Η υποτίμηση του Πούτιν ποτέ δεν βγήκε σε καλό

508
υποτίμηση του Πούτιν

Καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν αναβιώνει το “τροπάριο” περί μιας Ρωσίας –  παρακμάζουσας δύναμης, με μια οικονομία που παράγει λίγα πράγματα εκτός από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, οι Αμερικανοί καλά θα κάνουν να ελπίζουν ότι δεν το πιστεύει πραγματικά.

Το ότι αυτή η θέση εκφράζει μια αναλήθεια είναι μόνον το ήμισυ του προβλήματος. Όταν οι ηγέτες των ΗΠΑ επαναλαμβάνουν αυτήν την απεικόνιση των πραγμάτων, προσκαλούν τα προβλήματα στην “πόρτα” τους, καθώς ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν μισεί και ταυτόχρονα “αγαπά” να υποτιμούν τη χώρα του.

Στις 27 Ιουλίου, ο Μπάιντεν είπε τα εξής για τον Πούτιν:

“Βρέθηκα με τον κ. Πούτιν, ο οποίος έχει ένα πραγματικό πρόβλημα, καθώς βρίσκεται με μια οικονομία η οποία διαθέτει πυρηνικά όπλα και πετρελαιοπηγές, τίποτε άλλο. Τίποτε άλλο. Η οικονομία τους είναι  η όγδοη μικρότερη – με συγχωρείτε, μεγαλύτερη – στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Ξέρει, γνωρίζει ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση, κάτι που τον καθιστά ακόμη πιο επικίνδυνο, κατά τη γνώμη μου”.

Αυτού του είδους η ρητορική έχει μακρά ιστορία στους πολιτικούς κύκλους των ΗΠΑ. Ο αείμνηστος γερουσιαστής Τζον ΜακΚέιν αρεσκόταν να αποκαλεί τη Ρωσία “βενζινάδικο μεταμφιεσμένο σε χώρα”. Η πραγματικότητα είναι εντυπωσιακά διαφορετική.

Η οικονομική δύναμη της Ρωσίας

Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ρωσία έχει τη 11η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο με όρους ονομαστικού ΑΕΠ σε δολάρια ΗΠΑ, αλλά την έκτη μεγαλύτερη σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (PPP), λίγο μικρότερη από εκείνη της Γερμανίας. Δεδομένου ότι η Ρωσία είναι μόνον η ένατη σε πληθυσμό χώρα στον κόσμο, δεν πρόκειται για καθόλου άσχημη επίδοση.

Η επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ρωσίας, Rosstat, αξιολόγησε πρόσφατα το πλήρες μερίδιο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στο ρωσικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών τους σε άλλους κλάδους της οικονομίας και το υπολόγισε στο 15,2% για το 2020, έναντι 21,1% το 2018. Είναι περίπου διπλάσιο του αντίστοιχου μεριδίου 8% του κλάδου στο ΑΕΠ των ΗΠΑ.

Η Ρωσία δεν είναι εξαγωγική υπερδύναμη εάν εξαιρέσει κανείς το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο (που πιθανότατα θα προσφέρει αξιόπιστα έσοδα πολύ μετά τον θάνατο του 68χρονου σήμερα Πούτιν), ωστόσο έχει μια αρκετά μεγάλη εγχώρια αγορά για να διατηρεί στα πόδια της μια από τις μεγαλύτερες και, κυρίως, πιο ανθεκτικές οικονομίες στον κόσμο.

Οι οικονομικοί διαχειριστές του επιτελείου του Πούτιν αποσπούν με επιτυχία περισσότερα χρήματα από την εγχώρια οικονομία και λιγότερα από τους ενεργειακούς πόρους. Η Ρωσία εξακολουθεί να εξαρτάται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για το 27,9% των εσόδων του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού της, ωστόσο το μερίδιο αυτό έχει συρρικνωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.

Το 2020, τα συνδυασμένα έσοδα από τον φόρο προστιθέμενης αξίας, τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και τον εταιρικό φόρο υπερέβησαν, για πρώτη φορά στη ρωσική ιστορία, τη συνεισφορά των υδρογονανθράκων στον προϋπολογισμό.

Η υποτίμηση του Πούτιν ποτέ δεν βγήκε σε καλό
Το ποσοστό των εσόδων του ρωσικού προϋπολογισμού από υδρογονάνθρακες βαίνει μειούμενο

Με άλλα λόγια, ο Πούτιν δεν είναι σε καμία περίπτωση “σε μπελάδες” λόγω της ρωσικής οικονομίας, μολονότι η τελευταία μαστίζεται οπωσδήποτε από ανισορροπίες, διαφθορά και αναιμική ανάπτυξη. Το γιατί η υποτιθέμενη οικονομική του απελπισία θα τον έκανε “πιο επικίνδυνο” είναι επίσης ασαφές. Οι πραγματικές οικονομικές δυσκολίες έκαναν τους Σοβιετικούς και Ρώσους ηγέτες πιο υποχωρητικούς και όχι πιο επιθετικούς στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μέχρι τη δεκαετία του 2000.

Έτσι, εάν ο Μπάιντεν εννοούσε αυτό που είπε, έχει παραπληροφορηθεί σοβαρά και βγάζει “τεμπέλικα” συμπεράσματα λόγω των ανεπαρκών πληροφοριών που του παρέχονται. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστες συνέπειες.

Το μοιραίο λάθος Ομπάμα

Ο Πούτιν δεν αντιμετωπίζει με ευγένεια τη δημόσια περιφρόνηση, όπως ανακάλυψε ο πρώην προϊστάμενος του Μπάιντεν, Μπαράκ Ομπάμα, με κόστος μάλιστα για τα αμερικανικά συμφέροντα.

Όταν ο Ομπάμα αποκάλεσε τη Ρωσία “περιφερειακή δύναμη”, ο Πούτιν δεν έκρυψε ότι το θεώρησε “ασέβεια”. Αμέσως μετά από εκείνα τα -ελαφρά τη καρδία- λόγια του Ομπάμα, οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν μια ρωσική επέμβαση στη Συρία η οποία ανέτρεψε τα σχέδιά τους στη Μέση Ανατολή και έδειξε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να προβάλει δύναμη πολύ πέρα ​​από τη γεωπολιτική “γειτονιά” της. Αν κάποιος πιστεύει ότι η Ρωσία παρενέβη με επιτυχία στις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ, όπως φαίνεται να ισχύει για πολλούς Δημοκρατικούς, αυτή η προβολή ρωσικής ισχύος μπορεί να φτάνει ακόμη και μέχρι τον Λευκό Οίκο.

Μια δυναμική, ανοιχτή οικονομία που παράγει δημοφιλή καταναλωτικά αγαθά ή λογισμικό οικιακής χρήσης δεν είναι, όπως έχει πειστικά δείξει ο Πούτιν, προϋπόθεση για γεωπολιτική επιρροή. Το να κινείται κανείς πάνω από τα οικονομικά “κυβικά” του είναι σχετικά εύκολο όταν υπάρχουν αρκετά χρήματα για καινοτόμα όπλα και ένα τεχνικό προσωπικό-“καμικάζι”, καθώς και ένα αυταρχικό πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει το πλεονέκτημα των γρήγορων και συχνά με προσωπικά κίνητρα αποφάσεων.

Η υποτίμηση ενός υπερταλαντούχου παίκτη όπως ο Πούτιν, με μια τεράστια χώρα στη διάθεσή του, όχι μόνο τον θυμώνει, αλλά και τον ενδυναμώνει να εκρήγνυται και να χύνει “αίμα”, σε κάθε ευκαιρία. Με την κατάσταση της Ουκρανίας ακόμη επισφαλή, την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή να συρρικνώνεται και μεγάλο μέρος της Αφρικής σε αναταραχή, οι ευκαιρίες για την προώθηση των συμφερόντων της Ρωσίας θα εμφανίζονται τακτικότατα. Η Ρωσία θα κερδίζει κάποιους πόντους – όπως στη Συρία και, αναμφισβήτητα, στη Βενεζουέλα – και θα χάνει σε κάποια πεδία, όπως στη Λιβύη και τα Δυτικά Βαλκάνια, θα αποτελεί ωστόσο πάντα σημαντική απειλή για τα δυτικά συμφέροντα.

Η στάση του Μπάιντεν

Ευτυχώς για τις ΗΠΑ, ο Μπάιντεν μπορεί να μην υποτιμά τη Ρωσία όσο θα ήθελε να πιστεύουν οι άνθρωποι – και σίγουρα δεν το κάνει όσο ο Ομπάμα.

Στην έναρξη της συνόδου κορυφής του με τον Πούτιν τον Ιούνιο, για παράδειγμα, περιέγραψε τις ΗΠΑ και τη Ρωσία ως “δύο μεγάλες δυνάμεις” – χωρίς καθόλου αστειότητες περί “περιφερειακών δυνάμεων”, όπως σημείωσαν θριαμβευτικά και ορισμένοι πιστοί ακόλουθοι του Πούτιν.

Ο Μπάιντεν, ωστόσο, είχε μια ατζέντα: δεν ήθελε μια διάσκεψη κορυφής, με φτωχό μάλιστα περιεχόμενο, να αποδειχθεί μια πλήρης καταστροφή. Και τώρα, με τις πιο πρόσφατες απαξιωτικές του παρατηρήσεις, είχε επίσης μια ατζέντα: να αποτρέψει την κριτική στη συμφωνία του με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, η οποία επέτρεψε την ολοκλήρωση του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου προς τη Γερμανία Nord Stream 2, παρά τις προηγούμενες προσπάθειες των ΗΠΑ να τον μπλοκάρουν. Ο χλευασμός της Ρωσίας, τύπου ΜακΚέιν, φαίνεται να έκανε τη δουλειά, έστω ως απλό ρητορικό σχήμα – το σχόλιο περί “πετρελαιοπηγών και τίποτε άλλο” φαίνεται να έχει εκτοπίσει τη συμφωνία με τη Μέρκελ από τους τίτλους των ΜΜΕ.

Αν διαχωρίσουμε τις πράξεις από τα λόγια, η πρώιμη συνάντηση του Μπάιντεν με τον Πούτιν, η χαλάρωση της πίεσης για τον Nord Stream 2 και η άρνηση του Μπάιντεν να κατηγορήσει απευθείας τη ρωσική κυβέρνηση για τις μεγάλες πρόσφατες κυβερνοεπιθέσεις σε αμερικανικούς στόχους είναι σημάδια ότι ο Μπάιντεν θα σέβεται τον Πούτιν περισσότερο απ’ ό,τι ο Ομπάμα, για λόγους αυτοπροστασίας. Δεν φαίνεται να καθοδηγείται από τη λογική της ταπείνωσης του αντιπάλου. Περισσότερο έχει το άγχος να δείξει ότι θα απαντήσει πραγματικά σε εχθρικές ενέργειες από την πλευρά του Πούτιν.

Με τον Πούτιν, αυτή είναι πιθανότατα μια πιο αποτελεσματική στρατηγική από την υποτίμηση: εάν γνωρίζει ότι τον αντιμετωπίζουν ως σοβαρή απειλή, θα είναι πιο προσεκτικός στην εξέταση ευκαιριών για επιθετική δράση.

Ο σεβασμός σε έναν αντίπαλο – ακόμη κι έναν σαν τον Πούτιν που δεν έχει ιδέα από fair play – μπορεί να αποδειχθεί πιο ισχυρό όπλο από τα ευφυολογήματα.

Πηγή: Capital – Leonid Bershidsky

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας