Πυκνώνουν οι φωνές και μέσα στην Γερμανία που αναδεικνύουν τις αναλογίες της κατάστασης της σημερινής Ελλάδας με την μεταπολεμική Γερμανία και ζητάνε και για την χώρα μας ανάλογο κούρεμα χρέους με αυτό που βοήθησε μετά τον πόλεμο τόσο σημαντικά την Γερμανία να ξεφύγει από τον οικονομικό βάλτο.
Η ελληνική εθελόδουλη πολιτική τάξη, όχι μόνο δεν διεκδικεί κούρεμα αλλά και το στηλιτεύει ως ανεύθυνη διεκδίκηση.
Ν.Ζ
Ενώ οι διαπραγματεύσεις για να κλείσει η αξιολόγηση συνεχίζονται, η Γερμανική εφημερίδα Handelsblatt επαναφέρει τη συζήτηση στη δυσεπίλυτη διαφωνία μεταξύ ΔΝΤ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, που δυσκολεύει την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στους δανειστές και την Αθήνα.
Επικαλούμενη διεθνείς οικονομολόγους, όπως τον Γάλλο Tomas Piquetti και τον Αμερικανό Jeffrey Sax, η εφημερίδα υπενθυμίζει τη Συμφωνία του Λονδίνου, το 1953, με την οποία διαγράφηκαν τα χρέη της Γερμανίας και υποστηρίζει ότι η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας θυμίζει σε πολλά εκείνη της μεταπολεμικής Γερμανίας, όταν η χώρα δεν μπορούσε να ξεπληρώσει τα χρέη της.
«Ιστορικοί της οικονομίας είναι πεπεισμένοι ότι το κούρεμα χρέους συνέβαλε αποφασιστικά στο να ξεπεράσει η οικονομικά γονατισμένη Γερμανία τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παρά το ό,τι επωφελήθηκαν περισσότερο από το σχέδιο Μάρσαλ, όπως τονίζει βρετανοαμερικανική ερευνητική ομάδα» σημειώνεται στο άρθρο, που παραπέμπει σε διαπιστώσεις του Albreht Richie από το London School of Economics ότι η Γερμανία οφείλει το οικονομικό θαύμα, το σταθερό μάρκο και την ευνοϊκή θέση των δημοσιονομικών της στο δραστικό κούρεμα χρέους.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε με ποιο τρόπο η Συμφωνία του Λονδίνου επηρέασε τις δημόσιες δαπάνες και διαπίστωσε ότι με το κούρεμα του χρέους βελτιώθηκε η πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας. Η κυβέρνηση ήταν σε θέση να παίρνει νέα δάνεια με χαμηλά επιτόκια, ενώ από την έναρξη των διαπραγματεύσεων στα μέσα του 1951 μέχρι την κατάληξή τους τα επιτόκια κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας έπεσαν από 3% σε 1,8%. Από αυτήν τη μείωση επωφελήθηκαν επίσης και οι επιχειρήσεις, μειώνοντας παράλληλα τα έξοδά τους σε ξένο νόμισμα.
Ο Γερμανός δημοσιογράφος επισημαίνει: «Αυτό που η Γερμανία έπραξε με επιτυχία, δηλαδή να χρησιμοποιήσει την αυξημένη πιστοληπτική αξιοπιστία της για να πάρει νέα δάνεια, χρησιμοποιείται σήμερα από τη γερμανική πλευρά ως ένα από τα βασικά επιχειρήματα εναντίον ενός κουρέματος του ελληνικού χρέους, επειδή δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ότι η Αθήνα θα χρησιμοποιήσει τα χρήματα επωφελώς. Αλλά και τότε υπήρχαν επικριτές της συμφωνίας που εξέφραζαν τον φόβο ότι το κούρεμα χρέους θα οδηγούσε τη γερμανική κυβέρνηση σε ασταθή δημοσιονομική πολιτική».
Στην έρευνα επισημαίνονται ωστόσο και οι διαφορές ανάμεσα στην μεταπολεμική Γερμανία και τη σημερινή Ελλάδα. Ότι τότε στο επίκεντρο τέθηκε η αποδοτικότητα της γερμανικής οικονομίας, ενώ σήμερα κυριαρχούν η εξυπηρέτηση του χρέους και η εφαρμογή των μέτρων λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων.
Οι διαφορές οφείλονται επίσης στο ότι τότε η Γερμανία ήταν σημαντικός εταίρος των ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο με τους Σοβιετικούς, ενώ η Ελλάδα δεν είναι τόσο σημαντική χώρα στη σημερινή παγκόσμια συγκυρία. Ωστόσο, κατά τον Sax, το αποφασιστικό δεν είναι αν αξίζει μια χώρα ένα κούρεμα κι αν πληροί του όρους, κάτι δευτερεύον στις διαπραγματεύσεις στην περίπτωση της Γερμανίας, αλλά αν μια χώρα χρειάζεται ένα κούρεμα, όπως ακριβώς τότε η Γερμανία – και σήμερα η Ελλάδα.