Ακουγόταν κάποτε στην Κεφαλονιά ένα ανέκδοτο, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν τρεις μητροπολίτες. Λευκάδας, Ζακύνθου, Κεφαλονιάς. Συζητούσαν για τον τρόπο, με τον οποίο διαχειρίζονταν τα χρήματα των πιστών και διαχώριζαν τα «κονδύλια» που απέδιδαν στον «κύριο» από εκείνα που κρατούσαν «για τις ανάγκες της εκκλησίας». Ρωτήθηκε πρώτα ο Λευκάδος. «Εμείς αδελφοί πετάμε ψηλά και τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα, έχοντας προκαθορίσει πως αν πέσουν από μια πλευρά θα πάνε εδώ, αν πέσουν από την άλλη θα πάνε εκεί».
Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του ο Ζακύνθου και είπε: «Κάτι ανάλογο κάνουμε κι ημείς, αδελφοί. Έχουμε χαράξει στο πάτωμα ένα μεγάλο κύκλο. Πετάμε τα χρήματα από ψηλά. Κι αναλόγως αν πέσουν μέσα ή έξω, τα κρατάμε ή τα αποδίδουμε στον ύψιστο».
Σε τόνο αυστηρό άρχισε να μιλά ο Κεφαλλονίτης. Όταν ολοκλήρωσε την πρώτη του φράση, οι άλλοι δυο πάγωσαν. «Λυπάμαι που το λέω αδελφοί, αλλά αυτό που κάνετε αγγίζει τα όρια της βλασφημίας και της αμαρτίας. Την τελική απόφαση πρέπει να τη λαμβάνει ο κύριος, όχι εμείς». Έκπληκτοι τον ρώτησαν: «Δηλαδή, εσύ πώς το ρυθμίζεις;». Ο Κεφαλλονίτης απάντησε: «Όπως πρέπει. Πετάω όλα τα χρήματα προς τα πάνω και λέω “θεέ μου στα δίνω όλα κι αν εσύ θέλεις, στείλε μου κάτι, πίσω”. Αυτός, μεγάλη η καλοσύνη του, τα στέλνει όλα, κάτω, ίσως επειδή εκτιμά την ευσέβειά μου. Είναι όμως δική του απόφαση. Καταλάβατε;»
Ο νόμος της βαρύτητας δεν «σηκώνει» θαύματα. Αλλά εξ ίσου ισχυρός με το νόμο της βαρύτητας – και ουδόλως προσφερόμενος για μεταφυσικές εκπλήξεις – είναι κι αυτός της εκκλησιαστικής θρασύτητας. Κι εδώ είναι που εισερχόμαστε πάλι στον κόσμο των ανεκδότων: Το σημείο 11 της συμφωνίας πρωθυπουργού – αρχιεπισκόπου εναποθέτει στην …εθελοντική διάθεση της εκκλησίας την εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων της, για αξιοποίηση. Πέραν εκείνων που ορίζονται, δηλαδή των «από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων» περιουσιών. Μάλιστα. Είναι σαν να πετάμε ψηλά τη σκούφια μας και να περιμένουμε ότι θα αναληφθεί στους ουρανούς.
Βεβαίως, πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο να θεωρήσει η ιεραρχία ότι κάποια περιουσιακά της στοιχεία, ας πούμε λόγω ιδιαιτεροτήτων, θα γίνουν περισσότερο προσοδοφόρα και για την ίδια, εάν «βάλει συνέταιρο». Αλλά θα παρέμενε «θαύμα» κάθε προσφορά, χωρίς την αξίωση για ανταλλάγματα.
Από τη σύναψη της συμφωνίας κι εντεύθεν, κουραστήκαμε να ακούμε ότι δεν μπορούσε να επιτευχθεί τίποτα πιο ριζοσπαστικό, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες. Ας το παρακάμψουμε, για την οικονομία χώρου και χρόνου. Το λίγο, το κάπως, το λελογισμένα ριζοσπαστικό πού ακριβώς έγκειται; Τι είναι αυτό που την κάνει «win– win συμφωνία», όπως έγραψε κι ο Νίκος Μπίστης, καλώντας τους «μαξιμαλιστές» να συνειδητοποιήσουν ότι μια «μετωπική αντιπαράθεση» με την εκκλησία θα ήταν λάθος «με το συντηρητικό ρεύμα που σαρώνει την Ευρώπη»; Αλήθεια, τι; Ότι οι ιερείς θα πληρώνονται από το κράτος με επιδότηση, χωρίς να θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι;
Αντιθέτως, βλέπουμε ένα ουσιαστικότατο κέρδος για την εκκλησιαστική εξουσία: Εφεξής θα μπορεί να κραδαίνει τη …διακριτική παραίτηση του ελληνικού δημοσίου από το στόχο της διεκδίκησης του συνόλου της διαφιλονικούμενης «εκκλησιαστικής περιουσίας». Μια παραίτηση, μάλιστα, φέρουσα τη βούλα κυβέρνησης που δηλώνει αριστερή. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται πόσο χρήσιμο «χαρτί» είναι αυτό για την εκκλησία, στο εγγύς και το απώτερο μέλλον, μάλλον θα πρέπει να κάνει κάτι για να «ακονίσει» το πολιτικό του κριτήριο.
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία το μόνο επικριτικό που βρήκε να πει για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως ρυμουλκήθηκε από τη δική της «γραμμή». Ναι, η σημερινή Νέα Δημοκρατία. Αυτή που νιώθει αναγκασμένη να «προσέχει» το ακροατήριο του Αδ. Γεωργιάδη και του Μ. Βορίδη. Αυτή που επιστρέφει με ακαταμάχητη νεοφιλελεύθερη «ορμή» στις διδαχές της Θάτσερ και με σχεδόν ισοδύναμη στο «πατρίς – θρησκεία- οικογένεια». Τη μια μέρα ο Μ. Βορίδης έδειχνε έτοιμος να χρεώσει στον ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και επικείμενη απαγόρευση των μελομακάρονων, του Πάσχα, του οβελία. Την άλλη η ΝΔ επαινούσε την «υπευθυνότητα» της κυβέρνησης που προσχώρησε στις δικές της θέσεις. Όποιος διάβασε το κείμενο της συμφωνίας διαπίστωσε πόσο φυσιολογική είναι η «επινίκια»… εξημέρωση της ΝΔ.
Ουρλιάζουν, φυσικά, κάποιοι «μουτζαχεντίν» κληρικοί, αλλά οι οιμωγές τους ούτε ίχνη «ριζοσπαστισμού» μπορούν να προσδώσουν, ασφαλώς, στη συμφωνία. Έχει γραφεί μεταξύ σοβαρού κι αστείου (;) ότι ίσως οι αντιδράσεις να προδίδουν και έλλειψη εμπιστοσύνης στην ηγεσία της ιεραρχίας, η οποία θα διαχειρίζεται πλέον τη μισθοδο…, ε, συγγνώμη, την επιδότηση που θα αντιστοιχεί στη μισθοδοσία…
Ας μην την αφήσουμε τη βαλίτζα των εικασιών μας να πάει τόσο μακριά, προς το παρόν. Ας περιοριστούμε στην έκφραση θαυμασμού για την ικανότητα «αφομοίωσης» και «άντλησης μαθημάτων», την οποία έδειχνε εκείνος ο αντιπρόεδρος, που προειδοποιούσε τους βουλευτές να σκεφτούν πόσους ψηφοφόρους επηρεάζει ο κλήρος: είναι «copypaste» η τακτική των φανατικών οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, όταν οι αντίστοιχες ΠΑΕ αξιώνουν παραγραφές χρεών και άλλα «χατίρια».
Αλλά πάνω απ’ όλα είμαστε πεπεισμένοι ότι οι υστερικές απειλές για «Παπαφλέσσες» και κυρίως οι «επεξηγήσεις» των απειλών, δηλαδή ο υποτιθέμενος κίνδυνος να περιέλθουν οι κληρικοί σε ένδεια, μια χαρά θα εξαργυρώνονται στους ναούς. Φανταζόμαστε πόσες αγαθές κυρίες θα δίνουν επαυξημένους οβολούς, για τις ανάγκες των ιερέων, που «δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει».
Και μετά θα μας λέει ο Νίκος Μπίστης πως, σε μία χώρα στην οποία γεμίζουν έτσι τα παγκάρια, η συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου είναι περίπου τόσο επαναστατική, όσο υπήρξε και η «διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», το 1789.
Βοήθειά μας…
*Πηγή: kommon.gr