Μετά το «Διαρκές φύλλο πορείας», ο Τάσος Κανταράς επανέρχεται με το μυθιστόρημα «Ανυπότακτοι δύσκολων καιρών», που όπως και το προηγούμενο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος».
Αναφερόμενο στους δύσκολους μετεμφυλιακούς καιρούς των «πέτρινων χρόνων», το βιβλίο παρακολουθεί τη ζωή απλών ανθρώπων σε διάφορες πτυχές της ζωής τους. Η αναφορά στη μετανάστευση, που οδήγησε στην πληθυσμιακή αφαίμαξη του τόπου, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει:
«Για να φτάσουμε, κάναμε δεκατρείς μέρες, με το τρένο και το λεωφορείο. Συναντήσαμε αρκετούς Έλληνες. Μερικοί ήταν εκεί από τα χρόνια της Μικράς Ασίας. Είχαμε ατομική σύμβαση και αυστηρά μέτρα περιορισμού των κινήσεών μας. Τους πρώτους μήνες δεν επιτρεπόταν να μετακινείται κανένας από τα παραπήγματα του εργοταξίου, μετά χαλάρωσαν οι περιορισμοί. Η εταιρεία άρχισε να κτίζει σπίτια, που νοίκιαζε στους εργάτες και κρατούσε το ενοίκιο από τον μισθό τους.
Οι Βέλγοι είναι δύο φυλές. Οι Βαλόνοι και οι Φλαμανδοί. Οι Φλαμανδοί ήταν κάπως καλύτεροι στη συμπεριφορά τους. Οι περισσότεροι μας κορόιδευαν που δεν ξέραμε άλλη γλώσσα από την ελληνική και όλο προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε με νοήματα.
Δουλεύαμε στις στοές του Σαρλερουά, όπου, πριν από εμάς, το πενήντα έξι, έγινε μια μεγάλη έκρηξη, με τριακόσια θύματα, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι Έλληνες. Αλλά και στα τρία χρόνια που ήμουνα εκεί, πολλοί δικοί μας χάθηκαν από ατυχήματα. Παίζαμε τη ζωή μας κορόνα γράμματα.
Η παροχή καθαρού αέρα ήταν ανεπαρκής. Κόστιζε στην εταιρεία, η οποία δεν πολυσκοτιζόταν για τους εργάτες. Κάθε φορά που μπαίναμε στο ορυχείο, κάναμε τον σταυρό μας για να βγούμε ζωντανοί. Εκείνο το βουητό από το ασανσέρ που κατέβαινε στα έγκατα της γης μας τρέλαινε. Έχει μείνει ακόμα ο θόρυβος μέσα στα αυτιά μου. Εκατό μέτρα βάθος. Μας ερχόταν αναγούλα, μετά συνηθίσαμε. Όταν βγαίναμε, έβλεπε ο ένας τον άλλον και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ποιος ήταν ποιος, από τη μουτζούρα. Οι συνθήκες απερίγραπτες. Η ανθράκωση θέρισε τα πνευμόνια πολλών συναδέλφων μας. Τα αφεντικά, κάθε λίγο και λιγάκι, έβαζαν πλαφόν στην παραγωγή.
Όσοι το ξεπερνούσαν έπαιρναν πριμ. Οι περισσότεροι Έλληνες είχαν το μυαλό τους στην επιστροφή. Να βγάλουν χρήματα γρήγορα, να στείλουν απόθεμα στην πατρίδα, να αγοράσουν ένα σπίτι ή ένα μαγαζί. Να γυρίσουν πίσω. Οι ντόπιοι δεν έβαζαν τέτοια πλάνα. Ενοχλούνταν από τη δική μας ασταμάτητη κούρσα, που ανέβαζε συνεχώς το υποχρεωτικό πλάνο. Έξυπνα τα αφεντικά, μας χρησιμοποιούσαν για να αυξήσουν το κατώτερο όριο παραγωγής. Έτσι δημιουργούνταν πολλές τριβές ανάμεσα σε γηγενείς και αλλοδαπούς.
Από την άλλη, τα βελγικά συνδικάτα διεκδικούσαν την ίδια μεταχείριση για όλους. Ήξεραν πως, αν αυτό γινόταν, θα βοηθούσε την απασχόληση των Βέλγων, γιατί εμείς προτιμιόμασταν έναντι αυτών ως φτηνότεροι. Βέβαια, ορισμένοι από τους Βέλγους δεν το καταλάβαιναν στην αρχή και αντιδικούσαν με τους συνδικαλιστές τους. Στην πορεία, βελτιώθηκαν τα πράγματα.
Από την άλλη, ο εκβιασμός εναντίον μας, η απέλαση για τους απείθαρχους, ήταν το πιο εύκολο πράγμα και πολύ αποτελεσματικό. Εξάλλου, όλοι οι νόμοι που φτιάχτηκαν για τους ξένους έγιναν με τη λογική πως ο αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για την τοπική κοινωνία. Για όλα τα προβλήματα εγκληματικότητας, ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος».