Το άρθρο αυτό ίσως γράφτηκε σε μια περίοδο όπου τα ζητήματα που επικρατούν στην επικαιρότητα -με τη συνήθη αποσπασματικότητα- από την επιθετικότητα της Τουρκίας, μέχρι τη σκανδαλολογία και την αντιπαράθεση βορρά-νότου με αφορμή την υπόθεση ΠΑΟΚ-Σαββίδη, έχουν ωθήσει τα άλλα μεγάλα ζητήματα, που θα έπρεπε να κυριαρχούν -μέσα από μια σφαιρική ανάγνωση- στο δημόσιο διάλογο και στο ενδιαφέρον πολιτικών και πολιτών, με σκοπό τη λήψη οριστικών αποφάσεων, στο περιθώριο. Μολονότι τα τελευταία έχουν άμεση σχέση και επίπτωση στη γενικότερη κατάσταση της χώρας και κυρίως στη γεωπολιτική πρόκληση που υφίσταται και όχι μόνο από την Τουρκία. Γι’ αυτό το αντικείμενο του άρθρου αυτού παραμένει απολύτως επίκαιρο, ειδικά αυτή την κρίσιμη περίοδο.
Η λειτουργία της ευρωένωσης και η προσδοκία μετασχηματισμού της
Λέγεται και περιγράφεται, ότι η ένταξη σε μια νομισματική ένωση -η οποία μπορεί να ειδωθεί ως ακραία μορφή συστήματος σταθερών ισοτιμιών- εξαλείφει προβλήματα σχετιζόμενα με τη συναλλαγματική ισοτιμία και συνεπώς την αστάθεια που προκαλούν οι μεταβολές της και επιπλέον μειώνει το κόστος των συναλλαγών. Αυτό είναι αλήθεια, όπως αλήθεια είναι, ότι τα παραπάνω συμβάλλουν στην ανάπτυξη του εμπορίου στο εσωτερικό της ένωσης.
Όντως οι χώρες μέλη δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμα, ούτε να μεταβάλλουν τα επιτόκια, αφού η Ε.Κ.Τ. καθορίζει τα επιτόκια βάσεως. Επιπρόσθετα, αναγνωρίζεται ότι στην ευρωζώνη, λόγω των περιορισμών για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τα κράτη μέλη δεν έχουν ούτε εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής να αντιμετωπίσουν τις όποιες κρίσεις.
Είναι κοινά αποδεκτό επίσης, ότι επειδή οι οικονομικές κρίσεις επιδρούν με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές χώρες, αναλόγως του σε ποια φάση του οικονομικού κύκλου βρίσκονται, είναι προφανές ότι εφ’ όσον σε μία ένωση συμμετέχουν χώρες σε διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης, χρειάζονται διαφορετικές πολιτικές για την αντιμετώπιση κρίσεων.
Αναγνωρίζεται, ότι οι χώρες μέλη με ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναγκαστικά θα το χρηματοδοτήσουν μέσω εξωτερικού δανεισμού και μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα αυξήσει τις εισαγωγές και τα ελλείμματα εμπορικού ισοζυγίου. Λόγω της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης, η άρση των περιορισμών στις οικονομικές συναλλαγές εντός της νομισματικής ένωσης έχει ως αποτέλεσμα την συγκέντρωση ακόμα περισσότερης οικονομικής ισχύος στις χώρες που είναι οικονομικά ισχυρότερες και την αύξηση των ανισοτήτων.
Από τη στιγμή που κάποιες χώρες είναι πλεονασματικές στο εμπόριο μεταξύ χωρών μελών της νομισματικής ένωσης, αναγκαστικά άλλες θα είναι ελλειμματικές.
Υποτίθεται, ότι μέσω της κίνησης κεφαλαίων και των διαφορών στα πραγματικά επιτόκια θα εξισορροπούνται οι διαφορές μεταξύ χωρών μελών. Θεωρητικά, έτσι, οι ανισορροπίες μπορούν να ξεπεραστούν μέσω των μεταβιβάσεων από τις πλεονασματικές χώρες προς τις ελλειμματικές, οι οποίες κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να ασκήσουν επεκτατική πολιτική. Ενώ για να αυξηθούν οι μεταβιβάσεις απαιτείται υψηλότερος βαθμός δημοσιονομικής ολοκλήρωσης. Το 2011 ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. αντιστοιχούσε μόλις σε 1,1% του Α.Ε.Π., ενώ ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός των Η.Π.Α. σε 40,1%. Σε αυτό ακριβώς το θεώρημα -που δεν στερείται βάσης- στηρίζεται η προσδοκία του «δημοκρατικού» μετασχηματισμού της Ένωσης και η ελπίδα εξάλειψης των ανισορροπιών στο εσωτερικό της. Μια ελπίδα και μια προσδοκία την οποία -ειρήσθω εν παρόδω- την έχουμε πληρώσει πανάκριβα τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Η σκληρή πραγματικότητα
Οι ανισορροπίες όμως και οι αρνητικές επιπτώσεις από τη λειτουργία της ευρωένωσης δεν εξαντλούνται μόνον στην αδυναμία των επί μέρους χωρών να μεταβάλλουν τα επιτόκια, ή να υποτιμήσουν το νόμισμα. Ούτε βέβαια στο ότι στερούνται -λόγω των επιβαλλόμενων ισοσκελισμένων προϋπολογισμών- τα εργαλεία άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής για να αντιμετωπίσουν τις όποιες κρίσεις.
Το πραγματικό και ανυπέρβλητο πρόβλημα το δημιουργεί η ίδια η «αρχιτεκτονική» της ένωσης και το κοινό νόμισμα την ενισχύει σε υπερθετικό βαθμό με το χρέος που δημιουργεί. Είναι η «αρχιτεκτονική» που ενισχύει τις τάσεις μεταφοράς πόρων από τις περιφερειακές και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, προς τις πλεονασματικές και «ώριμες» αναπτυξιακά χώρες του κέντρου και ειδικότερα της Γερμανίας. Με τη Γαλλία πιο πίσω να διαβρώνεται και αυτή σταδιακά. Ενώ το κόστος για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης την Ιταλία να ανέρχεται πλέον σε μη ανεκτά επίπεδα, εξ ου και ο έντονος ευρωσκεπτικισμός που αναπτύσσεται εκεί. Δεν συζητούμε βέβαια για την Μεγάλη Βρετανία που «την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια»!
Αυτό όμως το πρόβλημα δεν οφείλεται σε κάποια έλλειψη προνοητικότητας, ή σε λάθος σχεδιασμό, ο οποίος μπορεί να διορθωθεί, εάν αλλάξουν οι πολιτικές δυνάμεις που κυριαρχούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και εφαρμοστούν διαφορετικές πολιτικές, αλλά υφίσταται πρωτογενώς στον πυρήνα και τα θεμέλια του οικοδομήματος, ως βασική επιδίωξη των σχεδιαστών της ένωσης, παρά τα μεγάλα λόγια περί της Ευρώπης της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, του πολιτισμού. Διότι:
Ο υψηλότερος βαθμός δημοσιονομικής ολοκλήρωσης, που προτείνεται για την αντιμετώπιση του προβλήματος, δεν αποτελεί λύση, στο βαθμό που δεν θα μπορέσει ποτέ, να επιβάλλει στις πλουσιότερες και πλεονασματικές χώρες να δεχθούν καταστρατήγηση των συμφερόντων τους, μέσω της αντιστροφής των μεταβιβάσεων. Ακόμη και μια γενναία αύξηση του προϋπολογισμού της Ε.Ε. δεν θα μπορέσει να εγγυηθεί μια ορθολογική κατανομή αυτών των μεταβιβάσεων και η μεταφορά πόρων από τις πτωχότερες στις πλουσιότερες περιοχές θα συνεχίζεται, έστω και με πιο συγκεκαλυμμένη μορφή απ’ ότι σήμερα. Τα μεσογειακά ολοκληρωμένα προγράμματα, τα πακέτα Ντελόρ και τα ΕΣΠΑ είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτήν την κατεύθυνση, υποτίθεται μεταβιβάσεων προς τις πτωχότερες περιοχές, και απέτυχαν σχεδόν εξ ολοκλήρου και όχι μόνον εξ αιτίας της κακοδιαχείρισης τους σε τοπικό επίπεδο. Η οποία μεν δίδει μια ερμηνεία πολύ βολική γι’ αυτούς που εξυπηρετεί η επιφανειακή ανάγνωση των πραγμάτων, αλλά απέχει παρασάγγας από την αλήθεια.
Το ζήτημα δεν είναι οικονομικό με τη στενή του έννοια. Το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό με γεωπολιτικές προεκτάσεις. Έχει να κάνει με τα συμφέροντα που καθόλου δεν ταυτίζονται μεταξύ των επί μέρους χωρών της ένωσης. Έτσι, σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον αυτό που επικρατεί είναι το συμφέρον του δυνάμενου να καθορίζει τους όρους, δηλαδή του ισχυρότερου. Ο δε «ανταγωνισμός» αποτελεί την πεμπτουσία της φιλοσοφίας με βάση την οποία οικοδομήθηκε η Ε.Ε. και η ευρωζώνη. Οι ενωσιακοί θεσμοί έρχονται να επιβάλλουν με σιδηρά πυγμή (ordoliberalism) τους κανόνες του -εν πολλοίς αθέμιτου- αυτού ανταγωνισμού μεταξύ ισχυρών και ανίσχυρων.
Αυτό που με περισσή υποκρισία προτείνεται από τους «θεσμούς» της Ε.Ε. στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες ελλειμματικές χώρες, είναι η φτωχοποίηση και μέσω αυτής η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση της «ανταγωνιστικότητας». Όμως το παράδειγμα της Ελλάδας δείχνει ότι παρόλη την καθίζηση του μισθολογικού κόστους, η ανταγωνιστικότητα κατέρρευσε, ενώ μετά από 16 χρόνια ένταξης στη νομισματική ένωση, αλλά και οκτώ χρόνια σκληρής λιτότητας- παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, αφού η καταστροφή της παραγωγής ήταν το πρώτο και κύριο αποτέλεσμα των πολιτικών που ακολουθήθηκαν. Ο πίνακας που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός για την εξέλιξη της παραγωγικότητας και του μοναδιαίου εργατικού κόστους:
Βλέπουμε ότι παρά τη δραματική μείωση του μέσου μισθού από το 2009 και μέχρι το 2015 η βελτίωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας υπήρξε ελάχιστη, σχεδόν αμελητέα, με τη σημερινή κατάσταση να εξακολουθεί να είναι η ίδια και πολύ χειρότερη όσον αφορά στην εξέλιξη του μέσου μισθού. Επειδή τίποτε δεν συμβαίνει τυχαία, ούτε η επιμονή σε μια τόσο αδιέξοδη πολιτική μπορεί να οφείλεται σε λάθος υπολογισμούς των κεντρικών επιτελείων, την επιδίωξη αύξησης της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας, μπορούμε να την αντιλαμβανόμαστε πλέον ως πρόσχημα και μόνον ως τέτοιο.
Η Ειδική Οικονομική Ζώνη
Η πραγματική στόχευση της Γερμανίας και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών είναι να δημιουργηθεί στην περιφέρεια της ένωσης ένα buffer zone, μια ειδική οικονομική ζώνη φτηνού φορολογικού, περιβαλλοντικού και εργατικού κόστους, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η μετεγκατάσταση ρυπογόνων βιομηχανιών από το κέντρο σε αυτή τη ζώνη, αλλά και η εγκατάσταση βιομηχανιών και άλλων επιχειρήσεων, που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν -ένεκα χαμηλού κόστους παραγωγής- τις νέες αναδυόμενες παγκόσμιες δυνάμεις (Κίνα, Ινδία κτλ), οι οποίες στηρίχτηκαν και εξακολουθούν να στηρίζονται στο χαμηλό κόστος παραγωγής, εκμεταλλευόμενες ακόμη και την παιδική εργασία.
Αυτός είναι ο λόγος που επιβλήθηκε η εκποίηση δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας με ταυτόχρονη εφαρμογή πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης. Διότι η «ζώνη» πρέπει να εκκαθαριστεί πλήρως για να γίνει μετά, επί καθαρού εδάφους, η εγκατάσταση των επιχειρήσεων και με εργατικό κόστος αντίστοιχο των ανταγωνιστικών στην Ευρώπη αναδυόμενων νέων «παικτών». Η ταυτόχρονη έλευση δεκάδων έως και εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων και ο εγκλωβισμός τους στην περιοχή εξυπηρετεί τον ευρύτερο σχεδιασμό, έστω και εάν προέκυψε χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτόν.
Αυτός είναι και ο λόγος της «εξωστρέφειας» που επιζητείται στην οικονομία και των ξένων επενδύσεων που θα έλθουν και διαφημίζονται ως επιδιωκόμενος στόχος των «μεταρρυθμίσεων». Διότι φυσικά δεν είναι δυνατό να επιτραπεί ανταγωνισμός απέναντι στα γερμανικά ή τα άλλα προϊόντα των βορειοευρωπαϊκών χωρών, αλλά να δημιουργηθούν αναχώματα στα προερχόμενα από τις εκτός Ευρώπης περιοχές, με τον ανταγωνισμό (αποκλειόμενου του προστατευτισμού ένεκα της παγκοσμιοποίησης), να μεταφερθεί -έστω εν μέρει και στο βαθμό που είναι δυνατό- στο εσωτερικό των νέων μεγάλων αναδυόμενων αγορών στην Ανατολή και αλλού. Με τη λογική «φτηνά προϊόντα εσείς, φτηνά κι εμείς» ενδεχομένως και ευτελούς ποιότητας, αλλά με το «ψυχολογικό» αβαντάζ του «made in Europe», διατηρώντας το μέσο ποσοστό κέρδους υψηλό.
Η γεωπολιτική πρόκληση
Οι εξελίξεις στο γεωπολιτικό πεδίο της περιοχής μας δείχνουν, ότι η ειδική αυτή οικονομική ζώνη θα πρέπει να συμπεριλάβει ως ενιαίο χώρο και περιοχές εκτός ελληνικής επικράτειας, όπως πχ την περιοχή των Σκοπίων, την Αλβανία, τη Βουλγαρία, ή ακόμη και τα παράλια της Μικράς Ασίας, που αποτελούν ήδη προνομιακό χώρο επένδυσης των γερμανικών κεφαλαίων. Ακόμη και μέχρι την Κύπρο, διασφαλίζοντας τους διαδρόμους μεταφοράς των υδρογονανθράκων, έξω από την επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας.
Αυτό σημαίνει επί της ουσίας κατάργηση συνόρων και απόλυτη «ευρωπαϊκή» επικυριαρχία, με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στον ρόλο του εσαεί «χωροφύλακα»! Κι επειδή αυτό δεν μπορεί να γίνει άμεσα, γίνεται δια μέσου «γκριζαρίσματος» ολόκληρης της περιοχής με τη μόχλευση αλυτρωτισμών, ανάδειξη μειονοτικών προβλημάτων και ό,τι άλλο χρειαστεί μέχρις ότου, έστω και με έναν θερμό πόλεμο μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας, η δύση μέσω του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. θα επιβάλλει την επικυριαρχία της -ως αυτόκλητος διαιτητής- επιλύοντας ταυτόχρονα το περίφημο «Ανατολικό» ζήτημα που εκκρεμεί από τον 19ο αιώνα, στο πλαίσιο μιας συνολικής (τελικής) λύσης.
Δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τι απ’ όλα αυτά κατανοεί ο Ερντογάν, υψώνοντας τη ρητορική του εναντίον της ευρωπαϊκής ένωσης, αλλά η αλήθεια είναι, ότι αντιδρά σφόδρα και προσπαθεί να στρέψει προς όφελος της Τουρκίας τις εξελίξεις, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερη πίεση σε εμάς.
Αντί επιλόγου
Κοντολογίς, το «ευρωπαϊκό» σχέδιο, ως γεωστρατηγική πλέον επιλογή, μπορεί να είναι αποτελεσματικό και συμφέρον για τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου, οι οποίες αφού κατίσχυσαν πρώτα στο εσωτερικό της ένωσης, προσπαθούν σήμερα να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις κατίσχυσης και σε διεθνές επίπεδο. Τόσο με το ευρώ ως ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, λειτουργώντας παράλληλα, ή έστω συμπληρωματικά του δολαρίου, όσο και στο επίπεδο της παραγωγής και των εμπορευματικών συναλλαγών.
Η εμφανής όξυνση των «ενδοϊμπεριαλιστικών» αντιθέσεων και η δική μας δυνατότητα εκμετάλλευσής τους, στο βαθμό που αποτελέσει συνείδηση το πρόβλημα από την πλευρά μας, δημιουργεί τη μοναδική πιθανότητα ανατροπής του σχεδιασμού με την άμεση αποχώρηση από την Ε.Ε. κι αν χρειαστεί και από το ΝΑΤΟ, σμπαραλιάζοντας κάθε σχεδιασμό και ανατρέποντας συσχετισμούς και ευκαιριακές συμμαχίες.
Ας σκεφθούμε: Πόσο αυτό το σχέδιο της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» είναι συμβατό με τα συμφέροντα μιας μικρής χώρας με τις «ιδιαιτερότητες» της Ελλάδας στην περιοχή που βρίσκεται και πόσο επιθυμητό, ή ακόμη και κατ’ ανάγκην αποδεκτό από την πλευρά μας μπορεί να είναι το μέλλον που της (μας) επιφυλάσσεται;
Η απάντηση είναι προφανής και ας λάβουμε τα μέτρα μας πριν να είναι οριστικά αργά.
*Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι αρχιτέκτονας μηχ/κος και συγγραφέας