Στη μακρά πολιτική του κυριαρχία στο εσωτερικό της Τουρκίας ο Ταγίπ Ερντογάν στηρίχθηκε κατεξοχήν στην πόλωση, αν και με διαρκείς ελιγμούς που μετατόπιζαν τη διαχωριστική γραμμή (προσεταιριζόμενος λ.χ. πότε τους ευρωπαϊστές φιλελεύθερους και πότε τους αντιδυτικούς “ευρασιατιστές”, πότε το κουρδικό στοιχείο και πότε τους εθνικιστές), χρωματίζοντας τον λόγο του με θρησκευτικές διαφορές και επενδύοντας στο γεγονός ότι οι αντίπαλοί του ήταν αδύνατον να συνενωθούν (η μεγάλη ήττα που συνιστά η ανάδειξη του Εκρέμ Ιμάμογλου στην δημαρχία της Κωνσταντινούπολης ήταν ακριβώς προϊόν μιας τέτοιας σπάνιας συνεργασίας).
Όμως η συνταγή Ερντογάν δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει στο διεθνές πεδίο. Για την ακρίβεια, η εφαρμογή της σε αυτό προορίζεται να υπονομεύσει την κυριαρχία του Τούρκου ηγέτη και στο εσωτερικό.
Ήδη από το 2015, όταν η Τουρκία κατέρριψε ρωσικό μαχητικό Su-24, οι ατλαντικοί σύμμαχοι κατέστησαν σαφές ότι δεν θα ρισκάρουν ευρύτερη σύρραξη με μία πυρηνική δύναμη για να καλύψουν τους τουρκικούς τυχοδιωκτισμούς. Και σήμερα ακόμη, αποφεύγουν να ανταποκριθούν στο αίτημα για αποστολή συστημάτων Patriot ώστε να εξισορροπηθεί ο έλεγχος του συριακού εναέριου χώρου στη Συρία, που καθιστά αποστολή απελπισίας τις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στην Ιντλίμπ. Στη χθεσινή του ομιλία ο Τούρκος πρόεδρος προανήγγειλε αορίστως ότι το πρόβλημα του συσχετισμού δυνάμεων στον αέρα πρόκειται σύντομα να επιλυθεί. Δεν λείπουν στο Διαδίκτυο και οι κακεντρεχείς που με χιούμορ προτείνουν να αξιοποιήσει η Άγκυρα τα ρωσικά συστήματα S-400 που προμηθεύτηκε παρά τις αντιδράσεις του ΝΑΤΟ.
Ανανεώνοντας τις απειλές του για ολομέτωπη σύγκρουση εάν ως το τέλος του μηνός οι συριακές δυνάμεις δεν υποχωρήσουν στις γραμμές που προέβλεπε η ρωσοτουρκική συμφωνία του Σότσι το φθινόπωρο του 2018, ο Ερντογάν αυτοδεσμεύεται σε μία επίδειξη πυγμής, την οποία κατά βάθος δεν επιδιώκει να υλοποιήσει, αλλά πάντως οι αποδέκτες των μηνυμάτων του σε Μόσχα και Δαμασκό δεν δείχνουν να τη φοβούνται.
Το ζήτημα, πάντως, είναι ότι οι εξελίξεις έχουν ακυρώσει την προσδοκία ότι η ρωσοτουρκική σχέση (που μόλις πρόσφατα ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου αποκαλούσε “ακλόνητη”) μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από περισταστιακή και εντοπισμένοι σε συγκεκριμένους (λ.χ. οικονομικούς) τομείς. Οι “ευρασιατιστές” σύμμαχοι του Ερντογάν δεν μπορούν να είναι ευτυχείς. Αλλά και η επιστροφή στην “αγκαλιά” της Δύσης, σαν να μην έχει προηγηθεί τίποτε, δεν είναι αυτονόητη.
Και το κυριότερο: ο τουρκικός πληθυσμός δεν είναι καθόλου εύκολο να στοιχηθεί, μέσα στα τόσα προβλήματα της καθημερινότητάς του, πίσω από μία “εθνική προσπάθεια” που απειλεί τις ζωές Τούρκων κληρωτών (και δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενός νέου μαζικού προσφυγικού κύματος) για ασαφείς στους πολλούς λόγους.
Οι συνταξιούχοι πρεσβευτές Αλί Τουιγκάν και Γιουσούφ Μπουλούτς σε σημείωμά τους στο μπλογκ Diplomatic Opinion υπογραμμίζουν ότι “το πιο εντυπωσιακό μειονέκτημα” της συριακής πολιτικής Ερντογάν είναι “η πλήρης έλλειψη ενστερνισμού τους από το έθνος”.
Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί σε επόμενο χρόνο και στην εσωτερική πολιτική.