσοι ηθοποιοί δεν εμπλέκονταν στη συγκεκριμένη σκηνή, τη «σχολίαζαν», με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσα από ένα τραγούδι ή ένα τράβηγμα της κάμερας και προβολής της εικόνας στην οθόνη που δέσποζε στο βάθος. Κάποιες φορές, μάλιστα, οι ηθοποιοί έβγαιναν από το ρόλο τους και μετατρέπονταν σε αφηγητές και παρουσίαζαν τη δράση του ήρωα που υποδύονταν.
Εκτός από την εξαιρετική τετράδα των ηθοποιών που αναφέρθηκαν παραπάνω τη διανομή συμπλήρωναν επάξια η Ευαγγελία Καρακατσάνη και ο Adrian Frieli στο ρόλο των γειτόνων. Απολύτως λειτουργικά τα σκηνικά και τα κοστούμια της Εύας Νάθενα καθώς και οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου, που πρόσδιδαν υψηλή αισθητική στο αποτέλεσμα. Τέλος ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην υπέροχη μπλουζ μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου που έντυνε την παράσταση. Οι χαρακτηριστικοί αυτοί ήχοι του Αμερικάνικου Νότου κορυφώθηκαν στην τελευταία σκηνή του έργου, όπου πραγματοποιήθηκε η «έξοδος» των ηθοποιών διαμέσου του κεντρικού διαδρόμου της πλατείας του θεάτρου. Σαν νέγρικη πομπή στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης, όλοι οι συμμετέχοντες έπαιζαν από ένα μουσικό όργανο ακολουθώντας την προπορευόμενη Μπλανς στο δρόμο προς το ψυχιατρείο.
*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι Διδάκτωρ Θεατρολογίας