Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού
Έχει ήδη παρέλθει περισσότερο από ένα εξάμηνο από το οριστικό κι ολοκληρωτικό κλείσιμο του «βαλκανικού δρόμου», από τη συμφωνία για το προσφυγικό μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, τη δημιουργία των hot spots στα νησιά, την εκκένωση της Ειδομένης και την έκτακτη και υποχρεωτική μεταφορά των ανθρώπων που είχαν παραμείνει εκεί στους λεγόμενους χώρους φιλοξενίας.
Μέσα σε αυτό το διάστημα, μια σειρά από ενέργειες και πρακτικές από την πλευρά της κυβέρνησης και των λοιπών εμπλεκόμενων φορέων (Ύπατη Αρμοστεία, ΜΚΟ, στρατός κτλ), που αρχικά παρουσιάστηκαν ως κινήσεις εκτάκτου ανάγκης και προσωρινής ισχύος, έχουν συνθέσει κι εγκαθιδρύσει ένα νέο, πρακτικά μόνιμο, status quo, στο οποίο αναγνωρίζονται πολλά από τα δομικά στοιχεία της προσφυγικής πολιτικής του ελληνικού κράτους, όπως αυτή σχεδιάζεται κι εφαρμόζεται στα πλαίσια των γενικότερων ευρωπαϊκών πολιτικών, με τη συμμετοχή και της ελληνικής κυβέρνησης.
Καθώς παράλληλα με τις προαναφερθείσες εξελίξεις σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής, στο ίδιο διάστημα υπάρχουν αλλαγές και σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσεις στην όχθη της αλληλεγγύης και του αντιρατσιστικού χώρου, είναι απαραίτητο να προσπαθήσουμε να επαναπροσεγγίσουμε κριτικά κι αποτιμητικά αυτές τις παράλληλες πορείες.
Η απόπειρα αυτή δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τα κέντρα «φιλοξενίας» ή απλά τα camps, όπως πλέον τα ονομάζουν και τα αντιλαμβάνονται όλοι. Κι αυτό, γιατί θεωρούμε πως τα camps συμπυκνώνουν την τρέχουσα κυβερνητική κι ευρωπαϊκή πολιτική για τη διαχείριση του προσφυγικού.
Από τη δημιουργία των πρώτων camps, πριν καν την οριστική εκκένωση της Ειδομένης, διατηρούσαμε μεγάλες επιφυλάξεις για το χαρακτήρα και τη λειτουργία τους, παρότι συνηγορήσαμε δημόσια στην ανάγκη για μια άμεση λύση του στεγαστικού ζητήματος των προσφύγων και μεταναστ(ρι)ών σε εκείνη τη φάση. Δυστυχώς, είναι πλέον κάτι παραπάνω από προφανές ότι οι επιφυλάξεις μας μόνο αβάσιμες δεν ήταν, αφού οι φόβοι μας πήραν σάρκα και οστά από πολύ νωρίς.
Σε τι συνίσταται, όμως, η «πολιτική των camps»;
Πρώτα-πρώτα, στην ίδια τη χωροθέτησή τους. Χρήση παλιών, βιομηχανικών κυρίως, χώρων στην περιφέρεια της πόλης, σε ημιθανείς βιομηχανικές ζώνες και υποβαθμισμένες περιβαλλοντικά περιοχές, σαφέστατα εκτός πολεοδομικού και κοινωνικού ιστού. Αδυναμία πρόσβασης στην πόλη και, σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμα και σε κοντινούς σχετικά οικισμούς. Αποκλεισμός ουσιαστικά από οποιαδήποτε κανονικότητα της πόλης (αγορά, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, πλατείες, παιδικές χαρές κτλ), αλλά και από τις επαφές με οποιονδήποτε δεν ανήκει σε κάποια κρατική υπηρεσία ή ΜΚΟ (με την εξαίρεση ορισμένων “παλαβών” αλληλέγγυων που επιμένουν να αμφισβητούν και να διαταράσσουν σπασμωδικά και άτακτα αυτή την απομόνωση).
Πρόκειται ουσιαστικά για τόπους εκτοπισμού, που καθιστούν τους πρόσφυγες “αόρατους”, ακόμα και για την πόλη της Θεσσαλονίκης που φιλοξενεί στα πέριξ της μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων. Επιπλέον, δυσχεραίνει τη διάδραση των μεταναστ(ρι)ών με τους χώρους αντίστασης κι αλληλεγγύης της πόλης, καθώς και τη δυνατότητα πρόσβασης του αντιρατσιστικού κινήματος και εν τέλει αυτών των πολιτικών εκδοχών που αντιλαμβάνονται το «ζούμε μαζί» και ως «αγωνιζόμαστε μαζί». Οι κάτοικοι των camps παραμένουν σε μια ιδιότυπη καραντίνα, αφού η θέση των χώρων διαμονής τους, μαζί με την ανέχεια, εκ των πραγμάτων περιορίζουν καίρια και ουσιαστικά την ελεύθερη μετακίνησή τους.
Δεύτερον, οι προδιαγραφές με τις οποίες στήθηκαν τα εν λόγω camps, είχε ένα έντονο στοιχείο προσωρινότητας. Σκηνές μέσα (ή και έξω) από τα κτίρια και τις αποθήκες, ελλιπείς υποδομές όσον αφορά στους χώρους υγιεινής και το ζεστό νερό, ανύπαρκτες ως επί το πλείστον εγκαταστάσεις -πέρα από αυτοσχέδιες εστίες- ώστε να μαγειρεύουν οι ίδιοι οι πρόσφυγες (και συνεπώς απόλυτη εξάρτηση από το κακό κατά γενική καταγγελία catering), καμιά διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου για την αντιμετώπιση ραγδαίων βροχοπτώσεων, αλλά και ακραίου καύσωνα, προβληματικές ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, εύφλεκτα υλικά, θανάσιμα επικίνδυνοι τριγύρω δρόμοι, χωρίς τα απαραίτητα μέτρα για την προφύλαξη όσων περπατούν εκεί· για θέρμανση ούτε καν λόγος. Θεωρητικά (αλλά στη βάση ανακοινωμένου επίσημα από την κυβέρνηση χρονοδιαγράμματος) οι χειρότεροι από τους χώρους αυτούς θα έκλειναν, άλλοι θα μεταφέρονταν, σε κάποιους θα κατασκευάζονταν οικίσκοι και πιο μόνιμες και πλήρεις υποδομές. Ξέρουμε καλά, πως ακόμα και όπου σχετικές εργασίες έχουν ξεκινήσει, τίποτα δεν είναι έτοιμο και ο χειμώνας, που φέτος έδειξε τα δόντια του από νωρίς, επιδεινώνει την κατάσταση ανθρώπων που στην πλειονότητά τους έχουν ζήσει έναν αντίστοιχο πέρυσι στις λάσπες της Ειδομένης. Η ανθρωπιστική διάσταση του ζητήματος είναι προφανής.
Πέραν τούτων, η διατήρηση αυτών των απαράδεκτων συνθηκών αποδεικνύεται πως δε λειτουργεί ως αυτόματος καταλύτης για διαμαρτυρίες κι εξεγέρσεις, αλλά αποτελεί τελικά έμμεση καταστολή που βυθίζει τους κατοίκους των camps σε μια παθητική μοιρολατρία, σε μια αναγκαστική αποδοχή του κακού ως του μόνου διαθέσιμου κι εφικτού. Τα προηγούμενα δεν αγνοούν τις προσπάθειες αυτοοργανωμένου αγώνα και διεκδικήσεων από τη μεριά των προσφύγων σε διάφορες περιπτώσεις. Την ίδια στιγμή, όμως, γίνεται σαφής και η ασυνέχεια αυτών των προσπαθειών και η αδυναμία διεύρυνσής τους και υιοθέτησής τους από το σύνολο ή έστω την πλειοψηφία των προσφύγων που διαμένουν στα camps· μια αδυναμία στην οποία, όπως θα εξηγήσουμε και παρακάτω, η σύμπραξη κράτους-διεθνών οργανισμών-ΜΚΟ για τη δημιουργία μιας στρεβλής “κανονικότητας” στα camp και η απειλή “αντιποίνων” από τη μεριά των κατασταλτικών μηχανισμών παίζουν συχνά καταλυτικό ρόλο.
Το τρίτο σημείο που χρειάζεται να αναφερθεί σχετικά με τα camps είναι το ζήτημα της συνδιαχείρισής τους από το κράτος μέσω του στρατού και της αστυνομίας, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και τις ΜΚΟ που αναλαμβάνουν εργολαβικά κομμάτια της λειτουργίας τους.
Αφενός, ο ρόλος του στρατού αναβαθμίζεται, καθώς η εμπλοκή του στο θέμα “νομιμοποιείται” από την ανάδειξη της “προσφυγικής κρίσης” σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και σε ζήτημα “εθνικής” ασφάλειας. Έτσι, ο στρατός εκτός από την εμπέδωση των εξωτερικών συνόρων της χώρας συμβάλλει και στη δημιουργία εσωτερικών συνόρων, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι όσοι έφτασαν μέχρι εδώ ξεφεύγοντας από στρατούς, στα camp έχουν διαρκώς μπροστά τους άλλον έναν.
Αφετέρου, αποτελεί πλέον κοινό τόπο για όσους ασχολούνται στοιχειωδώς με το θέμα η αναντιστοιχία που διαπιστώνεται ανάμεσα στα χρηματικά ποσά που δαπανώνται και στα απτά αποτελέσματα αυτών των δαπανών στη ζωή των προσφύγων. Πολλοί από τους ντόπιους και διεθνείς οργανισμούς και οργανώσεις που εμπλέκονται στη διαχείριση του προσφυγικού έχουν έναν προσανατολισμό που είναι πολύ περισσότερο προσηλωμένος στην αναπαραγωγή και στη μεγέθυνση των ιδίων παρά στη μεταβίβαση των διαθέσιμων πόρων στους ίδιους τους ανθρώπους που τους χρειάζονται με τους βέλτιστους όρους. Την ίδια στιγμή, ένα πλέγμα γραφειοκρατίας κι ανικανότητας από τη μεριά του κρατικού μηχανισμού, αδιαφορίας, πελατειακών σχέσεων και ισορροπιών στις τοπικές κοινωνίες κι αγορές, ανταγωνισμοί μεταξύ των επιχειρήσεων – ανθρωπιστικών οργανώσεων μπορεί να πνίξει εύκολα ακόμα και τις προσπάθειες για καλές πρακτικές, για πραγματική προσφορά με επίκεντρο τους/τις μετανάστ(ρι)ες. Δεν υπάρχει τίποτα σημαντικά διαφορετικό (ως προς την αντίληψη της διαχείρισης και της αξιοποίησης των πόρων) από τη λογική πχ των προγραμμάτων για τους ανέργους που κατέληγαν σε άμεσα κι έμμεσα οφέλη για ένα πλήθος ενδιάμεσων παραγόντων, αλλά ελάχιστα για την κοινωνική ομάδα η οποία θεωρητικά θα έπρεπε να ενισχυθεί.
Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα με τους συνδιαχειριστές της υπόθεσης, τους εταίρους αυτής της ανθρωπιστικής ΣΔΙΤ ευρείας κλίμακας που εκπονείται στο ελληνικό κράτος, είναι ότι μαζί με τα χρηματοδοτικά πακέτα και το μεγάλωμα του brand name τους, αναλαμβάνουν και τη δουλειά της κατασκευής της συναίνεσης. Αν κανείς αναρωτιέται, γιατί τόσο ακραίες συνθήκες παρακμής κι υποτίμησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, δεν οδηγούν σε συνεχείς αντιδράσεις, η απάντηση βρίσκεται ακριβώς στον τρόπο που δομείται αυτή η σύμπραξη. Οι διεθνείς οργανισμοί και οι ΜΚΟ φροντίζουν για τον άρτο και τα θεάματα, σε συγκρατημένες πάντα δόσεις και με έναν εξαρτησιογόνο τρόπο -η πειθαρχία της ουράς που ζήσαμε ακραία στην Ειδομένη, είναι εδώ και ορίζει την καθημερινότητα και την αποδεκτή κι ακίνδυνη ρουτίνα των προσφύγων. Για όσους/ες αμφισβητήσουν αυτή την κανονικότητα, το κράτος διαθέτει τον απαραίτητο μηχανισμό καταστολής που θα επέμβει είτε με θεαματικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας κι ορατής καταστολής, είτε με τις γνωστές μεθόδους της ρουφιανιάς, της κοινωνικής απομόνωσης των «ταραξιών», των απειλών, της παρακολούθησης, αφού εύκολα συσχετίζεται η διαγωγή του καθενός με τις προοπτικές του για άσυλο, μετεγκατάσταση κτλ.
Δημιουργική γεωμετρία: το κλείσιμο των “ανοιχτών” χώρων
Οι «χώροι φιλοξενίας», ανεξάρτητα με τις προθέσεις ή τις επιδιώξεις όσων τους σχεδίασαν ως τέτοιους, έχουν εξελιχθεί πλέον σε χώρους εγκλεισμού. Δε χρειάζονται κάγκελα, δε χρειάζονται φρουροί που να προσέχουν μη βγει κανείς. Ο εγκλεισμός επιτυγχάνεται από όλα τα παραπάνω – τον εκτοπισμό, την απομόνωση, τις τραγικές συνθήκες, την πειθαρχία, την καταστολή, το οργανωμένο κρύψιμο των πληθυσμών των προσφύγων από την τοπική κοινωνία, για το μεγαλύτερο μέρος της οποίας παραμένουν «εικόνα στις ειδήσεις» κι με αυτό τον τρόπο απλά αριθμοί, μάζα, πρόβλημα, ο αναλώσιμος μπαμπούλας της εποχής. Δίπλα σε αυτά έρχονται οι αποκλεισμοί από σημαντικά κοινωνικά δικαιώματα, αφού η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η υγειονομική φροντίδα δεν είναι σε κατάλληλα επίπεδα, ενώ και η πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι πολύ μερική και με απαράδεκτες παλινωδίες που καταλήγουν τις περισσότερες φορές ξανά στην εξαίρεση και την απομόνωση. Φυσικά, ο αποκλεισμός κι ο εγκλεισμός επιτείνεται και από τη μη δυνατότητα (νόμιμης) εργασίας. Καμία μας δεν πιστεύει ότι αυτή η νομική διευθέτηση θα άνοιγε τους δρόμους για την ευρεία επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων. Ξέρουμε, όμως, ότι όσο δε συμβαίνει, τόσο περισσότερο βορά στην εκμετάλλευση θα γίνονται (να ‘ναι καλά τα αφεντικά της χώρας, παραδείγματα δε μας λείπουν) και τόσο περισσότερο θα γκετοποιούνται και θα εξαθλιώνονται στα camps.
Δεν είναι ατύχημα, είναι το κράτος
Είναι η περίπτωση των camps τελικά μια ιστορία αποτυχιών, κακών εκτιμήσεων και υποταγής στον αρνητικό διεθνή συσχετισμό; Ή αλλιώς, γιατί το κράτος, με μια «ευαίσθητη» κυβέρνηση κι έναν ακόμα πιο «ευαίσθητο» υπουργό, διατηρεί ακόμη αυτό το απάνθρωπο μοντέλο στη διαχείριση του προσφυγικού;
Είμαστε σαφείς· πιστεύουμε πως όλα τα παραπάνω, στον πυρήνα τους, αποτελούν κεντρική επιλογή της κυβέρνησης, εμφανώς τουλάχιστον από το Μάρτη του 2016 και έπειτα, ενώ δείγματά της είχαν αποτελέσει ήδη η διατήρηση του φράχτη του Έβρου και των κέντρων κράτησης των μεταναστών. Η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, μαζί με τις προβλέψεις για τις ενδο-ΕΕ κατανομές των προσφυγικών πληθυσμών, έχει συνδιαμορφωθεί από το ελληνικό κράτος, ως ο βασικός πυλώνας που θα ορίζει και θα θεμελιώνει την προσφυγική του πολιτική γα το επόμενο διάστημα, όσο κι αν προσπαθεί το ελληνικό κράτος να αποκρύψει τις ρατσιστικές και δολοφονικές του πολιτικές καταδικάζοντας τη στάση άλλων ευρωπαϊκών χωρών και της Τουρκίας σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων.
Η επιλογή αυτή δεν αποτυπώνεται μόνο στην πραγματικότητα των camps. Τα ίχνη της είναι παντού: στην ουσιαστική επαναλειτουργία και το γέμισμα των προαναχωρησιακών κέντρων κράτησης (Παρανέστι, Κόρινθος κτλ), στις απελάσεις ακόμα και ανθρώπων που ήθελαν να αιτηθούν για άσυλο, στις fast track διαδικασίες ασύλου με παρέμβαση του υπουργείου στις συνθέσεις των επιτροπών που δεν “έπαιζαν” με τους όρους που αυτό ήθελε, στη λειτουργία των hot spots στα νησιά, με τις συνθήκες που βλέπουμε και με την εγκατάλειψή τους σε πεδίο άσκησης φασιστών, στην εντυπωσιακή ταχύτητα με την οποία συνέβη η διαδικασία της προκαταγραφής και το φρενάρισμα στους ρυθμούς των συνεντεύξεων από εκεί και πέρα, στη συναίνεση για τη συμφωνία με το Αφγανιστάν για την κατευθείαν απέλαση προσφύγων εκεί από τις χώρες της ΕΕ.
Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι η αφήγηση της ελληνικής κυβέρνησης για εσωτερική, αλλά κυρίως εξωτερική κατανάλωση, ότι έχει δεχτεί έναν υπέρογκο πληθυσμό μεταναστ(ρι)ών που δεν μπορεί να διαχειριστεί και το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να τους φροντίσει όπως όπως (ζητώντας φυσικά χρηματοδότηση για αυτή τη “φιλοξενία”), και να πιέζει με νούμερα, με τη δυσκολία των συνθηκών, με την επίκληση της ανθρωπιστικής κρίσης για την πλήρη εφαρμογή των συμφωνιών για τη μετεγκατάσταση. Την ίδια στιγμή, θωρακίζει τα σύνορά της, ώστε να περιοριστεί η είσοδος επιπλέον ανθρώπων, απελαύνει όσο μπορεί, ενίοτε με τέτοιο ζήλο που αναγκάζει ακόμη και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες να αντιδράσει, και διαφυλάσσει τη γραμμικότητα της διαδικασίας: οι πρόσφυγες θα φεύγουν από τα camps, μόνο για να προχωρούν στους επόμενους σταθμούς της μετεγκατάστασης.
Δύο δράκοι στο παραμύθι
Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για να στηριχθεί το “δίκαιον” της παραπάνω αφήγησης: το δήθεν “πρωτοφανές” και “μη διαχειρίσιμο” πλήθος των προσφύγων (εξού και ο όρος “προσφυγική κρίση”), και η οικονομική κρίση καθ’ αυτή, που υποτίθεται περιορίζει τις δυνατότητες της χώρας να ανταποκριθεί επαρκώς στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Το πρώτο θα μπορούσε να γίνει πιστευτό μόνο από κάποιον/α που πρωτοασχολήθηκε με το μεταναστευτικό το 2015. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι οι αριθμοί των 50-60 χιλιάδων ανθρώπων, είναι μια συνθήκη που η χώρα έχει ξαναδεί την τελευταία 25αετία, και όχι μόνο μια φορά, είτε παλαιότερα με το μεταναστευτικό κύμα από την Αλβανία, είτε τη δεκαετία του 2000, μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν, είτε κατά καιρούς με ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη φτώχεια, την καταπίεση και τις συγκρούσεις σε χώρες της Αφρικής, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές κ.α. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών που ζούσε για χρόνια άτυπα εγκλωβισμένος στην Ελλάδα, κατάφερε να φύγει με το ποτάμι του “βαλκανικού δρόμου”, ψάχνοντας μια ευκαιρία σε χώρες όπου θεωρούσαν ότι μπορούν να είναι πιο ασφαλείς και να διαπραγματευτούν καλύτερα την εργασιακή τους δύναμη. Τα περί “μη διαχειρίσιμου πλήθους”, ακόμα κι αν είχαν μια βάση την εποχή του ιδιαίτερα αυξημένου ρυθμού εισόδου στη χώρα, αποτελούν πια, από τη στιγμή που ο αριθμός των προσφύγων έχει σταθεροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, ένα αισχρό μύθευμα.
Το ζήτημα της γενικότερης οικονομικής κατάστασης δε στερείται βάσης. Αλλά και η χώρα δε στερείται οικονομικής στήριξης συγκεκριμένα για το προσφυγικό. Το θέμα παραμένει τι θέλει κανείς να κάνει με αυτούς τους πόρους. Αναφέρθηκαν και πριν τα σχετικά με το πώς γίνεται η κατανομή των χρημάτων και για το πανηγύρι της συνδιαχείρισης. Με σχετική ασφάλεια, μπορούμε να πούμε ότι με διαφοροποιήσεις στο μοντέλο, με διαφορετική στόχευση για την κατεύθυνση των χρηματοδοτήσεων και με διαφορετική κεντρική λογική για τη φιλοξενία, αλλά και για την ένταξη συνολικότερα, ακόμα και οι ήδη διαθέσιμοι πόροι θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν και μια άλλη πολιτική για το προσφυγικό πολύ μακριά από την πολιτική των camps, όπως αυτή διαγράφεται μέχρι σήμερα.
Τα camps πρέπει να κλείσουν
Προ εξαμήνου υποστηρίζαμε, λαμβάνοντας υπόψη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις ρατσιστικές κραυγές και ενέργειες των κατά τόπους ακροδεξιών ενάντια στην εγκατάσταση προσφύγων στην περιοχή τους, το έκτακτο της κατάστασης μετά τον οριστικό εγκλωβισμό των προσφύγων, ότι προέχει η άμεση τακτοποίηση της στέγασης, έστω και με προσωρινές λύσεις ανάγκης, ώστε να δοθεί το απαραίτητο περιθώριο να τρέξουν οι χρόνοι και οι διαδικασίες για ένα πιο δομημένο και αξιοπρεπές σχέδιο. Πλέον, είναι σαφές για εμάς ότι το camp, όπως συνεχίζει να λειτουργεί στο Ωραιόκαστρο, τη Softex, τη Μαλακάσα, τη Ριτσώνα, τον Κατσικά και αλλού, είναι ένα σχέδιο εχθρικό για τους πρόσφυγες κι ως εκ τούτου το εχθρευόμαστε. Τα camps των προσφύγων, αυτοί οι τόποι των άθλιων συνθηκών, του αποκλεισμού, του εκτοπισμού και του εγκλεισμού, πρέπει να πάψουν να υπάρχουν το συντομότερο δυνατό.
Πολλές μικρές εστίες φιλοξενίας παντού
Και στη θέση τους τι; Για μας δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πέρα από την εκδοχή των μικρών ξενώνων φιλοξενίας, χρηματοδοτούμενων από το κράτος, ανοιχτών στην κοινωνία, διαχεόμενων εντός του πολεοδομικού και κοινωνικού ιστού, με άμεση πρόσβαση στις υπηρεσίες και σε ό,τι ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων, όπως τις αναφέραμε και παραπάνω. Χρειάζεται να εξεταστούν σε συνολική κλίμακα οι λύσεις που περιλαμβάνουν ενοικιαζόμενα ή επιδοτούμενα διαμερίσματα, δημόσια κτίρια που μπορούν να αξιοποιηθούν για φιλοξενία, για την αυτοοργάνωσης της καθημερινότητας των προσφύγων και την “απεξάρτησή” τους από τη λογική των ανθρωπιστικών business.
Η παραπάνω λύση θα είχε -διά μιας σχεδόν- θετικές συνέπειες σε μια σειρά από ζητήματα που απασχόλησαν πραγματικά ή προσχηματικά την ελληνική κοινωνία το προηγούμενο διάστημα, όπως είναι χαρακτηριστικά το ζήτημα της φοίτησης των προσφυγόπουλων στα σχολεία. Αν σκεφτούμε ότι ο πληθυσμός των παιδιών που θα έπρεπε να παρακολουθήσουν το δημοτικό σχολείο δεν μπορεί να ξεπερνά τις μερικές χιλιάδες (ούτε καν δεκάδες χιλιάδες) σε ένα συνολικό πληθυσμό 30-40 χιλιάδων ανθρώπων που βρίσκονται στα camps και σε άλλες δομές (πλην hot spots δηλαδή), καταλαβαίνουμε ότι η διάχυση των προσφύγων σε πόλεις και χωριά και η διασπορά τους σε διαφορετικές περιοχές, θα ακύρωνε στην πράξη όλη τη συζήτηση για το αν και κατά πόσο μπορούν να σηκώσουν το βάρος της εκπαίδευσης όλων των προσφυγόπουλων ελάχιστες σχολικές μονάδες πλησίον των camp, αφού ο αριθμός τους ανά σχολείο θα ήταν πλέον στεγαστικά και υλικοτεχνικά διαχειρίσιμος.
Πέρα από την ένταξη των προσφύγων στον οικιστικό ιστό, όπως περιγράφηκε παραπάνω, πρέπει να δοθεί άμεσα λύση και στα ζητήματα γύρω από την άδεια εργασίας, απαραίτητο όρο για τη λειτουργία οποιουδήποτε μοντέλου ένταξης και, βεβαίως, να υπάρξει ένα στιβαρό, οργανωμένο και επιθετικό κίνημα απέναντι στη μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία και το φασισμό στα ζητήματα της εκπαίδευσης, της πρόσβασης στην υγεία και σε άλλα κοινωνικά αγαθά.
Από τη μεριά μας, πρέπει να επιμένουμε σε μια διαφορετική αφήγηση από την κυρίαρχη της κυβέρνησης και φυσικά και από το ζόφο της ακροδεξιάς. Ανεξάρτητα από την πορεία υλοποίησης των κουτσών ευρωπαϊκών συμφωνιών για τη μετεγκατάσταση και την οικογενειακή επανένωση, εμείς θεωρούμε καλοδεχούμενες/ους τις/τους πρόσφυγες και μετανάστ(ρι)ες, είτε υποχρεωθούν είτε επιθυμούν να μείνουν στη χώρα, και θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να γίνουν γειτόνισσες, συμμαθητές, συναδέλφισσες, φίλοι, συντρόφισσες και συναγωνιστές. Ανεξάρτητα από το αν και ποιες χώρες θα δεχτούν πρόσφυγες, εμείς επιμένουμε στο να μην τους διαχωρίζουμε σε “πρόσφυγες” και μετανάστες”, “απελάσιμους” και μη (διαχωρισμοί ούτως ή άλλως προσχηματικοί, που σχετικοποιούν έως την κατάργησή της ακόμη κι αυτή τη Σύμβαση της Γενεύης και νομιμοποιούν τον εντός της ΕΕ κοινωνικό δαρβινισμό, άμεσα συνδεδεμένου με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη), να ζητούμε δικαιώματα για όλους και όλες, να αντιλαμβανόμαστε τον ερχομό τους και την ένταξή τους στις πόλεις και τα χωριά μας ως κοινωνικό, πολιτισμικό και ανθρώπινο πλούτο.
Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης