Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή της Βαλκανικής που είχαν ως αφετηρία τον πόλεμο και την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οδήγησαν στην εμφάνιση και συγκρότηση μικρότερων κρατών, μεταξύ αυτών και της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», όπως αυτοπροσδιορίζονταν, μέχρι πρότινος, το γειτονικό κράτος στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας. Η κυρίαρχη αφήγηση εντός της ελληνικής αριστεράς, για τους λόγους της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, επικέντρωνε στο ρόλο του ξένου παράγοντα, του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρακάμπτοντας μια βασική μαρξιστική θεώρηση, ότι η εσωτερική κοινωνική δυναμική και οι ταξικές διεργασίες, έχουν πρωταρχικό ρόλο στην γέννηση, την εξέλιξη, και την αλλαγή ενός κοινωνικού σχηματισμού που συγκροτείται σε εθνική ή πολυεθνική βάση. Αδυνατούσε συνεπώς αυτή η αφήγηση, να δει εσωτερικές διεργασίες του γιουγκοσλάβικου κοινωνικού σχηματισμού, την φύση και το ρόλο της πολιτικής εξουσίας που δομούνταν στο εσωτερικό του, και τις επενέργειες μιας τέτοιας διαδικασίας στον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό καθώς και στη σχέση που διαμορφώνονταν μεταξύ των διαφορετικών εθνών – λαών της Γιουγκοσλαβίας.
Με την ίδια ακριβώς μεθοδολογία η κυρίαρχη άποψη στην ελληνική αριστερά, προσεγγίζει το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα σε δύο καπιταλιστικούς σχηματισμούς, τον ελληνικό και το «Μακεδονικό», πάνω στην διαφορά που προέκυψε στο ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας, μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Θεωρεί δηλαδή, ότι το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας, είναι ζήτημα κυρίως εξωτερικών επεμβάσεων του ΝΑΤΟ και των σχεδιασμών του στην περιοχή, και συνεπώς, η θέση της για οποιαδήποτε λύση εξαρτάται από το κατά πόσο ευνοούνται ή όχι οι σχεδιασμοί αυτοί. Αδυνατεί να δει ή υποβαθμίζει επομένως, την ταξική φύση μιας αντιπαράθεσης των δύο αστικών τάξεων της περιοχής, μέρος της οποίας, αποτελεί και η προσπάθεια ταξικής ομογενοποίησης στο εσωτερικό τους, με βασικό εργαλείο τον εθνικισμό. Αδυνατεί να ερμηνεύσει τις επιδιώξεις των δύο κρατών ως επιδιώξεις των αστικών τάξεων της περιοχής για γεωπολιτική επέκταση στην περιοχή με όρους επιβολής.
Η καρδιά του ελληνικού εθνικισμού ακουμπούσε, από την δεκαετία του 90 και έπειτα, πάνω στην διένεξη για το όνομα της γειτονικής χώρας, την οποία συντηρούσε με στόχο την ενσωμάτωση στην αστική πολιτική των υποτελών τάξεων, ανακαλύπτοντας εξωτερικούς εχθρούς ως εργαλείο ενίσχυσης της αστικής ηγεμονίας. Η προσπάθεια της ελληνικής αριστεράς, να αρπάξει την σημαία του «εθνικού αγώνα» στο συγκεκριμένο ζήτημα από την δεξιά και το αστικό μπλοκ, μοιραία την αποξένωνε από την ταξική πολιτική και το πρόγραμμά της και αδυνατούσε ουσιαστικά να δημιουργήσει τους όρους αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας σε ταξική βάση αφού αντί να αποσπάσει κοινωνικές δυνάμεις από το αστικό μπλοκ, τις ενσωμάτωνε ιδεολογικά και πολιτικά ακόμη πιο βαθιά με το σύστημα. Έτσι, η αριστερά, παρά την συγκυριακή και σε συγκεκριμένες περιόδους ανάδειξή της σε ηγεμονική πολιτική δύναμη, αδυνατούσε να πείσει για ουσιαστικές ρήξεις και τομές που θα άλλαζαν άρδην τον ταξικό συσχετισμό. Το αποτέλεσμα ήταν να διευκολύνει την ανασυγκρότηση της δεξιάς με βασικό άξονα τον εθνικισμό στην πιο επιθετική του μορφή σήμερα.
Έτσι ο οποιοσδήποτε αντιιμπεριαλισμός είναι κενό γράμμα αφού πάνω στο ζήτημα του ονόματος που συμφωνήθηκε με την άλλη πλευρά, η αριστερά υιοθετεί το σύνολο των επιχειρημάτων του εγχώριου εθνικισμού περί αλυτρωτισμού γλώσσας μακεδονικής εθνότητας κλπ, ενώ είναι γνωστό ότι ο ελληνικός καπιταλισμός στην ουσία επέβαλε όλους τους όρους που αυτός έθετε για μια τέτοια συμφωνία. Το επιχείρημα ότι η συμφωνία ήταν αποτέλεσμα των Νατοϊκών πιέσεων για να ενταχθεί η χώρα στις ατλαντικές δομές έχει την σημασία του αλλά οι πιέσεις αυτές στρέφονταν κυρίως προς την πλευρά των γειτόνων και όχι προς την πλευρά της Ελλάδας. Είναι όμως αυτό λόγος απόρριψης μιας συμφωνίας από την αριστερά που έτσι κι αλλιώς εάν επιτυγχάνονταν, θα αποτύπωνε το «δίκιο του ισχυρότερου», που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο ελληνικός εθνικισμός;
Ποιός μπορεί να εγγυηθεί αλήθεια, ότι εάν οι νατοϊκοί σχεδιασμοί αποκτήσουν την διαδικασία του κατεπείγοντος, αυτοί δεν θα θυσιαστούν για χάρη μιας χώρας μέλους και δεν θα βρεθεί τρόπος να παρακαμφθούν οι αντιστάσεις της Ελλάδας; Εάν σε μια τέτοια περίπτωση αναγνωριστεί με το έως τώρα κατοχυρωμένο Συνταγματικό όνομα Μακεδονία και αναγνωρισμένο ήδη από 120 χώρες, ενισχύεται ή όχι, σύμφωνα με την λογική της «πατριωτικής προσέγγισης» o υποτιθέμενος αλυτρωτισμός; Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι ισχύουν οι αλυτρωτικές βλέψεις, πόσο πιθανή είναι η εκκίνηση αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης από την μεριά της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» απέναντι σε έναν καπιταλισμό, στρατιωτικά οικονομικά, γεωπολιτικά, αριθμητικά απείρως ισχυρότερο πολύ δε περισσότερο όταν αυτός ο καπιταλισμός αναβαθμίζεται περεταίρω στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας ΗΠΑ Ισραήλ Αιγύπτου;
Εάν συνεχίσει να αιωρείται αυτή η εκκρεμότητα της ονομασίας της γειτονικής χώρας, σύμφωνα με την λογική των πολέμιων της συμφωνίας, ποιός μπορεί να υπολογίσει τις συνέπειες από την πληθυσμιακή αναδιάταξη στο εσωτερικό της με μια αλβανική μειονότητα να αναπτύσσεται ραγδαία (30% σήμερα του πληθυσμού) και να καταστεί η ίδια πλειοψηφούσα εθνότητα εάν δεν υπάρχει διεθνές κατοχυρωμένο όνομα; Ποιος μπορεί να αποκλείσει αποσχιστικές τάσεις και την αναβίωση της ιδέας της «μεγάλης Αλβανίας» με απρόβλεπτες συνέπειες για την σταθερότητα στην περιοχή; Τι συνέπειες θα έχει μια τέτοια εξέλιξη για την ενίσχυση των κάθε είδους εθνικισμών;
Η αφήγηση συνεπώς της ελληνικής αριστεράς και στο συγκεκριμένο ζήτημα απειλεί να την ενσωματώσει για άλλη μια φορά σε αδιέξοδες «πατριωτικού τύπου λογικές». Αποβάλλει από την ανάλυσή της την ταξική προσέγγιση στο ζητήματα των διεθνών σχέσεων, την αποκόβει από τις παραδόσεις του διεθνισμού και από την προσπάθεια να χτίσει γέφυρες συνεννόησης με την αριστερά της περιοχής των γειτονικών λαών, ενσωματώνοντάς την στον «εθνικό κορμό» παρά την επίκληση του «αντιιμπεριαλισμού». Και το κυριότερο, δεν μπορεί να χαράξει διαχωριστικές γραμμές σε ταξική βάση σε μια περίοδο που η μισθωτή εργασία βιώνει μια πραγματική γενοκτονία. Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένο ότι η πιο επιθετική μορφή του εθνικισμού καλπάζει και αντεπιτίθεται με μαζικούς πλέον όρους στην Ελλάδα, η μόνη ρεαλιστική θέση για την αριστερά είναι κριτική στήριξη της συμφωνίας, που παρόλα αυτά επιβλήθηκε στο γειτονικό κράτος με ιμπεριαλιστικούς όρους, καταγγελία της στήριξης της κυβέρνησης στην είσοδο του γειτονικού κράτους στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ, ανάληψη πρωτοβουλιών με την αριστερά των γειτονικών λαών, ενάντια στους επιθετικούς σχεδιασμούς στην περιοχή, με ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στους επιθετικούς σχεδιασμούς του ελληνικού καπιταλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.