Επικουρικές συντάξεις και Σύνταγμα
Ι.Η σημασία της επικουρικής σύνταξης
Τον τελευταίο καιρό, μνημονιακά κόμματα και επιστήμονες αμφισβητούν, όλο και περισσότερο, τον ρόλο και τη σημασία τής επικουρικής σύνταξης. Μεγάλο πλήγμα επέφερε στον σημαντικό αυτό θεσμό ο ν. 4387/2016 («νόμος Κατρούγκαλου») με τις ρήτρες που έχει θεσπίσει και κυρίως με την κατάργηση των κατώτατων ορίων των επικουρικών συντάξεων που θα οδηγήσουν, χρόνο με τον χρόνο, στην εξαΰλωση και κατάργησή τους.
Η επικουρική ασφάλιση, τα Επικουρικά Ταμεία, καθώς και όλα τα άλλα Ταμεία «της ταξικής συνεννόησης» (προνοιακά, ερανικά, συνδρομητικά, αλληλοβοηθείας κ.λπ.) είναι δημιουργήματα της εργασίας, δηλαδή της συνεννόησης μεταξύ των ταξικών αντιπάλων: αφενός μεν των εργαζομένων και αφετέρου των εργοδοτών.
Θεσπίστηκαν μετά από μακρόχρονους απεργιακούς αγώνες, στους οποίους χύθηκε πολύ αίμα και ιδρώτας από τους εργαζόμενους. Συμβόλιζαν την ταξική καταλλαγή όπου οι αντίπαλοι, κατά την παροχή της εργασίας, βρίσκουν ένα κοινό έδαφος για να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας, να προωθήσουν τις νέες παραγωγικές μεθόδους, να ενισχύσουν το ομαδικό εργασιακό πνεύμα, να ανεβάσουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων οι οποίοι, μέσω αυτών των δεσμών, ζούσαν τις οικογένειές τους και αναπαρήγαγαν την εργατική τους δύναμη.
Είναι ουσιαστικά το άνθος της συνεννόησης των παραγωγικών δυνάμεων εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Γι’αυτό άλλωστε, από την εποχή της Σοσιαλδημοκρατικής Συναίνεσης, στους θεσμούς της οποίας προσχώρησαν και τα συντηρητικά κόμματα στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο, η επικουρική ασφάλιση θεωρήθηκε ο δεύτερος πυλώνας του Ασφαλιστικού Συστήματος και εντάχθηκε στα Συντάγματα των πολιτισμένων χωρών ως αναπόσπαστο τμήμα της Δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης.
Επομένως, καμιά τροποποίηση ή αλλαγή της φύσης και της οργάνωσης της επικουρικής ασφάλισης μπορεί να γίνει ούτε καμιά παραχώρηση των δραστηριοτήτων της μπορεί να γίνει σε ιδιωτικά συμφέροντα αφού πρόκειται περί αποκλειστικής δημόσιας λειτουργίας.
Τα προαναφερόμενα είναι γνωστά σε όλους και στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας που κυβέρνησε επί πολλά χρόνια και γνωρίζει την οργανωτική δομή και φύση της Επικουρικής Ασφάλισης. Υπό το πνεύμα όμως των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, οι συνταγματικές προβλέψεις φαίνεται πως δεν αποτελούν εμπόδιο για επικείμενες εξαγγελίες.
Όλοι άλλωστε οι μνημονιακοί πυλώνες και δυνάμεις φρόντισαν να δυσφημίσουν παντελώς όλες τις δημόσιες λειτουργίες ώστε οι πολίτες να παραπλανώνται για τη φύση των πραγμάτων και των θεσμών.
Το κλίμα προετοίμασε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που, εφαρμόζοντας το τρίτο γενικευμένο-ανακεφαλαιωτικό και αντικοινωνικό Μνημόνιο, έφερε νέες περικοπές στις επικουρικές συντάξεις (και όχι μόνο) και φρόντισε να τις καταστήσει ένα μικρό …επιδόρπιο, ένα «αντίδωρο», στις διαρκώς απομειούμενες παροχές του Κοινωνικού Κράτους. Έτσι οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι και όλα τα εν δυνάμει μέλη της εργατικής τάξης θεωρούν πλέον την επικουρική σύνταξη ένα ανεπαίσθητο βοήθημα που σιγά-σιγά θα καταργηθεί, αφού το μνημονιακό πνεύμα και γράμμα δεν επιτρέπει τέτοια προϊόντα της ταξικής συνδιαλλαγής.
Τα Μνημόνια, άλλωστε, που θα εφαρμόζονται με τις εκατοντάδες νόμους στην Ελλάδα για πολλές δεκαετίες αν δεν καταργηθούν ουσιαστικά, είναι η επιτομή της νίκης τού νομαδικού-χρηματιστικού κεφαλαίου επί των δυνάμεων της Εργασίας αλλά και της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας.
Οι Έλληνες όμως εργαζόμενοι, τα Συνδικάτα, οι Ενώσεις, οι επιστημονικοί φορείς, οφείλουν να προστατεύσουν της Δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης. Οφείλουν να διασώσουν και να ενισχύσουν τα Επικουρικά Ταμεία και τις απονεμόμενες συντάξεις ως το άνθος του εργασιακού πολιτισμού, ως το αποτέλεσμα της ταξικής συνδιαλλαγής, ως τρόπο ζωής κάθε εργαζόμενου και συνταξιούχου.
Γι’αυτό και τα πολιτικά κόμματα, σεβόμενα το υπόβαθρο των θεσμών και το παραγκωνισμένο Σύνταγμα, αντί να γκρεμίζουν επί των ερειπίων του Μνημονίου, οφείλουν να διακηρύσσουν την επαναφορά τού θεσμού, την περαιτέρω ανάπτυξη και ενίσχυσή του που θα συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση των εργαζομένων και των συνταξιούχων, στην άνοδο της παραγωγικής τους δραστηριότητας, στην αύξηση της κατανάλωσης και της ζήτησης κι επομένως στην ομαλή λειτουργία και ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας.
ΙΙ. Η Δικαιοσύνη για τις επικουρικές συντάξεις (Ολομέλεια ΣτΕ, 2287/2016)
Ισχυρό νομολογιακό ανάχωμα ύψωσε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας στην προσπάθεια όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων και των δανειστών για συνολική απαξίωση του θεσμού της επικουρικής ασφάλισης. Πράγματι, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την πολύ σημαντική απόφασή του με αριθμ. 2287/2015 και λαμβάνοντας υπόψη τις νομοθετικές παρεμβάσεις και τις μεγάλες περικοπές στις επικουρικές συντάξεις απεφάνθη ότι:
α) η επικουρική ασφάλιση –και κατά συνέπεια η επικουρική σύνταξη– προστατεύεται από το Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 22, παρ. 5), δηλαδή κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και εύρος όπως και η κύρια ασφάλιση (κύρια σύνταξη),
β) το κράτος έχει από το Σύνταγμα τη διαρκή υποχρέωση να προστατεύει τη λειτουργία των Επικουρικών Ταμείων και να καλύπτει υποχρεωτικά τα τυχόν ελλείμματά τους,
γ) η «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος» ή της «βιωσιμότητας» που έχουν θεσπίσει οι μνημονιακοί νόμοι (κυρίως το άρθρο 42 του Ν. 4052/2012, όπως ενσωματώθηκε μεταγενέστερα στον ισχύοντα ασφαλιστικό νόμο 4387/2016 άρθρο 96) βρίσκεται εκτός πνεύματος και γράμματος του Συντάγματος και των Διεθνών Συνθηκών που προστατεύουν την κοινωνική ασφάλιση.
Ειδικότερα η κεφαλαιώδους σημασίας αυτή δικαστική απόφαση, μεταξύ των άλλων, αποφαίνεται και ότι:
«Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22, παρ. 5, κατοχυρώνει τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.λπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) –ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς– αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21, παρ. 1, 2, 3 και 6, του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2, παρ. 1, του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)].
Εφόσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται –όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας– η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (Ολ. ΣτΕ, 3487/2008 κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος.
Ενόψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22, παρ. 5, του Συντάγματος, η κατοχύρωση από τον νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (…). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ΝΠΔΔ) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, Ολ. ΣτΕ, 5024/1987).
Εξάλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απευθείας συμμετοχή στη χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού.
Και τούτο διότι, εφόσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. Γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010).
Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου».
Ειδικότερα για το θεσμικό πλαίσιο της επικουρικής ασφάλισης, η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ αναφέρει:
«…Με το άρθρο 35 του Ν. 4052/2012 (Αʹ 41) συνεστήθη ΝΠΔΔ με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με σκοπό την «παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους», ορίσθηκε δε, με το άρθρο 36 του νόμου αυτού, ότι στο Ταμείο αυτό «εντάσσονται από την έναρξη λειτουργίας του: α) το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), β) οι τομείς του Tαμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), γ) το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και οι τομείς αυτού ΤΕΑΠΟΚΑ και ΤΑΔΚΥ, δ) το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση, ε) οι τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) και στ) o Κλάδος Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ ως προς τους κατ’ επικουρική ασφάλιση ασφαλισμένους του…», ενώ στο άρθρο 42, παρ. 1, του εν λόγω νόμου ορίσθηκε ότι το ποσό της καταβαλλομένης συντάξεως διαμορφώνεται βάσει, εκτός άλλων παραγόντων, και του «συντελεστή βιωσιμότητας», ο οποίος «θα πρέπει να αναπροσαρμόζει σε ετήσια βάση τις νέες και τις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, μέσω ενός μηχανισμού μειωμένης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, ανάλογα με τις καταβαλλόμενες εισφορές, έτσι ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ελλειμμάτων στο Ταμείο, αποκλείοντας κάθε μεταφορά πόρων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό» και ότι «Εάν και μετά την εφαρμογή του συντελεστή βιωσιμότητας προκύψει οποιοδήποτε έλλειμμα, με απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από τεκμηριωμένη πρόταση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το ποσό της σύνταξης θα αναπροσαρμόζεται πριν από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, με την προϋπόθεση της μη ύπαρξης ελλείμματος σε αυτό και το επόμενο έτος, αποκλείοντας κάθε μεταφορά πόρων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό…».
Όπως συνάγεται από τις οικείες ως άνω διατάξεις, τα προμνησθέντα Επικουρικά Ταμεία (ΤΕΑΜ, ΕΤΕΑΜ, ΕΤΕΑ) συνεστήθησαν ως φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως και, ενόψει τούτου, ως ΝΠΔΔ, τα στοιχεία δε αυτά (υποχρεωτικότητα, μορφή ν.π.δ.δ.) δικαιολογούνται συνταγματικώς, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, από το γεγονός ότι με τη λειτουργία τους τα εν λόγω Ταμεία συμβάλλουν –διά της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών («επί πλέον», κατά τη διατύπωση του άρθρου 13 του Ν. 6298/1934) εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τα Ταμεία υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στην επίτευξη του προεκτεθέντος, κατά το άρθρο 22, παρ. 5, του Συντάγματος, δημοσίου σκοπού, στην διασφάλιση δηλαδή υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Ούτε, όμως, για τα εν λόγω Ταμεία ούτε για τα λοιπά Ταμεία υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως προβλέφθηκε από τον νομοθέτη τακτική κρατική χρηματοδότηση, ενώ, ειδικώς για το ΕΤΕΑ, με το άρθρο 42, παρ. 1, του Ν. 4052/2012 αποκλείσθηκε ρητώς η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, προς αποφυγή δε της δημιουργίας ελλειμμάτων στο Ταμείο αυτό ο προσδιορισμός του ποσού τόσο των νέων όσο και των ήδη καταβαλλομένων συντάξεων συναρτήθηκε, μέσω του «συντελεστή βιωσιμότητας», με το ύψος των καταβαλλομένων εισφορών («ρήτρα μηδενικού ελλείμματος»).
Επειδή, εκτός από τις αναφερόμενες στις προηγούμενες σκέψεις περικοπές των κύριων και επικουρικών τους συντάξεων, οι συνταξιούχοι των φορέων υποχρεωτικής κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως υπεβλήθησαν, παραλλήλως, και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήσαν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολογήτου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του Ν. 3986/2011, άρθρο 1 επ. του Ν. 3842/2010, 38 του Ν. 4024/2011 κ.ά.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του Ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του Ν. 3833/2010, 34 του Ν. 3986/2011 κ.ά.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του Ν. 3986/2011), καθώς και αντίστοιχες επεμβάσεις στη φορολογία ακίνητης περιουσίας με μείωση, επίσης, του αφορολογήτου ορίου και αύξηση των φορολογικών συντελεστών του φόρου ακίνητης περιουσίας και επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων (άρθρα 33 του Ν. 3986/2011, 53 του Ν. 4021/2011 κ.ά.).
Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν του Ν. 4050/2012 εκδόθηκε η 5/24.2.2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία ομόλογα και άλλοι τίτλοι δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου υπήχθησαν στη «διαδικασία τροποποιήσεως επιλέξιμων τίτλων» (PSI), και η 10/9.3.2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία, κατόπιν της εν λόγω διαδικασίας, οι ανωτέρω τίτλοι αντικαταστάθηκαν με άλλους μειωμένης αξίας και μακροτέρας λήξεως, όπως δε αναφέρεται στο 2/2232/0023/8.2.2013 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, γνωστό στο Δικαστήριο από προηγούμενες δίκες (βλ. Ολ. ΣτΕ, 3009, 3010/2014, κ.ά.), η αξία των ως άνω νέων τίτλων προσδιορίσθηκε μέσω δημοπρασίας στο 21,5% της ονομαστικής αξίας των αρχικών. Μεταξύ των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, που υπέστησαν την ως άνω «τροποποίηση», περιλαμβάνονται και οι τίτλοι στους οποίους επένδυσε η Τράπεζα της Ελλάδος ποσό ύψους 16.370.961.274,34 ευρώ εκ του, κατά το άρθρο 15, παρ. 11, του Ν. 2469/1997 «Κοινού Κεφαλαίου», στο οποίο είχαν υπαχθεί τα διαθέσιμα κεφάλαια των Ασφαλιστικών Ταμείων που είχαν μεταφερθεί, δυνάμει του άρθρου τρίτου, παρ. 1, του Ν. 2216/1994, στην Τράπεζα της Ελλάδος (βλ. Ολ. ΣτΕ, 3724/2014, σκ. 19)».
Και η σημαντικότατη αυτή απόφαση καταλήγει:
«Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες· η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Διότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το ΕΤΕΑ και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (…) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22, παρ. 5, του Συντάγματος, συμβάλλοντας –διά της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Ενόψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους.
Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».
Συμπέρασμα: Καμμία παρέμβαση στον θεσμό της επικουρικής ασφάλισης και καμμία αλλαγή στη φύση και τη σύνθεσή της, υπό τις διατάξεις του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος, αποφαίνεται το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, αφού της προσδίδει αναμφισβήτητα αποκλειστικό δημόσιο χαρακτήρα και προορισμό.
*Ο Αλέξης Μητρόπουλοε είναι πρόεδρος της ΕΝΥΠΕΚΚ