Η ελεγεία των αδελφών
Όταν βγαίνω το βράδυ στο ξάγναντο τούτο,
να προσμείνω τ’ αδέρφια μου να ‘ρθουν που φύγαν,
των βημάτων σου ακούω το περπάτημα
στο ρυθμό των δικών μου βημάτων.
Όταν μέσα στη νύχτα τ’ αδέρφια μου κράζω,
που το ξέρω πως πια δεν μπορούν να μ’ ακούσουν,
στην καρδιά μου η πικρή παρηγόρια μου μένει
πως τουλάχιστο εσύ να μ’ ακούσεις μπορείς.
Είσαι η σκεπή που σκεπάζει το σπίτι.
Είσαι η φωτιά που πηδάει μες στο τζάκι.
Ο λύχνος που τρώει το σκοτάδι.
Ο λύχνος που τρώει το σκοτάδι.
Όμως δίχως τ’ αδέρφια μου είναι άδειο το σπίτι.
Είναι άδειο, είναι άδειο το σπίτι, Θεέ μου,
δίχως τ’ αδέρφια μου που έχουνε φύγει
το ματωμένο κρατώντας μαχαίρι.
Είναι άδειο, είναι άδειο το σπίτι, Θεέ μου,
δίχως τ’ αδέρφια μου που έχουνε φύγει
το ματωμένο κρατώντας μαχαίρι.
Γ.Θ.Βαφόπουλος(1903-1996)