Ο ένας κήρυξε την έναρξη του Νέου Ψυχρού Πολέμου και ο άλλος το τέλος της αμερικανοκεντρικής τάξης πραγμάτων. Όπως και αν έχει, μετά την Τετάρτη τίποτε δεν θα είναι το ίδιο στη διεθνή σκηνή.
Ούτε, άλλωστε, είναι συνηθισμένο να ανακαλεί η Ρωσία τον πρεσβευτή της στην Ουάσινγκτον μετά από δηλώσεις οι οποίες ομολογουμένως δεν είχαν το αντίστοιχό τους ούτε στον Ψυχρό Πόλεμο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.
Δεν αλλάζει πολλά το ότι ο ένοικος του Λευκού Οίκου έχει τη φήμη του γκαφατζή και ο συνομιλητής του Τζορτζ Στεφανόπουλος πιεστικά προσπάθησε κατά την επίμαχη συνέντευξη να εκμαιεύσει τη δήλωση ότι ο Πούτιν είναι “δολοφόνος” και ότι “θα πληρώσει το τίμημα” για τη θρυλούμενη παρέμβαση της Ρωσίας στις εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες των ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν είπε αυτό ακριβώς που ήθελε να ακούσει ο μιντιακός οργανισμός που τον φιλοξενούσε, αυτό που λέει με παραπλήσιες εκφράσεις όλο το στελεχιακό δυναμικό των Δημοκρατικών εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια και αυτό στο οποίο οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ έδωσαν τη νομιμοποίησή τους με την πρόσφατη έκθεση στην οποία βεβαιώνεται (όπως άλλοτε “βεβαιωνόταν” το οπλοστάσιο μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεϊν) η “ρωσική παρέμβαση”.
Το βλέμμα στην Ουκρανία
Αξιοπρόσεκτη όμως υπήρξε και η αντίδραση του Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος δεν περιορίστηκε απλώς να ευχηθεί “καλή υγεία” στο Αμερικανό ομόλογό του, να τον προκαλέσει σε ζωντανό τηλεοπτικό διάλογο και να συμβουλέψει το αμερικανικό έθνος να ασχοληθεί με τις σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας του, οι οποίες και εξηγούν την εμφάνιση κινημάτων όπως το Black Lives Matter. Δήλωσε κάτι πολύ σημαντικότερο: “Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ηγεσία τους, γενικά, επιδιώκουν να έχουν συγκεκριμένες σχέσεις μαζί μας, αλλά μόνο σε τομείς που ενδιαφέρονται εκείνοι και μόνο με τους δικούς τους όρους. Αν και πιστεύουν ότι είμαστε οι ίδιοι, είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι. Διαφορετικοί γενετικά, πολιτιστικά και ηθικά… Θα πρέπει να ζήσουν με αυτό παρ’ όλες τις προσπάθειες να εμποδίσουν την ανάπτυξή μας. Ανεξάρτητα από τις κυρώσεις και τις προσβολές, θα πρέπει να ζήσουν με αυτό”.
Με άλλα λόγια, η σημερινή Ρωσία διαμηνύει ότι δεν αναγνωρίζει πλέον τη Δύση ως φερέγγυο συνομιλητή και δεν υπακούει στη σχέση δασκάλου-μαθητή που εγκαθιδρύθηκε, σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας και της αγοράς, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε, δεν είναι μόνο οι δηλώσεις που συνυπολογίζονται από τους ιθύνοντες του Κρεμλίνου, αλλά και οι πολεμικές προετοιμασίες των τελευταίων ημερών στην Ουκρανία που προοιωνίζονται νέα ανάφλεξη.
“Ευρασιατική ολοκλήρωση”
Στην Ουάσινγκτον, η σφοδρότητα της ρωσικής αντίδρασης μοιάζει να μην είχε προβλεφθεί. Πάντως η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου επιμένει (την ώρα που Ρώσοι αξιωματούχοι απαιτούν συγγνώμη και χλευάζουν την κατάσταση της νοητικής υγείας του Αμερικανού προέδρου) ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν μετανιώνει που “έδωσε ευθεία απάντηση σε ένα ευθύ ερώτημα”. Μοιάζει σαν να μην έχει απομείνει καμία πτέρυγα του αμερικανικού κατεστημένου η οποία να μπορεί να φανταστεί μια πορεία των ρωσοαμερικανικών σχέσεων έξω από τη διαρκή επιδείνωση.
Πέρα από τις λυσσαλέες αντιπαραθέσεις Τραμπ και Δημοκρατικών το προηγούμενο διάστημα, αναδεικνύεται μία βαθύτερη συνέχεια: αυτή που αφορά την αμερικανική αγωνία για την “ευρασιατική ολοκλήρωση”, ήτοι την ανάδυση της Κίνας και την όλο και στενότερη συνεργασία της με μια Ρωσία πολιτικά αγέρωχη και στρατιωτικά ενισχυόμενη, αλλά σταδιακά και με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.
Οι διαφορές τακτικής των διαδοχικών αμερικανικών κυβερνήσεων δεν αναιρούν την κοινή κατεύθυνση της “επιτάχυνσης” των εξελίξεων, προκειμένου η Ουάσινγκτον να τις ελέγξει όσο ακόμη υπάρχει καιρός για κάτι τέτοιο. Η στοχοποίηση κατά προτεραιότητα της Ρωσίας, υπαγορεύεται όχι μόνο από τις εσωτερικές πολιτικές ευκολίες των ΗΠΑ, αλλά και από τη λογική ότι ο περισσότερο “ακτιβιστικός” πολιτικο-στρατιωτικά, αλλά λιγότερο ισχυρός οικονομικά, πόλος της ευρασιατικής ολοκλήρωσης είναι και ο πρώτος που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Εξού και τα κείμενα στρατηγικής της Δύσης διακρίνουν ανάμεσα στην ρωσική “απειλή” και τον Κινέζο “ανταγωνιστή”.
Οι παγκόσμιες φιλοδοξίες της Βρετανίας
Οι ΗΠΑ δεν κινούνται μόνες: το νέο στρατηγικό δόγμα της “παγκόσμιας Βρετανίας”, με αύξηση του αριθμού των βρετανικών πυρηνικών όπλων, καθώς και η κλιμάκωση των ενεργειών του Ισραήλ εναντίον του Ιράν, με πράξεις σαμποτάζ σε δώδεκα ιρανικά πλοία με προορισμό τη Συρία, δείχνουν να συντονίζονται με την αμερικανική προσπάθεια, όπως άλλωστε και η κινητικότητα για τη δημιουργία ενός “αραβικού ΝΑΤΟ” στη Μέση Ανατολή και μιας “τετράδας” (ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία) με αντικινεζικό προσανατολισμό στην Άπω Ανατολή.
Μοιάζει σαν ο αγγλοσαξονικός κόσμος να έχει συσπειρωθεί σε μια δοκιμαζόμενη “Αυτοκρατορία” που δοκιμάζει την αντεπίθεσή της σε όλα τα μέτωπα.
Αύξηση πυρηνικών κεφαλών
Από αυτή την άποψη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι “παγκόσμιες φιλοδοξίες” που εκδηλώνει η Βρετανία μετά την έξοδό της από την Ε.Ε., ανακαλώντας την κληρονομιά του αυτοκρατορικού αποικιακού της παρελθόντος. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται ο “ακτιβισμός” που εκδηλώνει τόσο διπλωματικά (π.χ. με την υποβολή νέου σχεδίου επίλυσης του Κυπριακού, σε διακριτικό συντονισμό με την Άγκυρα, την οποία υποστήριξε κατά τον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ) όσο και σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών. Όμως το “πετράδι του στέμματος” είναι ασφαλώς το αυτόνομο βρετανικό πυρηνικό οπλοστάσιο.
Την ώρα που το Λονδίνο πιέζει, μαζί με τις άλλες δυτικές δυνάμεις, το Ιράν να τηρήσει τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα, ο Μπόρις Τζόνσον προχωρά σε αναθεώρηση του βρετανικού αμυντικού δόγματος με διάθεση 10 δισ. στερλινών για αύξηση των διαθέσιμων πυρηνικών κεφαλών του προγράμματος Trident από 180 σε 260. Τερματίζεται έτσι μια πολιτική τριάντα ετών σταδιακής μείωσης των βρετανικών πυρηνικών κεφαλών και παραβιάζεται σαφώς η Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων.